-Παροιμία είναι ένα σύντομο απόφθεγμα που εκφράζει
(τις περισσότερες φορές με αλληγορικό τρόπο) ισχυρισμούς που αποτελούν το
απόσταγμα μακράς πείρας πολλών ανθρώπων και έχουν άμεση σχέση με το καλό ή το
κακό, ζωή ή θάνατο, νιότη ή γηρατειά, καταγωγή, υγεία, τύχη,
φτώχεια, κ.λ.π. -Έτσι, οι παροιμίες προσλαμβάνουν πολλές φορές ↴↴↴
διδακτική σημασία. Διακρίνονται από ζωηρή και πλούσια σε εικόνες φαντασία, ενώ τις περισσότερες φορές έχουν τη μορφή κάποιου δίστιχου.
διδακτική σημασία. Διακρίνονται από ζωηρή και πλούσια σε εικόνες φαντασία, ενώ τις περισσότερες φορές έχουν τη μορφή κάποιου δίστιχου.
-Οι πηγές παραγωγής των παροιμιών ποικίλουν: Μία παροιμία
μπορεί να προέρχεται από κάποιο λαϊκό μύθο ή από κάποια φράση ενός
ιστορικού ή όχι προσώπου, να σχετίζεται με κάποιο ιστορικό γεγονός, να
αντλείται από τους στίχους ενός λαϊκού τραγουδιού κ.α.
-Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και οι παροιμίες έχουν
περάσει στο υποσυνείδητο του κόσμου σαν λαϊκή σοφία, δεν παύουν να αποτελούν
και αυτές με την σειρά τους ένα είδος λογικής πλάνης.
-Όπως και να έχει οι παροιμίες αποτελούν συσσωρευμένη
εμπειρία χιλιάδων ανθρώπων και μπορούν σίγουρα να εμπλουτίσουν τις γνώσεις του
καθενός αλλά θα πρέπει να περνάνε και από περαιτέρω προσωπική ανάλυση, όπως και
οτιδήποτε άλλο που βρίσκει «αληθοφάνεια» είτε σαν γνώση των πολλών είτε
σαν άποψη της αυθεντίας.-
Ακολουθούν παροιμίες:
- ΄Ολοι γιλούσαν μι τι μένα χάνουμαν κι 'γω στα γέλια
- Τη τουν λείπει τουν κασιδιάρ'ι σκούφια μι μαργαριτάρ'ι
- Του σκλι που γαυγίζει μην του φουβάσι
- Του μηρμήγκι άμα θέλι να χαθεί απολνάει φτιρά
- Πάρι φτσέλα του Γινάρι κι κάπα του Μάη
- Θες δάγκου και ρούφα, θες τρίψε και φάε.
- Σαράντα Γιάννδες ινος κοκόρ γνος
- Θεε μ' δωσ΄μου. Ταράξ και να σι δώσου!
- Το γκόλους βαζ για μάγειρα, σκατά φαϊ θα φας
- Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι
- Τον αράπη κι αν το πλένειςτο σαπούνι σου χαλάς
- Δικαπέντσεν ου Αύγουστους, πυρώσ' κι μην αντρέπισι.
- ΄Οπως εστρσες θα κοιμηθεις.
- Στου κουφου την πορτα οσο θελεις βροντα.
- Ο καλος ο νοικοκυρης πριν πεινασει μαγειρευει.
- Μιγαλουσι του γουμάρ μίκρινι του σαμάρ
- Εμ γαλάτα εμ μαλάτα κι τ’ αρνιά θυλκά δε γίνιτι
- Του μόλαβο τ’ αρνί τρώει από δυο μάνες
- Όποιος με τα πίτουρα ανακατεύεται τον τρών οι κότες
- Όποιος μπδάι πουλά παλούκια τουν μπέν κι ένα στουν κώλο
- Μικρό σκατό μεγάλη βρώμα
- Του σαμάρι φταίει του γουμάρι κρούς.
- Ακόμα δε γίνκι του χουριό, κόνιψαν οι ζηκλιαραίοι
- Ιγώ π'δεν κρένου π'δεν λαλώ ιγώ θα πάρου του γαμπρό.
- Μικρός διάουλους τρανά τσαρούχια.
- Να φουβάσι απού κινούργιου νοικουκύρι κι απου παλιό ζηκλιάρη.
- Χουριό που φαίνιτι κουλαούζου δεν θέλει.
- Νηστικό αρκούδι δε χουρεύει.
- Ξυσ'ς κι κακουπόριψι τ'Αϊ Γιουργιού θα φέξει.
- Δεν φτάνει που ψόφισε του γουμάρι τι ζλάπι θα δώσουμε στον κόσμο.
- Κάποιος δεν είχι που να μείνει χάλιβι και στου παπά του σπίτι.
- Οξου απ'του χουρό πουλά τραγούδια ξέρεις.
- -Εχ'ς θιό; -Ναι. -Εχ'ς παραθιό; -Οχι. -Ουτι θιό εχ'ς.
- Αυτό είνι άλλου Παπά Ευαγγέλιου.
- Απ τα μουλουχτά τα σκλιά να φουβάσει.
- Γιαννς κυρνάει Γιαννς πίνει
- Δυο γουμάρια μάλουναν σι ξένου αχυρώνα
- Άπιαστα πουλιά χίλια στον παρά
- Οι παπάδες οι φαγάδες έχουν τρία στόματα, μ΄π ένα πίνουν, μ΄ένα τρώνε και με τάλλο ρωτούν μήπως πέθανε κανένας.
- Την πασκαλιά να ‘χα να ‘τρωγα κι΄ απόπασκα φορούσα
- Στον πάτο (τέλος) ξυρίζουν τον γαμπρό.
- Τέτοιος φίλος τέτοια πίτα
- Όποιος ανακατεύεται με τα πίτρα τον τρώνε οι κότες.
- Μου λείπ΄η σέλα του βρακιού τα δυό τα ποδονάρια
- Το χωριό καίγονταν και η πουτάνα λούζονταν.
- Ρήνια (ειρήνη) – μόνοια (ομόνοια) για να σκάσουν τα δαιμόνια.
- Κάλια ρίγανη και αγάπη παρά ζάχαρη και γκρίνια.
- Ας είναι το τζάκι στραβό ο καπνός να παένει καλά.
- Πάρε νύφη από τζάκι και σκυλί από κοπάδι.
- Φτώχια στο σπίτι γκρίνια στη φαμίλια.
- Νάκαναν όλες οι μύγες μέλι θα ‘τρωγαν και οι γύφτοι με τα χουλιάρια.
- ‘Εχω ράμματα για την γούνα σου.
- Είχαμε κακά τη γριά μας φάσκιωσε και ο γέροντας.
- ‘Ενας πατέρας φυλάει δέκα παιδιά, δέκα παιδιά δεν φυλάνε έναν πατέρα.
- Χαρά χωρίς σφαχτό δεν γίνεται.
- Χατήρ΄τουν ‘ένα χατήρ΄τουν άλλουν κάνα πιδί απ’ τον άντρα μ.
- Κατά τον καιρό και το χορό.
- Μάτια λαίμαργα ψυχή χαμένη.
- Ο άνθρωπος ό,τι μπορεί κι ο Θεός ό,τι θέλει.
- Όσο βαραίνει ένας άνθρωπος, δε βαραίνει ο κόσμος όλος.
- Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.
- Κάμεις καλό, κάμεις κακό, θα ’ρθει γυρεύοντάς σε.
- Και με τα χίλια βάσανα, πάλι η ζωή γλυκιά ‘ναι.
- Καλή ζωή, κακή διαθήκη.
- Ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο.
- Δε με θλίβει που πεθαίνω, μα που όσο ζω μαθαίνω.
- Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο δε φοβάσαι.
- Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ' ένα τραπέζι σμίγει.
- Ο άδειος ο τενεκές κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο.
- Μοναχός σου μήτε στον παράδεισο.
- Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο.
- Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια.
- Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ’ αφήνει.
- Έβαλε ο διάολος την ουρά του.
- Του άγιου άναβε ένα κερί και του διαβόλου δέκα.
- Μήτε το διάολο να δεις, μήτε το σταυρό σου να κάνεις.
- Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι έδερνε τα παιδιά του.
- Όποιος τρώει με το διάβολο, πρέπει να ‘χει μακρύ κουτάλι.
- Απ’ του διαβόλου το μαντρί, μήτε ‘ρίφι μήτε αρνί.
- Άναψε τ' αγίου δυο κεριά και του δαιμόνου πέντε.
- Τάξε στην Παναγιά κερί, του διάβολου λιβάνι.
- Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε.
- Ο θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.
- Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
- Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.
- Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
- Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.
