Την περίοδο της δεκαετίας τού 1950-1960
και λίγο αργότερα, όταν στην Παλιουριά υπήρχαν μόνο γραμμόφωνα και αυτά
πολύ λιγοστά (2-5) οι κάτοικοι δεν είχαν πολλές επιλογές για
διασκέδαση. Ένας τρόπος διασκέδασης ήταν το νυχτέρι ή νυχτέρια. Ο φωτισμός
λιγοστός, μια γκαζόλαμπα, άντε και μια χειρόλαμπα δίπλα στο μπουχαρί (τζάκι).
Οι γυναίκες κυρίως, αλλά και οι άντρες μαζί, μαζεύονταν παρέες - παρέες ↴↴↴
στα
σπίτια (συνήθως κρατούσαν και κάποια σειρά) για να νυχτερέψουν.
Η οικοδέσποινα της βραδιάς, αλλά και οι
καλεσμένοι ετοίμαζαν διάφορα εδέσματα για να περάσει πιο ευχάριστα η νύχτα,
όπως πίτες, κουλούρια, έτρωγαν ψημένα ρεβίθια, κουκιά, καλαμπόκι βρασμένο
και πατάτες στη χόβολη. Με τη μάζωξη οι γυναίκες έγνεθαν, έπλεκαν κι
άκουγαν ιστορίες που έλεγαν οι άντρες. Όποιος ήξερε φλογέρα την είχε πάντα μαζί
του και τους συντρόφευε κάνοντας την ατμόσφαιρα χαρούμενη.
Οι γυναίκες έπλεκαν φανέλες, κεντούσαν τα
σκουτιά και τις φούστες με λουλούδια, καγγέλια, πουλιά και γενικά ασχολούνταν
με την υφαντική τέχνη. Λανάριζαν το μαλλί, το έκαναν απάλες και δίπλες, έπειτα
το έγνεθαν στο τσικρίκι ή στη ρόκα, φτιάχνοντας τα μασούρια. Από εκεί συνέχιζαν
στις ανέμες, όπου έβαζαν το αλτσίδι και το κουβάριαζαν για να πλέξουν με
βελόνες ή το ίδιαζαν, οπότε γινόταν πιο λεπτό και με αυτό το νήμα έφτιαχναν
στον αργαλειό τα υφαντά τους. Έπλεκαν δαντέλες για σεντόνια, μαξιλάρια και
έλεγαν «ποιος θα είναι αυτός ο
τυχερός που θα κοιμηθεί στο μαξιλάρι αυτό»;
Η ώρα περνούσε με πειράγματα, ανέκδοτα
και τραγούδι. Το αδράχτι στριφογύριζε, οι βελόνες πάλευαν στα δάχτυλα των
κοριτσιών και το χτένι στον αργαλειό χτυπούσε σα να συνόδευε το τραγούδι τους.
Μετά άρχιζαν τα κουτσομπολιά: «Τα
μάθατε; Ο Γιάννης αγαπάει τη Λενιώ. Αν δεν του τη δώσουν, θα την κλέψει». Πλέκοντας
και κεντώντας τα προικιά τους, έπλεκαν και κεντούσαν τα όνειρά τους, τα όνειρα
που κάνει κάθε νέα κοπέλα για τη ζωή της.
Τα παιδιά έπαιζαν με παιχνίδια της εποχής
όπως, τριότα, εννιάρα, μπουσλίκες (βόλους), έψαχναν τίνος είναι ένα σπίτι
με λέξεις κλειδιά, Αντρόγυνο, Χουρχούβαλος (χήρος άνδρας), Χουχουιάβα
(χήρα γυναίκα), πλακίδα (μικρή κοπέλα), κουκουτσέλι (μικρό παιδί) κλπ.. Άλλο
ένα παιχνίδι ήταν τα τσιόκανα (πεντόβολα), είχαν μικρά πετραδάκια στη χούφτα
τους, τα πετούσαν ψηλά και προσπαθούσαν να κρατήσουν όσα περισσότερα πάνω στα
κλειστά δάχτυλα του χεριού τους (με τις παλάμες προς τα κάτω). Τα πιτσιρίκια
είχαν και τ’ αφτιά τους δεκατέσσερα (τσιούλα), μπας και κλέψουν κανένα
κουτσομπολιό από τους μεγάλους.
Αν στην παρέα υπήρχε κάποιο μικρό παιδί
που δεν μπορούσε να κοιμηθεί άρχιζαν να το τραγουδούν:
Του κουρίτσι μου του ρούσου
θα τ’ αλλάξου θα του λούσου
θα του στείλου στη δασκάλα
να ‘ν καλύτηρου από τ’ άλλα.
Έχει ου βασιλιάς πιδί
έχουμι κι ιμείς κουρίτσ’.
Θέλ’ να τα παντρέψουμι
μα ιμείς δεν τιριάζουμι
κι γι’ αυτό δε σμπιθιριάζουμι.
Οι ανύπαντρες περίμεναν να έρθει η γιορτή
των Αγίων Θεοδώρων, για να βάλουν σιτάρι κάτω από το μαξιλάρι τους, για να δουν
στον ύπνο τους ποιόν άνδρα θα πάρουν.
Το νυχτέρι ως τρόπος διασκέδασης
είχε την αξία του, διότι διατηρούσε τη ζεστασιά στις σχέσεις των ανθρώπων και
τους έφερνε πιο κοντά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου