Σε μια άλλη μεριά, σμα στο κατώι, μέσα σε μια τρύπα, ήταν η κουρύτους, του κουμάσ(ι) για του γρούν(ι).
Από το παζάρι στην Καρδίτσα, αγόραζε κάθε χρόνο ο
πατέρας, ένα μικρό γρουνάκ(ι), νια σταλιά πράμα, πότις άσπρο, πότις καψαλό.
Αυτό το μια πθαμή γρουνόπλου, τρώoυντας αχόρταγα όλο το χρόνο, πλύματα και
απουμαζώματα που τ’απιτούσαμαν, γένουνταν στο τέλος ένας γρούναρος, ικατό κιλά
και.
Σα του φώναζα, «μπίίίς-μπις-μπις», αναδεύουνταν άπ’ τη λασπαριά πού’ταν χουμένου κ’ έρχονταν γκουρλίζουντας ↴↴↴