menu

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Γουρνουχαρά κι καρκαντζούλια (της Δήμητρας Αναστασίου στην τοπική διάλεκτο της Δεσκάτης)

Σε μια άλλη μεριά, σμα στο κατώι, μέσα σε μια τρύπα, ήταν η κουρύτους, του κουμάσ(ι) για του γρούν(ι).

Από το παζάρι στην Καρδίτσα, αγόραζε κάθε χρόνο ο πατέρας, ένα μικρό γρουνάκ(ι), νια σταλιά πράμα, πότις άσπρο, πότις καψαλό. Αυτό το μια πθαμή γρουνόπλου, τρώoυντας αχόρταγα όλο το χρόνο, πλύματα και απουμαζώματα που τ’απιτούσαμαν, γένουνταν στο τέλος ένας γρούναρος, ικατό κιλά και.

Σα του φώναζα, «μπίίίς-μπις-μπις», αναδεύουνταν άπ’ τη λασπαριά πού’ταν χουμένου κ’ έρχονταν γκουρλίζουντας ↴↴↴

με τη σούρλα, για φαϊ. Όλο αυτό το κουμαντάρζμα γένουνταν για να το θρέψουμε, να’ντου παχύ τα Χριστούγιννα.
Σα γιορτή τα Χριστούγεννα, εμείς τα παιδιά, άπ’ τη γουρνουχαρά τα καταλαβαίναμε. Η γουρνουχαρά ξεκινούσε άπ’ την παραμονή. Ξυπνούσαμε άπ’ τ’άγρια χαράματα. Έναν ουλάκιρου χρόνου καρτιρούσαμαν πως κι πως αυτήν την ώρα, για έναν κυρίως λόγο. Για τη φούσκα! Για το περιζήτητο αυτό εντόσθιο άπ’ του γρουνουκλέτσ(ι).

Απού βραδύς έλεγα στη μάνα: « Σα σκουθείς ισύ του προυί, ξύπνα κι μένα, μη σφάξουν του γρούν(ι), να προυκάνου να πάρου γω τη φούσκα.»
Ο πατέρας με καναδυό γειτόνους, τραβούσαν το γρούν(ι) άπ’ τουν κουρύτου, με μια τριχιά περασμένη θλια στο λαιμό του, το πιάναν άπ’ τα πουδάρια κι του κουλτουμπούσαν στου πλάι.

Η Κώτσιους του Μιχάλ(η) στα πρώτα χρόνια κι πίσου-πίσου η Ρώσους, ήταν με το μαχαίρι στο στόμα. Του γρούν(ι) έσκουζι διμουνιασμένα κι βαζουκουπούσι η τόπους ούλους. Σε λίγο η Ρώσους έμπηγι με δύναμη τη λεπίδα στο λαιμό του, το σκούξιμο γένουνταν χουρχούρσμα, το αίμα πιτάχνουνταν ζαρζάνα, τα χιόνια δίπλα κατακουκκίνζαν και όλα ησύχαζαν. Ακούγονταν όμως τα σκουξίματα άπ’ τ’άλλα τα γρούνια, στους γύρο μαχαλάδις, π’αγουνιώνταν να γλιτώσουν του μαχαίρουμα.

Μετά το σφάξιμο η μάνα έβανι θυμιάμα απάν σ’ αναμμένα κάρνα κι θυμιάτζι το γρούν(ι) κοντά στον κομμένο λαιμό, αφού πρώτα το’χουνι στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια, το μπροστινό πουδάρι τ’, σα να του δάκουνι.
Ικεί σ’μα, δίπλα στον τοίχο στ’απόγουνου, για να μη την παίρν(ει) τ’ανιμουβόρ(ι) και το χιόνι, ήταν αναμμένη φωτιά, μ’ένα μεγάλο μαύρο καζάνι απαναθέ, απού’χι μέσα νερό που χούχλαζι.
-«Α σύρι ικείια στου καζάν(ι) κι τήρα αν χλιάθκι του νιρό», θυμώμι που μ’είπι νια χρουνιά η μάνα μ’.

Άμ’ καλά έκανα ’γω κι δε την ακούσα τις πλιότιρις τσι φουρές, αλλά τότις πέτχι να την ακούσου! Δε του είδα να φουρφουλίζ(ει) κ’έχουσα του χέρι μ’ ως τουν αγκώνα μέσα, μαζώνουντας κιόλας η χλιάρας τα μανίκια να μη βραχούν.
Κα-τα-ζμα-τί-σκα !!!

Μέσα σ’αυτό το καυτό νερό, έριχνε η μάνα του κιφάλ(ι), τα πουδάρια κι τη νουρά άπ’ του γρούν(ι) για να ζματ’στούν και μ’ένα αλαφρό ξύσιμο μετά, με το μαχέρι, να βγουν οι τρίχες.