- Τα στερνά νικούν τα πρώτα.
- Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
- Κυριακή κοντή γιορτή.
- Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσα, πέρασε η μέρα.
- Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
- Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.
- Εφτού που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ‘ρθεις.
- Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
- Ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο.
- Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα.
- Του γέρου σκόνταμμα, του χάρου μήνυμα.
- Και του γέρου τα παιχνίδια, σα νερόβραστα κρεμμύδια.
- Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει.
- Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
- Ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια.
- Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα.
- Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο.
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
- Να ‘σαι καλά τον Αύγουστο που ‘ναι παχιές οι μύγες.
- Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
- Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
- Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
- Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
- Μάης βρεμένος, μούστος μετρημένος.
- Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, όλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.
- Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
- Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι.
- Τ’ Αυγούστου και του Γεναριού τα δυο χρυσά φεγγάρια.
- Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
- Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά στάρι.
- Μάης άβροχος, μούστος άμετρος.
- Μάη μήνα μη φυτέψεις, Μάη μη στεφανωθείς, Μάη μήνα μη δουλέψεις, Μάη μην ταξιδευτείς.
- Να ‘μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το Γενάρη
- Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον το ζευγά που’ χει πολλά σπαρμένα.
- Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν τ’ Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει.
- Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε και πάλι ξαναχιόνισε.
- Πέρσι έκλασε, φέτος βρόμισε.
- Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.
- Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο
- Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
- Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
- Πάω αργά γιατί βιάζομαι.
- Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
- Στη βράση κολλάει το σίδερο.
- Η σκύλα από τη βιάση της τα κάνει στραβά τα κουτάβια της.
- Μην κουνάς τα πόδια σου πριν ανεβείς στο γάιδαρο.
- Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε.
- Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
- Το γοργόν και χάριν έχει.
- Η κότα όταν έρθει το αβγό στον κώλο της ψάχνει για φωλιά.
- Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.
- Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ-Θανασιού, του βλάχαρου ο χειμώνας.
- Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.
- Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
- Αϊ-Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
- Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι.
- Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.
- Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
- Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
- Πάν’ τα σύννεφα στην Πάτρα, πάν’ τα ρέματα γιομάτα.
- Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
- Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται.
- Ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει.
- Μάης βρεμένος, μούστος μετρημένος.
- Μάης άβροχος, μούστος άμετρος.
- Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, όλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.
- Αϊ-Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.
- Αν δεν αστράψει, δεν βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
- Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.
- Σα τσακουματίζουν τ' άστρα , δέσε πιο καλά τη βάρκα.
- Χιόνια που δε λιώνουν κι άλλα περιμένουν.
- 'Ορθιο το φεγγαράκι ξαπλωτός ο βαρκάρης.
- Ας είναι η δύση καθαρή κι η ανατολή ας αστράφτει.
- Ήλιος και βροχή παντρεύονται φτωχοί, ήλιος και χιόνι παντρεύονται αρχόντοι.
- Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον το ζευγά που’ χει πολλά σπαρμένα.
- Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
- Βρήκες καιρό, αρμένιζε, καιρό μην περιμένεις γιατί ο καιρός τα πράγματα δεν ξέρεις πώς τα φέρνει.
- Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται.
- Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει.
- Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
- Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά.
- Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
- Το αίμα νερό δεν γίνεται και άμα γενεί, δεν πίνεται.
- Διψάει η αυλή του για νερό κι αυτός αλλού ποτίζει.
- Θάλασσα, πικροθάλασσα και πικροκυματούσα.
- Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι.
- Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει.
- 'Ορθιο το φεγγαράκι ξαπλωτός ο βαρκάρης.
- Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
- Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά.
- Η νύχτα βγάνει επίσκοπο, η αυγή μητροπολίτη.
- Αμαρτίες πο ‘χεις άντρα και ξυπνάς τη νύχτα πάντα.
- Η νυκτερίδα κι ο λαγός και δαίμων και αγάπη
- τα τέσσερα δαιμόνια την νύκτα ου κοιμούνται.
- Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά.
- Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
- Μην παίζεις με τη φωτιά.
- Πάει ανάποδα, σαν τον κάβουρα.
- Σαν τη γελάδα την κοπριά.
- Να ‘μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το Γενάρη
- Καθενός η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
- Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δέκα μέτρα.
- Άμα πεθάνω εγώ, φούρνος να μην καπνίσει.
- Άμα το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες…
- Το ήμερο τ’ αρνί βυζαίνει από δυο μανάδες και το άγριο δε βυζαίνει ούτε απ’ τη μάνα του.
- Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
- Καλά είναι τα γράμματα, μα να ‘χει νου και γνώση.
- Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος.
- Όχι Γιάννης, Γιαννάκης
- Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.
- Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε.
- Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
- Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι ο τσάκαλος τη χάρη.
- Στο μπόι σου βρίσκεις, στη γνώμη σου δε βρίσκεις.
- Άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό του.
- Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
- Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
- Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
- Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιος και θυγατέρα.
- Παπά παιδί, διαόλου εγγόνι.
- Σόι πάει το βασίλειο.
- Το σόι σώζεται.
- Το αίμα νερό δεν γίνεται και άμα γενεί, δεν πίνεται.
- Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
- Η αλεπού εκατό χρονών, τ’ αλεπουδάκια εκατόν δέκα.
- Οι κάμποι τρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.
- Πάρε σκυλί από μαντρί, γυναίκα από σόι.
- Δες μάνα και πάρε κόρη.
- Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.
- Αδύνατο `ναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι και του χωριάτη το παιδί νάχει αρχοντιά και τάξη.
- Μη μου πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου είναι κοντά, και ξέρω τίνος είσαι.
- Χωριάτη άγιο κι αν ιδής, ποτέ μην προσκυνήσεις, κι αν τον ιδής και ‘πίσκοπο, χέρι μην του φιλήσεις.
- Πάντα ξεχνά η πεθερά πως ήτονε και νύφη.
- Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
- Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.
- Όλοι γελούσαν με τ’ εμένα χάνουμαν κι εγώ στα γέλια
- Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
- Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
- Άμα ξαναγίνω νύφη, ξέρω να χαμογελώ.
- Όταν γελάς μη σκέφτεσαι, μα όταν κλαις το ίδιο.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
- Από ‘ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
- Άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα.
- Μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος.
- Τα πάχη μου, τα κάλλη μου.
- Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα.
- Άλλαξε ο Μανωλιός, έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
- Φυλάξου από άνθρωπο σπανό και μαλλιαρή γυναίκα.
- Η αρρώστια και η αρχοντιά φαίνονται από μακριά.
- Άντρας ο καλύτερος τσάχειλας και μύταρος.
- Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.
- Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι.
- Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
- Μάτια και φρύδια έβλεπα και πίστεψα ο καημένος, μα την καρδιά δεν έβλεπα και βγήκα γελασμένος.
- Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος τον πονεί.
- Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα.
- Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος.
- Όποιος λέει τον πόνο του, βρίσκει τη γιατρειά του.
- Κώλος που κλάνει γιατρό δεν βάνει
- Όποιος ρέβεται και κλάνει τελευταίος θα πεθάνει
- Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουσθείς, αν θέλεις να προκόψεις.
- Κρύα χέρια - ζεστή καρδιά.
- Το στενό σπίτι θέλει φαρδιά καρδιά.
- Πολλές φορές η λογική με την καρδιά μαλώνει, γιατί το θέλει η καθεμιά δικό της το τιμόνι.
- Ο διακονιάρης τα μπροστινά σακούλια βλέπει.
- Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
- Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
- Όσους βλέπει ο παπάς, τόσους και θυμιατίζει.
- Εμείς το λύκο βλέπουμε, πούθε πάν’ τ’ αχνάρια του.
- Η καμήλα την καμπούρα της δεν την βλέπει.
- Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει.
- Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές.
- Να ‘χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.
- Πουτάνας τύχη δεν χάνεται.
- Αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει.
- Όποιου του μέλλει να πνιγεί, δεν πάει από κρεμάλα.
- Ο Θεός άλλους έπλασε και άλλους έκλασε.
- Όποιος έχει τύχη, γεννάνε και τα κοκόρια του.
- Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
- Που γραψ’ ο Θεός ξεβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάζει
- Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος.
- Άλλος μαυρομάτα και άλλος τσιμπλομάτα.
- Του φτωχού τ’ αρνί κριάρι δε γίνεται.
- Ρόδα είναι και γυρίζει.
- Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.
- Όταν η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις.
- Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
- Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
- Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φά’ το.
- Μεγάλο θάμα, τρεις μέρες.
- Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!
- Αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα.
- Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν’ οι κότες.
- Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι.
- Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα.
- Βουνό με βουνό δεν σμίγει.
- Κατά φωνή και γάιδαρος.
- Εχύθηκε το λάδι μας κι εμπήκε στο πιθάρι μας.
- Αλλού βαράν τα κρόταλα κι αλλού χορεύει η αρκούδα.
- Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που ‘χω.
- Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι.
- Κάθε ημέρα δεν είναι τ’ Αϊ-Γιαννιού.
- Πώς πάν’ αράπη τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
- Στολίστει η νύφη κι απόμεινε.
- Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
- Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι.
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.
- Πολύ κο-κο και κανένα αβγό
- Μούντζω κατά του Κουρουνιού, σπάσανε οι μπογάνες.
- Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του.
- Πολλή βοή στο μύλο μας, μα τ’ αλευράκι λίγο.
- Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του.
- Το πολύ ταμάχι τρώει το στομάχι.
- Αυτός που ‘χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει.
- Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.
- Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά. Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος.
- Μια στενοχώρια που μοιράζεται είναι μισή στενοχώρια.
- Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο.
- Όποιος έχει γυναίκα όμορφη, στη δημοσιά αμπέλι, ποτέ του δεν είναι ήσυχος.
- Αλί απ’ τον Αλή που ‘χασε τ’ άλογο και πιλαλεί.
- Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
- Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται.
- Χωρίς κουπιά και άρμενα, Αϊ-Νικόλα βόηθα.
- Κλαίν’ οι χήρες, κλαίν’ κι οι παντρεμένες.
- Όλοι κλαίν’ τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
- Κάλλιο να κλάψει το παιδί παρά να κλάψει η μάνα.
- Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
- Ούτε γάμος δίχως κλάματα, ούτε κηδεία δίχως γέλια.
- Σαν τη γίδα το ψαλίδι.
- Το γουρούνι το κράζουν για μαχτό και κείνο πάει για σκατό.
- Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ’ το ρέχτι.
- Φοβάται ο Γιάννης το θεριό, και το θεριό το Γιάννη.
- Ο φόβος φυλάει τα έρμα.
- Άμα δεις λαγόν εμπρός σου, τρεις φορές καν’ το σταυρό σου.
- Πώς πάνε οι στραβοί στον Άδη; ένας κοντά στον άλλονε.
- Αν φοβόταν ο λύκος τη βροχή, θα φόραγε καπότα.
- Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν ο αετός είναι από πάνω.
- Άλλος σ΄ έχεσε κι εγώ θα σε σφουγγίσω;
- Αμ’ πότε σε ξεβράκωσα και δεν ήσουνα χεσμένος;
- Ο πρωτομυριστής και πρωτοκλαστής.
- Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
- Έμαθε ξεβράκωτος και ντρέπεται ντυμένος.
- Η ντροπίτσα τρώει πετρίτσα.
- Ντράπου η κόρη, βρέθει γκαστρωμένη.
- Η δουλειά δεν είν’ ντροπή και ντροπή είν’ η τεμπελιά.
- Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
- Μισή ντροπή δική μου - μισή ντροπή δική σου.
- Παλιά αμαρτία, καινούργια ντροπή.
- Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
- Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
- Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.
- Θα πηδήξω τάτα, θα σε δω παιδάκι μου.
- Του γεωργού η δουλειά στ’ αλώνι φαίνεται.
- Δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι.
- Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
- Όσο βαραίνει ένας άνθρωπος, δε βαραίνει ο κόσμος όλος.
- Άντρας ο καλύτερος τσάχειλας και μύταρος.
- Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι.
- Όποιος πηδάει μοναχός του, κανένας δεν τον φτάνει.
- Μη μου πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου είναι κοντά, και ξέρω τίνος είσαι.
- Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.
- Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
- Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
- Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
- Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
- Ο καλός ο γεωργός κάνει το καλό χωράφι.
- Μάστορης είναι και της κατσίκας ο κώλος, [που κάνει κομπολόι την κοπριά ].
- Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι. Να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι.
- Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
- Όλα γίνονται. Μόνο του σπανού τα γένια δεν φυτρώνουν.
- Ο επιμένων νικά.
- Ο λύκος έχει το σβέρκο χοντρό γιατί κάνει μόνος τις δουλειές του.
- Η μαϊμού είδε τον κώλο της και τρόμαξε.
- Η καμήλα την καμπούρα της δεν την βλέπει.
- Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
- Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
- Ο καλός καλό δεν έχει.
- Κάμε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.
- Χίλιοι καλοί χωράνε.
- Αφού έκαμες την εκκλησιά, κάμε και τ’ άγιο βήμα.
- Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει άρα δε ζήσει.
- Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
- Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει.
- Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει.
- Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει.
- Όσο είσαι, Γιάννη, φαίνου και λιγάκι παρακάτω.
- Καλογνωμιά και ομορφιά θέλουν ταπεινοσύνη.
- Ας γυρίζει ο μύλος, κι ας τρώει ο χοίρος.
- Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
- Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
- Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη είναι.
- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου.
- Όταν σου χαρίζουν ένα γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια.
- Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
- Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες.
- Μήτε στη μέση χωραφιού, μήτε στην άκρη τραπεζιού
- Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
- Του άγιου άναβε ένα κερί και του διαβόλου δέκα.
- Αλάργα από πλώρη καραβιού και μουλαριού το κώλο.
- Κεραμίδια που δε στάζουνε, μη τα σκαλίζεις.
- Δείρ’ τονε για τ’ αβγό, να μην σου πάρ’ την κότα.
- Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια.
- Την υπογραφή σου και το κάτω το κεφάλι σου να προσέχεις που τα βάζεις.
- Η αρκούδα το κόκαλο το μετράει πρώτα στον πισινό της κι ύστερα το τρώει.
- Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
- Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
- Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
- Σταλαματιά, σταλαματιά, τρώγεται η πέτρα η πλατιά.
- Σταλαματιά, σταλαματιά, γεμίζει η στάμνα η πλατιά.
- Πέσε πίτα να σε φάω.
- Κάλλιο ένα καλό χουζούρι παρά της δουλειάς το νταβαντούρι.
- Άδουλος, δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύν’ και δένει.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Με το στόμα μπάρα-μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα.
- Με το νου πλουταίν’ η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
- Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
- Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
- Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
- Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι έδερνε τα παιδιά του.
- Άξιος είναι στο φαΐ και γρήγορος στον ύπνο.
- Όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ του δεν κουράζεται.
- Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί.
- Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
- Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
- Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.
- Θα πηδήξω τάτα, θα σε δω παιδάκι μου.
- Του γεωργού η δουλειά στ’ αλώνι φαίνεται.
- Δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι.
- Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
- Όσο βαραίνει ένας άνθρωπος, δε βαραίνει ο κόσμος όλος.
- Άντρας ο καλύτερος τσάχειλας και μύταρος.
- Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι.
- Όποιος πηδάει μοναχός του, κανένας δεν τον φτάνει.
- Μη μου πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου είναι κοντά, και ξέρω τίνος είσαι.
- Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.
- Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
- Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
- Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
- Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
- Ο καλός ο γεωργός κάνει το καλό χωράφι.
- Μάστορης είναι και της κατσίκας ο κώλος, [που κάνει κομπολόι την κοπριά ].
- Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι. Να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι.
- Όλα γίνονται. Μόνο του σπανού τα γένια δεν φυτρώνουν.
- Ο επιμένων νικά.
- Ο λύκος έχει το σβέρκο χοντρό γιατί κάνει μόνος τις δουλειές του.
- Η μαϊμού είδε τον κώλο της και τρόμαξε.
- Η καμήλα την καμπούρα της δεν την βλέπει.
- Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
- Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
- Ο καλός καλό δεν έχει.
- Κάμε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.
- Χίλιοι καλοί χωράνε.
- Αφού έκαμες την εκκλησιά, κάμε και τ’ άγιο βήμα.
- Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει άρα δε ζήσει.
- Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη
- Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει.
- Η θάλασσα είναι γαλανή μα ο αγέρας τη μαυρίζει.
- Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει.
- Ας γυρίζει ο μύλος, κι ας τρώει ο χοίρος.
- Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
- Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
- Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη είναι.
- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου.
- Όταν σου χαρίζουν ένα γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια.
- Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
- Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες.
- Μήτε στη μέση χωραφιού, μήτε στην άκρη τραπεζιού
- Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
- Του άγιου άναβε ένα κερί και του διαβόλου δέκα.
- Αλάργα από πλώρη καραβιού και μουλαριού το κώλο.
- Κεραμίδια που δε στάζουνε, μη τα σκαλίζεις.
- Δείρ’ τονε για τ’ αβγό, να μην σου πάρ’ την κότα.
- Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια.
- Την υπογραφή σου και το κάτω το κεφάλι σου να προσέχεις που τα βάζεις.
- Η αρκούδα το κόκαλο το μετράει πρώτα στον πισινό της κι ύστερα το τρώει.
- Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.
- Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
- Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
- Σταλαματιά, σταλαματιά, τρώγεται η πέτρα η πλατιά.
- Σταλαματιά, σταλαματιά, γεμίζει η στάμνα η πλατιά.
- Πέσε πίτα να σε φάω.
- Κάλλιο ένα καλό χουζούρι παρά της δουλειάς το νταβαντούρι.
- Άδουλος, δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύν’ και δένει.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Με το στόμα μπάρα-μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα.
- Με το νου πλουταίν’ η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
- Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
- Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
- Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
- Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι έδερνε τα παιδιά του.
- Άξιος είναι στο φαΐ και γρήγορος στον ύπνο.
- Όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ του δεν κουράζεται.
- Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί.
- Μικρός δαίμων μεγάλη πειρασία.
- Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ’ αφήνει.
- Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.
- Αμαρτίες πο ‘χεις άντρα και ξυπνάς τη νύχτα πάντα.
- Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.
- Αν αρτυθείς να είν’ αρνί, αν κλέψεις ναν’ χρυσάφι κι αν αγαπήσεις και καμιά, να τη ζηλεύει η γειτονιά.
- Αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του.
- Κι ο ωραιότερος κώλος, πορδές κλάνει.
- Χόρτασ’ η ψείρα και βγήκε στον γιακά.
- Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
- Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
- Το μυρμήγκι, σαν είναι να χαθεί, βγάζει φτερά.
- Έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.
- Άβρακος βρακί δεν είχε, το ‘βαλε και χέστηκε.
- Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη.
- Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι.
- Άβρακος έβαλε βρακί, σε κάθε πόρτα το έδειχνε.
- Ας με λένε Βοϊβοντίνα, κι ας ψοφώ απ’ την πείνα.
- Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.
- Είδε η ψείρα αλώνι, περπατεί και καμαρώνει.
- Εβγήκε και το τζίτζιφο και παριστάν’ το φρούτο.
- Και το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει.
- Για δέστε με, γειτόνισσες, πλεμόνια τηγανίζω.
- Άμαθος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το εθώρει.
- Όποιος ψηλώνεται, πέφτει και σκοτώνεται.
- Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.
- Ο ποντικός στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι.
- Ψηλά παπά μου τ’ άρχισες και δεν το βγάζεις πέρα.
- Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
- Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
- Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
- Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
- Να ‘χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
- Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
- Έκανε τ’ άχυρα κομμάτια.
- Όποιος πάει ανάγυρα, πάει σπίτι του.
- Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
- Στραβός στραβόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο το βράχο.
- Της νύχτας τη δουλειά τη βλέπει η μέρα και γελά.
- Τυφλός τυφλό οδήγαγε κι οι δυο στο λάκκο πέσαν.
- Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.
- Φάγαμε το βόδι κι αφήσαμε την ουρά του.
- Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
- Τον κώλο βάζει ο μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.
- Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.
- Έκαψ’ την καλύβα του να μη τον τρων’ οι ψύλλοι.
- Πάρε την κάργια οδηγό, να φας σκατό με το κιλό.
- Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι έτυχε να ‘ναι Σάββατο.
- Με τις πορδές δε βάφονται αβγά.
- Με κουβαλητό νερό ο μύλος δε γυρίζει.
- Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
- Κουτσός στον κάμπο έτρεχε να πιάσει καβαλάρη.
- Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη.
- Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.
- Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Με ήλιο τα μπάζουμε, με ήλιο τα βγάζουμε.
- Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
- Σαράντα χρόνια μάστορας και μάστορα γυρεύω.
- Χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται.
- Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
- Κλαίν’ οι χήρες, κλαίν’ κι οι παντρεμένες.
- Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι, θέλει να φάει και να πάρει.
- Καλόμαθε η γριά στα σύκα και εμπαινόβγαινε κι εζήτα
- Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
- Και γαλάτα και μαλάτα και θηλυκά τ’ αρνιά.
- Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι.
- Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
- Όλο το αυγό στην πίτα.
- Το γινάτι βγάζει μάτι.
- Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
- Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
- Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
- Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
- Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.
- Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
- Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
- Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.
- Χέστηκε ο Πολύδωρος που ‘ναι στα πόδια γρήγορος.
- Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δέκα μέτρα.
- Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι.
- Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί.
- Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
- Ας γυρίζει ο μύλος, κι ας τρώει ο χοίρος.
- Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
- Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.
- Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
- Καημό που το ‘χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι.
- Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
- Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
- Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
- Στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει.
- Του κακού, κακό μην κάνεις, το δικό του τόνε φτάνει.
- Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.
- Το μάτι σπάει την πέτρα.
- Να ‘ταν η ζήλια ψώρα, θα ξυνόταν όλη η χώρα.
- Μία αλεπού κοψονούρα, όλες τις θέλει κοψονούρες.
- Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
- Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε τον γάιδαρο αφήνει.
- Άσπρο κώλο που ‘χει η νύφη, να ‘χαμε και μεις οι γύφτοι.
- Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.
- Το γύφτο κάναν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια.
- Αν φτύσεις πάνω, φτύνεις τα μούτρα σου κι αν φτύσεις κάτω φτύνεις τα γένια σου.
- Απορία ψάλτου βηξ.
- Να σε χέσω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι να γιάνει.
- Γάτος γαμάει και γάτος σκούζει.
- Ο πρωτομυριστής και πρωτοκλαστής.
- Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.
- Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
- Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
- Ο κουφός και ο κλανιάρης πάνε δίπλα στα νταούλια
- Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
- Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάβολος δεν μ’ αφήνει.
- Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
- Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα.
- Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αετός την κλώσα.
- Έπεσε η ζάχαρη στο μέλι και κάτι τρέχει.
- Σα λείπεις απ’ το γάμο σου, άλλος γλεντά τη νύφη.
- Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
- Κάθε εμπόδιο για καλό.
- Λαγόν εσφάζαν κι έκλανε, καλά που δεν έχεζε.
- Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια.
- Και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά.
- Χαρά σ’ εκείνο το κακό, που θα ‘ρθει μοναχό του.
- Όσα βρέχει ο Θεός, τόσα καταπίνει η γη.
- Μαθημένο είν’ τ’ αρνί , να του παίρνουν το μαλλί.
- Παπάς εγίνεις Κώστα; Το ‘φερ’ η κατάρα.
- Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μες στην πίτα.
- Το ‘να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του.
- Ο άδειος ο τενεκές κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο.
- Και κόκκορος εν λαχάνοις, και Σαούλ εν προφήταις.
- Κολιός και κολιός από ένα βαρέλι.
- Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
- Βροντάν όλα τα σίδερα, βροντά κι η σακοράφα.
- Μιλάν’ όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι.
- Όποιος είν’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
- Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
- Άξιος είναι στο φαΐ και γρήγορος στον ύπνο.
- Πλεύουν τα μήλα στο νερό, πλεύουν και οι καβαλίνες.
- Καλώς τον άγιο του Θεού, τον παξιμαδοκλέφτη.
- Από κακή κολοκυθιά, ούτε κολοκυθόσπορο.
- Μια γριά μονοδοντού άντρα γύρευε η πορδού.
- Αμ’ πότε σε ξεβράκωσα και δεν ήσουνα χεσμένος;
- Από της μυλωνούς τον κώλο ορθογραφία γυρεύεις.
- Εβγήκε και το τζίτζιφο και παριστάν’ το φρούτο.
- Αυγό να πάρεις απ' αυτόν, δεν έχει κρόκο μέσα.
- Η κουρούνα όπου κι αν πάει, τον κώλο της μαζί της τον κουβαλάει.
- Χωριάτη άγιο κι αν ιδής, ποτέ μην προσκυνήσεις, κι αν τον ιδής και ‘πίσκοπο, χέρι μην του φιλήσεις.
- Η αρρώστια και η αρχοντιά φαίνονται από μακριά.
- Το δέντρο που ‘χει τον καρπό, όλο πετροβολιέται.
- Έπεσε ο λύκος στ’ άντερα.
- Απ’ όπου κι αν τον πιάσεις λερώνεσαι.
- Πάρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
- Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αετός την κλώσα.
- Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν ο αετός είναι από πάνω.
- Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- Η τέχνη και η πονηριά τη νικά την αντρειά.
- Καλόγερος βαρβάτος, κοιτάει σα μαύρος γάτος.
- Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε.
- Μεταξύ κατεργαραίων, ειλικρίνεια.
- Η αλεπού εκατό χρονών, τ’ αλεπουδάκια εκατόν δέκα.
- Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
- Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
- Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
- Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
- Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
- Σαν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άνδρο.
- Βαστάτε Τούρκοι τ’ άρματα.