Ικείν(η) τη χρουνιά ούτι φούσκα φχαριστήθκα, ούτι τίπουτα!

Στις άλλες, τις καλές τώρα…

...Η ώρα που καρτιρούσα ούλου κι σίμουνι. Άπ’ του μαχαλά πλάκουσαν κ’ένα σουρό άλλα παιδιά για τη φούσκα.

Η μπαρμπαΚώτσιους τρουχούσι τη μαχέρα σι νια πέτρα κι ξέκλιαζι του γρούν(ι). Α κι μεις αγουνιώμασταν τότις σπρώχνουντας, να ζγώσουμι όσου πιο σμα μας αφήναν.

-«Τραβάτι παρακείθι αρά σουϊάδις…» χούιαζι η Ρώσους, «…σφ’ρι στα κιφάλια μας γίνκαταν!»

-«Ου, α! Αναμιρνάτι λίγου αρά πιδούλια, αμπουδάτι!» φώναζε κ’η μάνα μ’. Ιμείς παραμιρνούσαμαν νια δρασκλιά, αλλά είχαμαν τα μάτια μας δικατέσσιρα για του πότις θα χώσ(ει) η Ρώσους τα χέρια μέσα στου ξικλιασμένου γρούν(ι) για να μας απιτάξ(ει) τη φούσκα. Όποιος πρόφτινι πρώτος, την άρπαζε στον αέρα κ’έκουβι πέρα αλαλάζουντας:

-«Ωώ-ω,ω, την πήρα, την πήρα, ιλάτι!»

-«Φούσκουστην, φούσκουστην», φώναζαν οι άλλοι κουσεύουντας απού πίσου. Απάν στο δρόμο, στη Βρύσ(η) έσμιγι του πιδουμανιό και όλοι μαζί κυνηγούσαμαν στον αέρα τη φουσκουμένη φούσκα. Κουντότιρα π’αρχίνσαν τα μαγαζιά να π’λαν χρουματιστά μπαλόνια, σιγά μη νοιάζουνταν καένας για τη γρουνίσια τη φούσκα!

Στου γρούν(ι) ματαγυρνούσαμαν, να χαζέψουμι. Η Ρώσους το’βγανι τ’άντιρα, τουν κουλιά, του βασιλόξυγκου κι τ’άλλα λιάκατα κ’ύστιρα το ’γδιρνι. Το γδάρσιμο ήθελε τέχνη και μαστοριά γιατί έπρεπε όλο το
λίπος ν’απουμείν(ει) στο σώμα κι να ξικουλίσ(ει) μαναχά του τουμάρ(ι), δίχως όμως να σκιστεί γιατί απ’ αυτό, αφού πρώτα τ’άργαζαν να μαλακώσει, φκιάχνουνταν τα γουρνουτσάρχα και τα ασκιά που βάναν τα τσίπρα.
Μετά τεμάχιζε ο πατέρας το σφαχτό στα τέσσερα. Κάθε κομμάτι είχε κι του πουδάρι τ’ για να μπορεί να κριμνιέτι στου τσιγκέλ(ι). Απουκείς μιτά έκουβαν τσι πλιβραμιές.

Η μάνα με τη γιαγιά τη Λισάβου καταπιάνουνταν ύστερα μ’άλλες δ’λειές. Έφκιαναν αβγουκλούρις, ζμώναν κ’έψναν στη γάστρα τα πρόσφουρα, έβραζαν στιάρ(ι) για να σκώσουν την άλλη μέρα του ύψουμα κι ανακατώνουνταν μ’ένα κιιαμέτ(ι) άλλα χουσμέτια.
Τα βράδια με τα κρύα μαζουνώμασταν όλοι οικογενειακώς τρόιρα άπ’ τη γουνιά. Στο δωμάτιο το μαντζάτο, τις καθημερινές είχαμαν ένα φέξου, ένα γκαζουκάντλου, όταν όμως έφταναν γιορτές, όπως αυτές τις μέρες, κατέβαζε ο πατέρας άπ’ το μαγαζί τη λάμπα, την άναφτι μι πιτρέλιου κι λαμπουκουπούσι το δωμάτιο.


Το βράδυ της παραμονής κουβαλούσε άπ’ το κατώι τα μεγαλύτερα κούτσουρα και η φωτιά έφτανε ως απάν στη τσιατή, μέσα άπ’ του μπουχαρή. Εμείς παράχουνάμαν κάστανα στη χόβουλ(η) στη γουνιά κι φχαριστιώμασταν ματσιάλσμα. Μας άριθι να σγουνιάζουμι ικεί σμα στη θράκα, με τη μάσια ή την ξύστρα στα χέρια, να σιμπάμι αράδα τα κτσούρια για ν’απιταχτούν ως απάν σύγνιφου οι σκαντζαλήθρις ν’αμπουδήσουν τα καρκαντζούλια να μπουν στο σπίτι άπ’ του μπουχαρή.

Τα παιδιά ζούσαμε τότε με τα καρκαντζούλια! Όλα όσα μας αφηγούνταν οι μεγαλύτεροι, ένα φόρτουμα ιστορίες και παραμύθια, τα χάφταμε και τα πιστεύαμε για αληθινά.

Τα φανταζόμασταν μικρά στο ανάστημα, με μεγάλη γρίμπα, στην πλάτη, κατάμαυρα πίσσα στο χρώμα, τριχωτά, κακομούτσουνα, με πονηρά σπινθηρωτά μάτια, μακριά γυριστά βρουμιάρκα νύχια, στραβά κουκαλιάρκα τριχουτά πουδάρια με κατσικίσιες οπλές, γυριστή διαουλίσια νουρά, ντιπ ξιμπλέτσουτα να τρυπώνουν μέσα στα σπίτια κατεβαίνοντας άπ’ τσι μπουχαρήδις και να φκιάνουν ένα κάρου ζαγαλιές! Να λερώνουν με κόπρια κι ασχασιές τα δωμάτια, να ξιστρώνουν κι ν’αλαμανάν τα στρουσίδια στα κρεβάτια, να χύνουν το κρασί, να κατ’ράν στα τιντζιρέδια, να κουλουγυρνάν κι να κατατρυπάν τα γκιούμια με το νερό, να τσιουμπάν τον κόσμο στον ύπνο κι να φκιάνουν ούλις τσι μουρλαμάρις κι ξισουϊφτιές που μπορεί κανείς να φανταστεί!

Αργά το βράδυ, πότε με παγωνιά κι κουκάλα τέτοια, άπ’ να κρέμουντι δυο μέτρα τα σπαθιά στα κεραμίδια, πότε πάλι μι τουν τρικάλ(η) να θιρίζ(ει), όλο το χωριό τραβούσι κα την εκκλησιά, για τη λειτουργία. Υπήρχαν φορές που το χιόνι άπ’ τ’ανιμουσούρ(ι) πιρνούσι τα δυό μέτρα! Τίποτα όμως δεν έκλεινε τον κόσμο στο σπίτι του…Ήταν η γέννηση του Χριστού.

Η γέννηση του Χριστού!

Ήξερα όλη την ιστορία από’ξου κι ανακατουτά απ’ τις ατέλειωτες
διηγήσεις της γιαγιάς, για τους μάγους, το άστρο λαμπρό, τον Ηρώδη…
Σα γυρνούσαμε σπίτι μας, ξιρουγλύφουμάσταν μικροί-τρανοί για την τηγανιά, νιας κ’έπαβι η νηστεία κι τη σταφλαρμιά τη μπιζέρσαμαν.
-«Ίι χα, τώρα πέρα τσι Απουκριές θα ματακρατείστι κι δε θ’αρτιθείτι,
ους τότι θα ξικλιαστείτι λουκάν’κα!» μας έλεγε η γιαγιά.
Τα λουκάνικα ήταν άλλη μία ευχάριστη ασχολία αυτών των ημερών.
Η μάνα ξιπάστουνι το γρούν(ι), έβαζι σ’άλλα τιντζιρέδια τον παστό, σ’άλλα το ψαχνό κρέας κι αλλού τα κόκαλα. Ο παστός, σκέτ(η) λίπα ήταν, καπ-καπ όμως είχε μέσα κι κάνα κουμματάκ(ι) κρέας. Καθισμένοι σταυρουπόδ(ι), γύρο άπ’ την τάβλα, κόβαμε τον παστό σε μικρά-μικρά κομμάτια και τα ρίχναμε σ’ένα τέντζιρα. Τον έβανι στη φωτιά η μάνα κι τα κουμματάκια έλιωναν, ανάδουναν κι γένουνταν παχύρρευστη λίπα. Όσα είχαν λίγου κριιατάκ(ι) μέσα κι δεν έλιουναν, γίνονταν τραγανστές τσιγαρίδις. Τη καθαρή λίπα την άδειαζε η μάνα σι μσούρις, κ’ ικεί μέσα προυτού πήξ(ει) η λίπα, έβαζε βρασμένα κουμματάκια άπ’ το κεφάλι, τα πουδάρια, την κλια κι τη νουρά για να γίνουν τα πατσιά.
-«Δίχους τη νουρά, δε πήζουν τα πατσιά!» διάταζι η γιαγιά.