- Φυλάξου από άνθρωπο σπανό και μαλλιαρή γυναίκα.
- Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Καλομελέτα κι έρχεται.
- Φοβέρισε τον κώλο σου, μην κλάσει στο παζάρι.
- Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
- Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
- Όποιο χορτάρι γελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει.
- Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
- Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
- Μασάει η κατσίκα ταραμά;
- Όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού.
- Τούρκο φίλευε και κώλο φύλαγε.
- Με το ζόρι παντρειά δε γίνεται.
- Μήτε στο διάβολο κερί, μήτε στον Τούρκο κώλο.
- Δε με θέλεις μιαν οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
- Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
- Από κακή κολοκυθιά, ούτε κολοκυθόσπορο.
- Απ’ του διαβόλου το μαντρί, μήτε ‘ρίφι μήτε αρνί.
- Όποιος είν’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
- Μη κατακρίνεις και κριθείς κι αναγελάς και πάθεις.
- Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
- Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
- Τα φαινόμενα απατούν.
- Από ‘ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
- Κεράτωνε τον άντρα σου και μάγια μην του κάνεις.
- Αυγό να πάρεις απ' αυτόν, δεν έχει κρόκο μέσα.
- Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
- Εγέλασές με μια φορά, ανάθεμα σε σένα, εγέλασές με δυο φορές, ανάθεμά μου εμένα.
- Μάτια και φρύδια έβλεπα και πίστεψα ο καημένος, μα την καρδιά δεν έβλεπα και βγήκα γελασμένος.
- Απορία ψάλτου βηξ.
- Κίνησε ο Οβριός για το παζάρι κι έτυχε να ‘ναι Σάββατο.
- Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
- Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ’ αφήνουν τα δαιμόνια.
- Ψάλε δεσπότη, με πονεί το δάχτυλο μου.
- Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος τον πονεί.
- Ο τεμπέλης δεν τρώει τα αμύγδαλα για να μην τα σπάσει.
- Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
- Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.
- Είπαν τον τρελό να χέσει κι έβγαλε και τ’ άντερά του.
- Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντε-έξι.
- Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
- Έκαψ’ την καλύβα του να μη τον τρων’ οι ψύλλοι.
- Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
- Όλα τα ‘χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
- Όποιος έχει πολύ πιπέρι, ρίχνει και στα λάχανα.
- Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις.
- Το πολύ το «Κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο παπάς.
- Κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι.
- Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πουν.
- Έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα.
- Μία σου και μία μου.
- Όποιος σε κλάσει χέσε τον μη βγει καλύτερός σου.
- Ας μ’ αγαπούν οι Επίσκοποι, κι ας με μισούν οι διάκοι.
- Όπου αγαπάς κατούρησε και όπου μισείς χτενίσου και όπου πολύ-πολύ μισείς, κάτσε κι απονυχίσου.
- Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
- Όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
- Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι.
- Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
- Όποιο χορτάρι γελάς, στην πόρτα σου φυτρώνει.
- Δείρ’ τονε για τ’ αβγό, να μην σου πάρ’ την κότα.
- Ό,τι κάνει η γίδα στο πουρνάρι το βρίσκει στο τομάρι.
- Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μοίρα.
- Αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ' τα παιδιά σου.
- Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά.
- Όποιο πρόβατο φεύγει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος.
- Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
- Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
- Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
- Στο μπόι σου βρίσκεις, στη γνώμη σου δε βρίσκεις.
- Στους δυο τρίτος δε χωρεί.
- Σε ξένο φαΐ αλάτι να μη ρίχνεις.
- Ψόφησε το βόδι μας, πάει η κολιγιά μας.
- Πάντα ξεχνά η πεθερά πως ήτονε και νύφη.
- Του γειτόνου μας ο σκύλος, γείτονας είναι κι εκείνος.
- Ας μ’ αγαπούν οι Επίσκοποι, κι ας με μισούν οι διάκοι.
- Βάρα για να σε φοβούνται ή κλαίγε για να σε λυπούνται.
- Συμπεθέροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
- Καλύτερα από μακριά και αγαπημένοι παρά από κοντά και μαλωμένοι.
- Μην κάνεις μη σου κάνουνε, μην πεις να μη σου πούνε, σε ξένη πόρτα μη χτυπάς, γιατί τη δική σου σπούνε.
- Με στραβό σαν κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις.
- Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
- Κοντά στο βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα.
- Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
- Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
- Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά. Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος.
- Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
- Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
- Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
- Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.
- Αγάπη δίχως πείσματα, φαΐ δίχως νοστιμάδα.
- Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.
- Καινούργια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται.
- Μήτε νύχτα δίχως μέρα, μήτε νιος δίχως αγάπη.
- Εις υγείαν των ερώτων, το ποτήριον το πρώτον.
- Φάσκελά της που αγαπά παντρεμένο ή παπά.
- Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
- Καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου.
- Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν τ’ Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει.
- Αν με αγαπάει ο άνδρας μου, στην τύχη το ‘χω χάρη , αν με αγαπάει κι άλλος κανείς, το ‘χω κρυφό καμάρι.
- Η νυκτερίδα κι ο λαγός και δαίμων και αγάπη
- τα τέσσερα δαιμόνια την νύκτα ου κοιμούνται.
- Όποιος θέλει ν' αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει, θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μη τα λογαριάσει.
- Κεράτωνε τον άντρα σου και μάγια μην του κάνεις.
- Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα.
- Χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα.
- Ο άντρας μου με κάνει χώμα, κι ο άντρας μου με κάνει εικόνα.
- Δε με θέλεις μιαν οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
- Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!
- Το συχνό σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο.
- Αν δεν κουνήσ’ η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.
- Αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ το πόνο.
- Ανάρια ανάρια το φιλί, για να ‘χει νοστιμάδα.
- Φάε λάδι και έλα βράδυ.
- Κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι.
- Το πολύ το πηγαινέλα την τρελαίνει την κοπέλα.
- Κάνε Γιάννο μ’ τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θεια σου.
- Η κότα και η γυναίκα τρώγονται με το χέρι.
- Ο κουμπάρος την κουμπάρα δυο φορές την εβδομάδα.
- Μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι.
- Το συχνό σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο.
- Άντρα θέλω κάθε βράδυ κι ας κοιμάμαι στο σκοτάδι.
- Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει.
- Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
- Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.
- Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι κι η όμορφη θέλει φιλί, πρωί και μεσημέρι.
- Να ‘μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκορας και γάτος το Γενάρη
- Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
- Έκλασ’ η νύφη και σχόλασεν ο γάμος.
- Η νύφη όντας θα γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάσει.
- Η νύφη όντας θα γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάσει.
- Ή μικρός-μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.
- Κάλλιο στο παλούκι, παρά σώγαμπρος.
- Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
- Πάρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
- Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες στο σπίτι.
- Ο Θεός να σε φυλάει απ’ το άδικο και από κακιά γυναίκα.
- Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.
- Δες μάνα και πάρε κόρη.
- Όλη η βδομάδα του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης.
- Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα.
- Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
- Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.
- Όλα είναι του μυαλού κι η παντρειά της τύχης
- Σα λείπεις απ’ το γάμο σου, άλλος γλεντά τη νύφη.
- Άνθρωπος απάντρευτος είναι μισό ψαλίδι.
- Πάρε σκυλί από μαντρί, γυναίκα από σόι.
- Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
- Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει.
- Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
- Οι μύλοι κι οι γυναίκες πάντα θέλουν να γυρίζουν.
- Κάνε παιδιά να δεις καλό.
- Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
- Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί μου.
- Σ’ όποιον δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάολος ανίψια.
- Κάλλιο να κλάψει το παιδί παρά να κλάψει η μάνα.
- Μεγαλώνει το γομάρι, κονταίνει το σαμάρι.
- Στου καλότυχου την πόρτα, θηλυκό γεννιέται πρώτα.
- Το αγόρι αφότου γεννηθεί, η κόρη αφού κατασταθεί.
- Έχεις παιδιά, να τα χαίρεσαι. Δεν έχεις, να χαίρεσαι.
- Αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ' τα παιδιά σου.
- Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει.
- Αν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς.
- Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
- Αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του.
- Αν δε ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε.
- Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
- Ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
- Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
- Δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι.
- Φίλος επιζήμιος εχθρός επικαλείται.
- Κατά φωνή και γάιδαρος.
- Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
- Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
- Με στραβό σαν κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις.
- Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
- Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
- Κάλλια ‘χω να με βλαστημούν, παρά να με λυπούνται.
- Λόγο είπα, λόγγο δεν έκαψα!
- Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη.
- Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φά’ το.
- Ο Μανώλης, με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια.
- Όποιος δε μιλάει, τον θάφτουν ζωντανό.
- Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
- Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.
- Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
- Τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο απ’ το λόγο του.
- Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
- Το χρήμα κάνει ρήτορα κι η φτώχεια κακομοίρη.
- Ο λόγος εις την ώρα του χίλια φλουριά αξίζει, κι αν δεν τον πεις στην ώρα του, τίποτα δεν αξίζει.
- Η σιωπή είναι χρυσός.
- Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
- Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
- Όποιος κρύβει την αρρώστια του, πάει με δαύτη.
- Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.
- Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
- Όχι Γιάννης, Γιαννάκης
- Άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.
- Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
- Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
- Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα.
- Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια.
- Άλλα αντ’ άλλα, της Παρασκευής το γάλα.
- Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε.
- Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
- Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει.
- Στο χωριό μου το συγγνώμη το λένε μισοχέσι.
- Άμα δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει.
- Μες στα πολλά παινέματα, τα πιο πολλά είναι ψέματα.
- Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.
- Ξύδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι.
- Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση.
- Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς.
- Μην απελπίζεις άνθρωπο με τη δική σου γνώση, γιατί δεν ξέρεις ο Θεός τι έχει να του δώσει.
- Γερόντων πάρε τη βουλή κι ανθρώπων μαθημένων, οπού έχουνε πολύ ψωμί και αλάτι φαγωμένο.
- Στην αναβροχιά, καλό είν’ και το χαλάζι.
- Απ’ τα ολότελα, καλή και η Παναγιώταινα.
- Και το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει.
- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου.
- Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω.
- Αν δεν γονάτιζε η καμήλα, δεν θα την φορτώνανε.
- Να ζήσει όποιος μ’ έβρισε, να σκάσει όποιος μου το ‘πε.
- Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
- Κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ’ αλώνι.
- Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
- Όποιος φτύνει κατά πάνω, φτύνει τα μούτρα του.
- Ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω.
- Οι γύφτοι τα μαλώματα για πανηγύρια τα ‘χουν
- Να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι.
- Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.
- Όποιος σε κλάσει χέσε τον μη βγει καλύτερός σου.
- Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα απ' τα δυο θα σπάσει.
- Είπ’ ο ένας το ‘να, ο άλλος τ’ άλλο κι ο παπάς το «Κύριε ελέησον».
- Αν η πέτρα πέσει πάνω στο αβγό, αλίμονο στ’ αβγό. Αν το αβγό πέσει πάνω στην πέτρα, αλίμονο στ’ αβγό.
- Αν φτύσεις πάνω, φτύνεις τα μούτρα σου κι αν φτύσεις κάτω φτύνεις τα γένια σου.
- Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
- Μοναχός σου μήτε στον παράδεισο.
- Όποιος πηδάει μοναχός του, κανένας δεν τον φτάνει.
- Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
- Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Δώδεκα Απόστολοι, ο καθένας με τον πόνο του.
- Άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό του.
- Ο Θεός άλλους έπλασε και άλλους έκλασε.
- Ο καλός καλό δεν έχει.
- Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
- Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.
- Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών’ και μαγαρίζουν.
- Εκεί που μας χρωστούσανε, μας πήραν και το βόδι.
- Ο Θεός άλλους έπλασε και άλλους έκλασε.
- Άλλος μαυρομάτα και άλλος τσιμπλομάτα.
- Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει.
- Άλλος σπέρνει και τρυγάει, κι άλλος πίνει και μεθάει.
- Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
- Ο Θεός να σε φυλάει απ’ το άδικο και από κακιά γυναίκα.
- Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές.
- Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα.
- Τα καλά του Γιάννη θέμε και το Γιάννη δεν τον θέμε.
- Ελάτε γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος.
- Δίχως κέρδη κέρατα, δίχως πομπές κουδούνια.
- Εμ φτωχό τ’ αρνί, εμ πλατιά ουρά.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
- Άλλος το ‘χει και το κατουρεί κι άλλος δεν το ‘χει και το λαχταρεί.
- Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη.
- Μην παίρνεις δίκιο ορφανού, ούτε τόπο ποταμού.
- Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μοίρα.
- Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πάς.
- Κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
- Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο γενήκαμε ούλοι.
- Και το πουλί ψηλά πετάει, μα στη γη θα βρει να φάει.
- Φωνή λαού οργή Θεού.
- Όπου κατουρούν πολλοί μαζί, κυλάει ποτάμι.
- Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο.
- Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
- Τη γυναίκα σου χτυπάς, το σπιτάκι σου χαλάς.
- Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
- Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
- Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μοίρα.
- Αν αρτυθείς να είν’ αρνί, αν κλέψεις ναν’ χρυσάφι κι αν αγαπήσεις και καμιά, να τη ζηλεύει η γειτονιά.
- Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος.
- Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
- Τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούσει η νύφη.
- Όποιον λόγο πεις, τέτοιον και θ’ ακούσεις.
- Βαρεί τη θύρα, ν' ακούσει η παραθύρα.
- Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.
- Όποιος λέει τον πόνο του, βρίσκει τη γιατρειά του.
- Το κακό μαντάτο έρχεται τρεχάτο.
- Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει.
- Ό,τι κόβει το μαχαίρι γιατρεύεται, ό,τι κόβει η γλώσσα δε γιατρεύεται.
- Δε με θλίβει που πεθαίνω, μα που όσο ζω μαθαίνω.
- Ό,τι μικρομάθαινες, δεν το γεροντάφηνες.
- Μαθαίνει την τέχνη στου κασιδιάρη το κεφάλι.
- Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
- Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
- Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
- Καλά είναι τα γράμματα, μα να ‘χει νου και γνώση.
- Μικρόν κώλο δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.
- Αν δε σε κλάσει ο μάστορης, δε γίνεσαι τεχνίτης.
- Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.
- Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
- Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
- Όπως μου βαράνε χορεύω.
- Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ’ αφήνουν τα δαιμόνια.
- Όποιος είν’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
- Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
- Τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.
- Κοντά στο νου κι η γνώση.
- Πολλές φορές η λογική με την καρδιά μαλώνει, γιατί το θέλει η καθεμιά δικό της το τιμόνι.
- Μεταξύ κατεργαραίων, ειλικρίνεια.
- Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
- Όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού.
- Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.
- Του γιου σου τάξε ψέματα και του γαμπρού σου αλήθεια.
- Μες στα πολλά παινέματα τα πιο πολλά είναι ψέματα.
- Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν.
- Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.
- Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
- Αγρύπνησε να κοιμηθείς και πείνασε να φάγεις.
- Ούτε γάμος δίχως κλάματα, ούτε κηδεία δίχως γέλια.
- Ρωτώντας πάει κανείς στην Πόλη.
- Μη ρωτάς γιατρό, ρώτα τον παθό.
- Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
- Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
- Ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
- Διψάει η αυλή του για νερό κι αυτός αλλού ποτίζει.
- Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα.
- Ο παπάς βλογάει πρώτα τα δικά του γένια.
- Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
- Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα παπάς για να περάσω.
- Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί.
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
- Ψωμί μη λείψει σπίτι μας και φούρνος να μη καπνίσει.
- Ο μουσαφίρης δε θέλει άλλο μουσαφίρη.
- Ξένο ψωμί ήταν που ‘τρωγε, δικό του το μαχαίρι.
- Παρά να τα πάρει άλλος, κάλλιο εγώ που ‘μαι κουμπάρος.
- Όλοι κοιτάζουν τον καβγά και η γριά το μέλι.
- Καημό που το ‘χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι.
- Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι.
- Καλομελέτα κι έρχεται.
- Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
- Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.
- Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
- Το φαΐ και το χέσιμο ώσπου ν’ αρχίσουν θέλει.
- Η γριά το μεσοχείμωνο θυμήθηκε πεπόνι.
- Θέλω την κι ας είναι χήρα και φτωχή και κακομοίρα.
- Αυτός που δε ζητά πολλά τα έχει όλα τα καλά.
- Αδύνατον ένι πεινών μη μνημονεύειν άρτου.
- Άλλος το μακρύ του κι άλλος το κοντό του.
- Άλλοι τα γένια πεθυμούν, κι άλλοι που τα 'χουνε τα φτυούν.
- Άλλος το ‘χει και το κατουρεί κι άλλος δεν το ‘χει και το λαχταρεί.
- Το μοναστήρι να ‘ναι καλά, και από καλογήρους…
- Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.
- Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι άμα πεινάσεις πιάσ’ τηνε.
- Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
- Όπου έχει δυο αγαπητικιές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.
- Όποιος καεί με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
- Μην αγοράζεις γουρούνι στο σακί.
- Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
- Κάλλιο ένα και στο χέρι, παρά χίλια και καρτέρει.
- Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα μια φορά θα σπάσει.
- Τούρκο φίλευε και κώλο φύλαγε.
- Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
- Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
- Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.
- Όπου βλέπεις μάσα κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο τρέχα.
- Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.
- Πάω αργά γιατί βιάζομαι.
- Μήτε το διάολο να δεις, μήτε το σταυρό σου να κάνεις.
- Μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
- Μήτε στο διάβολο κερί, μήτε στον Τούρκο κώλο.
- Τάξε στην Παναγιά κερί, του διάβολου λιβάνι.
- Άναψε τ' αγίου δυο κεριά και του δαιμόνου πέντε.
- Αν δε λαλήσουν τα όργανα, κι αν δε σφαχτεί ο τράγος, απίστευτο μου φαίνεται να ‘ναι δικός μου ο γάμος.
- Αλαργινός ο κήπος, δωριανά τα λάχανα.
- Ψάρια στο γιαλό, τόσο τα πουλώ.
- Μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.
- Τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο απ’ το λόγο του.
- Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
- Του γιου σου τάξε ψέματα και του γαμπρού σου αλήθεια.
- Αλλιώς μας τα ‘λεγες παπά, πριν σε χειροτονήσουν.
- Τάξε στην Παναγιά κερί, του διάβολου λιβάνι.
- Ένα το ‘χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί.
- Η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
- Όλα τα πουλιά πάνε κι έρχονται, και ο σπουργίτης αναμένει.
- Το λύκο τον κουρεύανε, πούθε παν’ τα πρόβατα.
- Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός.
- Άμα το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες…
- Γριάς το μεσοχείμωνο αγγούρι της θυμήθη.
- Το γουδί το γουδοχέρι [και έναν κόπανο στο χέρι].
- Όλοι κλαίν’ τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
- Το γινάτι βγάζει μάτι.
- Οι βιολιτζήδες άλλαξαν, μα ο χαβάς έμεινε ο ίδιος.
- Όλοι κοιτάζουν τον καβγά και η γριά το μέλι.
- Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
- Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
- Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
- Ας μ’ αγαπούν οι Επίσκοποι, κι ας με μισούν οι διάκοι.
- Άλλος θέλει τον παπά, άλλος την παπαδιά κι άλλος την παπαδοπούλα.
- Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
- Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
- Όπως μου βαράνε χορεύω.
- Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει.
- Κατά που μου ψάλλεις, σου κανοναρχώ.
- Ό,τι κάνει ο κόσμος, θα κάνει κι ο Κοσμάς.
- Χίλιοι καλοί χωράνε.
- Άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμά σου.
- Κατά το νιο και τ’ άρματα.
- Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.
- Κατά τη λαχάνα και η καζάνα.
- Κατά τα σκατά και το φτυάρι.
- Το ήμερο τ’ αρνί βυζαίνει από δυο μανάδες και το άγριο δε βυζαίνει ούτε απ’ τη μάνα του.
- Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
- Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
- Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
- Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.
- Άδουλος, δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύν’ και δένει.
- Δεν κάνει ούτε στο σακί ούτε στο σακούλι.
- Όποιος φτύνει κατά πάνω, φτύνει τα μούτρα του.
- Ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα.
- Ράβε-ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
- Γάιδαρος είναι γάιδαρος, ας εφορεί και σέλλα κι η γριά κι αν ομορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
- Κάθε αρχή και δύσκολη.
- Το φαΐ και το χέσιμο ώσπου ν’ αρχίσουν θέλει.
- Μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
- Η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό την κότα;
- Θα το βρει η στραβή τ’ αρνί της.
- Θα το βρει η τάβλα το καρφί της.
- Ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα.
- Όποιος χτυπάει του ανοίγουνε κι όποιος γυρεύει βρίσκει.
- Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τονε ζητούμε.
- Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν.
- Μια γριά μονοδοντού άντρα γύρευε η πορδού.
- Θέρος-τρύγος-πόλεμος.
- Η σφίξη βγάνει το λάδι.
- Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρια δεν τρως.
- Με τις πορδές δε βάφονται αβγά.
- Αφού έκαμες την εκκλησιά, κάμε και τ’ άγιο βήμα.
- Ο παθός και μαθός.
- Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια.
- Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
- Όποιος καεί με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
- Η γριά η κότα έχει το ζουμί.
- Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
- Μη ρωτάς γιατρό, ρώτα τον παθό.
- Άμα ξαναγίνω νύφη, ξέρω να χαμογελώ.
- Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δευτέρων.
- Γερόντων πάρε τη βουλή κι ανθρώπων μαθημένων, οπού έχουνε πολύ ψωμί και αλάτι φαγωμένο.
- Οι βιολιτζήδες άλλαξαν, μα ο χαβάς έμεινε ο ίδιος.
- Άλλαξε ο Μανωλιός, έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
- Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
- Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
- Ρόδα είναι και γυρίζει.
- Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.
- Γάιδαρος είναι γάιδαρος, ας εφορεί και σέλλα κι η γριά κι αν ομορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
- Καινούργιο κόσκινο και πού να σε κρεμάσω.
- Άμαθος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το εθώρει.
- Συμπεθέροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
- Ο βήχας, ο έρωτας και το χρήμα δεν κρύβονται.
- Όταν ανακατεύεις τα σκατά, βρομάνε.
- Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
- Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
- Δεν χωράνε δυο καρπούζια σε μια μασχάλη.
- Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
- Έπεσε ο λύκος στ’ άντερα.
- Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
- Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντε-έξι.
- Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.
- Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
- Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν ο αετός είναι από πάνω.
- Βρήκες καιρό, αρμένιζε, καιρό μην περιμένεις γιατί ο καιρός τα πράγματα δεν ξέρεις πώς τα φέρνει.
- Άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμά σου.
- Δεν χωράνε δυο καρπούζια σε μια μασχάλη.
- Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.
- Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα δεν γίνεται.
- Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
- Όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια.
- Όσο είν’ ο νους μου στο χωράφι, τόσα βόιδα να βρεθούνε.
- Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια.
- Όποιος ξενοκαβαλικεύει, γρήγορα και ξεπεζεύει.
- Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
- Όποιος έχει το πεπόνι, έχει και το μαχαίρι.
- Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλια.
- Καλά είν’ τα φαρδομάνικα, μα είν’ για δεσποτάδες.
- Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.
- Έκανε το σκατό του παξιμάδι.
- Με κουβαλητό νερό ο μύλος δε γυρίζει.
- Στο καρφί, καρφί δε μπαίνει.
- Σαν δεν ξέρεις να υφάνεις, τα μασούρια τι τα βάνεις.
- Βάρα για να σε φοβούνται ή κλαίγε για να σε λυπούνται.
- Η φωτιά και το νερό δεν έχουν μαλλιά.
- Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.
- Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει κανένας άλλος.
- Κάθε εμπόδιο για καλό.
- Κάθε αρχή και δύσκολη.
- Η σφίξη βγάνει το λάδι.
- Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
- Και τα καλά δεχούμενα, και τα κακά.
- Όλ’ ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη.
- Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
- Όλοι κλαίν’ τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.
- Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος.
- Τραβάει του λιναριού τα πάθη.
- Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.
- Έβαλε ο διάολος την ουρά του.
- Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
- Γριά δεν είχε βάσανα και αγόραζε γουρούνι.
- Θέλει ν' ανθίσει το δενδρί μα η πάχνη δεν τ' αφήνει.
- Έτρεχε να μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι.
- Ο θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.
- Όποιος δεν έχει παντρέψει κόρη και δεν έχει κτίσει σπίτι, δεν ξέρει τι θα πει πρόβλημα.
- Μικρός δαίμων μεγάλη πειρασία.
- Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
- Εχύθηκε το λάδι μας κι εμπήκε στο πιθάρι μας.
- Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.
- Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
- Μην παίζεις με τη φωτιά.
- Όποιο πρόβατο φεύγει απ’ το μαντρί το τρώει ο λύκος.
- Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρών’ οι κότες.
- Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια.
- Γίδα που τρέχει στον γκρεμό, ποτέ δεν έχει σκοτωμό.
- Όποιος τρώει με το διάβολο, πρέπει να ‘χει μακρύ κουτάλι.
- Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα μπει στον κώλο του.
- Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, και όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
- Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.
- Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
- Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.
- Τα λόγια γυρίζουν το ποτάμι.
- Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
- Με το ζόρι παντρειά δε γίνεται.
- Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλόγρια εις τα θελήματά του.
- Κράτα με να σε κρατώ, ν’ ανεβούμε στο βουνό.
- Γι’ αυτό οι Χιώτες πάνε δυο-δυο.
- Χωρίς κουπιά και άρμενα, Αϊ-Νικόλα βόηθα.
- Μια στενοχώρια που μοιράζεται είναι μισή στενοχώρια.
- Οι τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.
- Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
- Μονάχος δούλευε, ποτέ δεν θ’ αποστάσεις.
- Να λείπαν τα πιπέργια μου, να δω τις μαγειριές σου.
- Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
- Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις να σε ξύσει κανένας άλλος.
- Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
- Θέρος-τρύγος-πόλεμος.
- Αν ήταν καλή η δουλειά, θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
- Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
- Μερεμέτα και σκαπέτα.
- Ο λόγγος δεν εφοβήθει το τσεκούρι μα το στειλιάρι.
- Όποια έχει ρόκα και παιδί, στη γειτονιά να μην εβγεί.
- Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο.
- Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
- Ράβε-ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
- Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
- Η δουλειά δεν είν’ ντροπή και ντροπή είν’ η τεμπελιά.
- Του γεωργού η δουλειά στ’ αλώνι φαίνεται.
- Βρήκαμε μαλλί να ξάνουμε.
- Κερά εσύ, κερά κι εγώ, ποια θα πάει για νερό;
- Μονάχος δούλευε, ποτέ δεν θ’ αποστάσεις.
- Απ’ το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
- Τσάμπα δούλευε, τσάμπα μη κάθεσαι.
- Ήρθα εδώ να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλί να ξάνω.
- Έκατσε η δουλειά στην πόρτα και κυνήγησε τη φτώχεια.
- Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια;
- Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε.
- Βόδι να μην αλώνιζε, κόρη να μην εγέννα και νιος να μην εθέριζε, ποτέ του δε θα ‘γέρνα.
- Όσο με βόηθηκε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθηκε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
- Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί.
- Έκαστος στο είδος του [και ο Λουμίδης στους καφέδες].
- Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
- Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι άμα πεινάσεις πιάσ’ τηνε.
- Παλιά μου τέχνη κόσκινο.
- Έκαστος εφ’ ω ετάχθη.
- Άλλη η δουλειά του ναύτη, κι άλλη του καντηλανάφτη.
- Κατά το νιο και τ’ άρματα.
- Το αμπέλι, θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι, στο γιαλό, θέλει καραβοκύρη.
- Το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι
- Η νύχτα βγάνει επίσκοπο, η αυγή μητροπολίτη.
- Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
- Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
- Καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
- Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
- Πρώτα μάθε να γροικάς και ύστερα να διατάζεις.
- Κερά εσύ, κερά κι εγώ, ποια θα πάει για νερό;
- Όλα του πρέπουνε του νιου, εκτός απ’ το κουμάντο.
- Όποιος διατάζει κι όποιος κλάνει ποτέ του δεν κουράζεται.
- Ηύραμεν ζουρλόν παπάν, καί ολη μέρα ψάλλωμεν.
- Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.
- Όπου βγάνεις και δεν βάνεις, γλήγορα στο πάτο φτάνεις.
- Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
- Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
- Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις.
- Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
- Σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι.
- Μάζευε κι ας είναι ρόγες.
- Με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.
- Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.
- Το χρήμα κάνει ρήτορα κι η φτώχεια κακομοίρη.
- Παράς κοντά με τον παρά και συμφορά με τη συμφορά.
- Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
- Μικρό - μικρό τ’ αλώνι σου, μα είν’ κατάδικό σου.
- Ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω.
- Το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
- Σε ξένο χωράφι, δρεπάνι μη βάζεις.
- Ελάτε γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος.
- Όποιος ξένο σκύλο τρέφει, μόνο το λουρί του μένει.
- Αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου και ελιά του παππού σου.
- Το φτηνό το κρέας το τρώνε τα σκυλιά.
- Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
- Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
- Η φτήνια τρώει τον παρά.
- Να λιλί, δώσ’ μου τσιτσί.
- Εκεί που μας χρωστούσανε, μας πήραν και το βόδι.
- Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις.
- Παρά να τα πάρει άλλος, κάλλιο εγώ που ‘μαι κουμπάρος.
- Παρασκευή και Σάββατο, ποτέ άφεγγο δε μένει.
- Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη.
- Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.
- Καλά είν’ τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
- Μία κοιλιά, καλή κοιλιά, κρατάει πέντε ημέρες.
- Φάε κουμπάρε ελιές, καλό είν’ και το χαβιάρι.
- Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
- Εδώ ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη.
- Σε ξένο φαΐ αλάτι να μη ρίχνεις.
- Όπου βλέπεις μάσα κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο τρέχα.
- Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
- Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
- Αγρύπνησε να κοιμηθείς και πείνασε να φάγεις.
- Φασουλάδα τρομερή, κάθε βήμα και πορδή.
- Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.
- Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.
- Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
- Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο κι έφυγε.
- Το βερεσέ κρασί δυο φορές μεθεί.
- Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει.
- Δώσ’ κρασί, να βγει η αλήθεια.
- Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος.
- Εις υγείαν των ερώτων, το ποτήριον το πρώτον.
- Όσο πίν' η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει.
- Η έγνοια κάνει τη δουλειά κι η ξεγνοιασιά τον ύπνο.
- Αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
- Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.
- Όταν κοιμάται ο γιόκας μου, ψωμί δε μας γυρεύει.
- Άμα δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει.
- Σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου.
- Κατά το πουλί η φωλιά του, και κατά τον άνθρωπο το σπίτι του.
- Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
- Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
- Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
- Το στενό σπίτι θέλει φαρδιά καρδιά.
- Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
- Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
- Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
- Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μες στην πίτα.
- Το αμπέλι, θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι, στο γιαλό, θέλει καραβοκύρη.
- Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
- Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
- Αν δεν αστράψει, δεν βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.
- Η καμήλα από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει.
- Όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι.
- Όποιος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
- Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρών’ οι κότες.
- Κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς.
- Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται.
- Ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις.
- Τον κώλο βάζει ο μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.
- Πόρδου άκουσμα, σκατού μαντάτο
- Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
- Πάρε την κάργια οδηγό, να φας σκατό με το κιλό.
- Έκλασ’ η νύφη και σχόλασεν ο γάμος.
- Ό,τι παθαίνει το κορμί, το φταίει το κεφάλι.
- Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
- Ό,τι κάνει η γίδα στο πουρνάρι το βρίσκει στο τομάρι.
- Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
- Η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό την κότα;
- Ό,τι πράξεις, θα εισπράξεις.
- Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.
- Να λιλί, δώσ’ μου τσιτσί.
- Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
- Η τέχνη και η πονηριά τη νικά την αντρειά.
- Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
- Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
- Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.
- Παλιά αμαρτία, καινούργια ντροπή.
- Ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνσιν εκ του ταμείου.
- Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
- Πώς πάν’ αράπη τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
- Ή θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει.
- Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.
- Όποιος περπατεί μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμίζει.
- Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.
- Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα μπει στον κώλο του.
- Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
- Στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει.
- Μεγάλο θάμα, τρεις μέρες.
- Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
- Ο ποντικός στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι.
- Απ’ τη λεχώνα στη μαμή, εχάθη το παιδί.
- Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
- Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
- Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.
- Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
- Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.
- Δε γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του.
- Μάθαν πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
- Οι μούτσοι που πηδάγαμε γίναν καπεταναίοι.
- Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο γενήκαμε ούλοι.
- Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
- Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.
- Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
- Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
- Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
- Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
- Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
- Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.
- Τον φτωχό και το χωριάτη ξένη έγνοια το γερνάει.
- Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο.
- Εμ φτωχό τ’ αρνί, εμ πλατιά ουρά.
- Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε.
- Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
- Εδώ ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη.
- Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.
- Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.
- Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.
- Έκανε το σκατό του παξιμάδι.
- Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ’ σκούτε.
- Που γραψ’ ο Θεός ξεβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάζει
- Θέλεις το φτωχό να σκάσει; Πες του λίρες να σ' αλλάξει.
- Αγάλι - αγάλι τούμπανα, τι ‘ναι φτωχός ο γάμος.
- Του φτωχού τ’ αρνί κριάρι δε γίνεται.
- Έκατσε η δουλειά στην πόρτα και κυνήγησε τη φτώχεια.
- Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.
- Έχει ο σάκος άλευρα; Χριστός Ανέστη. Δεν έχει; θάνατον πατήσας.
- Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
- Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
- Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
- Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα παραδίνει.
- Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που ‘χω.
- Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.
- Ο πονεμένος αποκοιμήθηκε, ο νηστικός όχι.
- Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.
- Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.
- Όταν κοιμάται ο γιόκας μου, ψωμί δε μας γυρεύει.
- Αδύνατον ένι πεινών μη μνημονεύειν άρτου.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Πολύ καλή η εργασία σας. Μπράβο !! Νικ. Παπαδόπουλος
ΑπάντησηΔιαγραφή