Μέσα στις μσούρις με τη λίπα, έβαναν και λουκάνικα, κρέας κι τσιγαρίδις για να τρώμε παστραμιά ως πέρα τη Πασχαλιά, πρώτης τάξεως ψυγείο.
Για να φκιάξουμε τα λουκάνικα καταπιάνουμάσταν μικροί-τρανοί. Στην τάβλα ξιφλούδζαμαν τα πράσα κι τά’κουβάμαν με τα μαχαίρια κουμματάκια, ενώ για νοστιμιά το ίδιο κάναμε και σε φλούδες από πορτοκάλια. Στουμπούσαμαν μετά με γουδουχέρια το κρέας και όλο αυτό το πολτό, μαζί με μπόλικο αλάτι και πιπέρι τ’ανακάτουνάμαν πλαθιάζουντάς του, όπως το προυζύμ(ι) κ’έτσια γένουνταν η ζαϊρές.

Η Σουκράτ’ς κι γω, δε χορταίναμε να τρώμε ζαϊρέ ψημένο στα κάρνα. Μουσχουβουλούσι το δωμάτιο. Έγλιπι η γιαγιά η Λισάβου ιμένα κι του Σουκρατάκου τ’ς να χλαπανάμι τουν πιρίδρουμου κι φχαριστιώνταν αυτή πλιότιρου απού μας.

-«Φτου να μη μασκαθείτι, αγιέμ…» έλεγε «…Χαμ μούρις, χαμ κράνια κιένα γιδουπόδαρου κι ένα καύκαλου κουρκούτ(ι) κι κουμμάτ(ι) άπ’ τη γειτόνσσα κια ’κόμα να χουρτάστι!»

Με το ζαϊρέ γιόμζαμαν τα πλυμένα και φουσκουμένα άντιρα και έτσι είχαμαν λουκάνικα. Στα πρώτα χρόνια τα γεμίζαμε μι του κουκαλάρ(ι). Μας πιάνουνταν τα δάχ’λα στουπώνουντας κι ματαστουπώνουντας στ’άντιρα το ζαϊρέ, γιατί έπρεπε οι θλιες να είντις τσιτουμένις. Μετά όμως απού καναδυό χρόνια, μ’έστελνε η μάνα μ’, κατ’ στη θκια την Πηνιλιά κ’έπιρνα τη σιδηρένια τη μηχανή άπ’ γυρνούσι με το χέρι κι γέμζαν οι θλιες στου πι κι φι.

Αυτές τις θλιες τις κριμαντζουλούσαμαν στις τέμπλις άπ’ στέργιουνάμαν στου νταβάν(ι). Ικεί απουμέναν τα λουκάνικα κριμασμένα ως π’να στιγνώσουν κι να ξηραθούν. Δε καλουσκιρνούσαμαν προυτού να φύβγουν τα καρκαντζούλια, ως τα Φώτα, ’πό’ρχουνταν η παπαΚώστας κι ράντ’ζι τα δωμάτια με αγίασμα. Μετά τα Φώτα είχαμε το ελεύθερο, να κόβουμε άπ’ τις απλωμένες θλιες και να ψένουμι στ’αναμμένα στη γουνιά κάρνα. Ικεί μέσα παράχουνάμαν στη σπρούχν(η), πότις κιφάλια από σκόρδα, πότις πατάτες, κρουμμύδια, κάστανα κι αρβίθια. Έφκιανάμαν ικείς καλαμπουκούκια κι πυρουμάδις κρατσιανστές κι τσι ρουκάνζαμαν ταλαίμαργα.

Η τάβλα αυτές τις γιορτινές μέρες ήταν βίγκα από πίτες. Λαχανόπτις, τραχανόπτις, προυζμόπτις, γαλατόπτις, βλαχόπτις, σταχτουκλούρις… Είχε πλαστό κι μπουμπότα… Είχι γλυκίσματα ένα σουρό, ριτσέλια, δίπλις μι πιτμέζ(ι), ριζόγαλα, κρέμις κι δε σμαζέβιτι!

Οι τρανοί γκλαγκανούσαν με τις ώρες κρασί, πότις μαύρο, πότις κόκκινο, έτσουζαν κι καμπόσα πουτηράκια τσίπρου, άπ’αυτό πό’φκιανι η πατέρας στου καζαναριό του Κουσταβάρα.

Τις μέρες αυτές, θ’απιρνούσαν απού καταή ούλ(οι) οι μπαρμπάδις κι οι συγγινίδις, για χρόνια πουλά, για ένα τσιπρουπότηρου κι για να δουν τη Λισάβου.

-«Άι μαρή Λισάβου, βάλι νια τύφλα άπ’ του μαύρου, έτσια για του καλό τσι γκαβουχρουνιάς!» έλιγι αναστινάζουντας η Γληγόρ’ς…  

Επιμέλεια: Δήμητρα Αναστασίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *