menu

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Κάλαντα των Χριστουγέννων (κόλιαντα)

Τα κάλαντα που προήλθαν από τις βυζαντινές Καλένδες, κατάγονται κατά τύπο και όχι βεβαίως κατά περιεχόμενο, από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ερεστώνης. Τα κάλαντα λέγονται κυρίως από παιδιά, μεμονωμένα είτε κατά ομάδες που επισκέπτονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κ.λ.π. με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τρίγωνου, αλλά και άλλων μουσικών οργάνων (κλαρίνου, φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου κ.λ.π.). Σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι, ↴↴↴ 
 μετά τις αποδιδόμενες ευχές, τα Χρόνια Πολλά, το φιλοδώρημα, είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλιότερα).

ματσούκα
Στην Παλιουριά τα κάλαντα τα λέμε κόλιαντα. Τα παιδιά ξεκινούσαν με το χτύπημα της καμπάνας, αφού δεν υπήρχαν ρολόγια. Παλαιότερα, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, έλεγαν τα κόλιαντα τα παιδιά των ντόπιων οικογενειών και την επόμενη τα παιδιά των ποντίων. Σύντομα δημιουργήθηκαν νέες παιδικές παρέες με τα προσφυγόπουλα, οπότε τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα λένε τα παιδιά του χωριού την ίδια ημέρα.

Η καμπάνα χτυπούσε πριν χαράξει η μέρα. Τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, κυρίως της έκτης τάξης που είχαν και την αρχηγία, ξεκινούσαν τα κόλιαντα. Όλοι είχαν μαζί τους μία ματσούκα (είδος μπαστούνι) συνήθως από κρανιά, φτιαγμένη από τους παππούδες ή πατεράδες για να χτυπούν τις πόρτες συνθηματικά, να φυλάγονται από τα σκυλιά, να στηρίζονται επειδή παλιότερα είχε πολύ χιόνι και παγωνιά, αλλά και να κρεμούν τις κ(ου)λούρες ή κ(ου)λούρια. Είχαν μαζί τους σακούλια (πάνινους σάκους) για να μαζέψουν την πραμάτεια τους. Σε κάθε σπίτι που έλεγαν τα κόλιαντα το πρώτο φιλοδώρημα ήταν η κλούρα που έκανε κάθε νοικοκυρά. Επιπλέον, κάθε σπίτι πρόσφερε ό,τι είχε στο φτωχικό του, όπως κρέας από το φρεσκοκομμένο γουρούνι (χοιράδι), ξερά σύκα, σταφίδες, στραγάλια, μήλα κ.λ.π. 

Περίμεναν μήπως έρθει κάποιος χωριανός από την πόλη για να πουν τα κόλιαντα μήπως κερδίσουν και καμιά δεκάρα ή πενηνταράκι. Μέχρι και στις καλύβες με τους τσοπάνηδες πήγαιναν. Μόλις τελείωνε η γύρα και ήταν σίγουροι ότι πήγαν σ’ όλα τα σπίτια, συγκεντρώνονταν σε γωνιές (συνήθως στην παλιά εκκλησία του Αϊ-Νικόλα στην πλατεία) για να προφυλαχθούν από το κρύο για να μοιράσουν τα φιλοδωρήματα. Κάποιοι μεγαλύτεροι κορόϊδευαν στη μοιρασιά τους μικρούς και γι’ αυτό σημειώνονταν καβγάδες.
Όταν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού δεν άνοιγαν και τα παιδιά κουράζονταν να περιμένουν, για να τους τιμωρήσουν τραγουδούσαν καθώς έφευγαν τρέχοντας τα εξής:

Τρουι τρουι στου σπίτι σου γιουμάτου καλιακούδια 
κι τ’ χρόν’ κι μ’ ένα κώλου χιόνι !!!

Τα κάλαντα που ακούγονται στο χωριό μας είναι τα παραδοσιακά Χριστούγεννα Προυτούγεννα και νεότερα τα δημιουργήματα των λογίων Καλήν Εσπέραν Άρχοντες.

Χριστούγεννα προυτούγεννα 

Χριστούγεννα προυτούγεννα πρώτη γιουρτή του χρόνου
εβγάτε δέτε μαθητές τώρα Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται και βαφτίζεται σε ποταμό μεγάλο
στουν Ιορδάνη ποταμό ψηλά στουν Αγι-Αντώνη
και τα βουνά ταράζουνταν τα δέντρα προυσκυνούσαν.

Καλήν εσπέραν άρχοντες

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα εν υψίστοις,
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτούσι,
που εγεννήθη ο Χριστός, να παν να τον ευρούσι.

Ακολουθούν διάφορα κάλαντα (κόλιαντα) που λέγαμε στην Παλιουριά 
ανάλογα με το σπίτι που πηγαίναμε

Ένα μικρό μικρούτσικο (σε σπίτι που είχαν μικρό παιδί)

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα
τρις βαϊοπούλες το κουνούν και τρις το κανακεύουν
και μια την άλλη έλεγε και η μια την άλλη λέει:
-Το τι να τ’ αγοράσουμε γεράκια με κουδούνια,
για να τ’ ακούει η μάνα του να χαίρεται η καρδιά της,
για να τ’ ακούει πατέρας του να χαίρετ’ η καρδιά του.

Σε τούτο σπίτι που ‘ρθαμε (που είχε ελεύθερη κόρη)

Σε τούτο σπίτι πούρ’θαμε στο μαρμαροστρωμένο 
εδώ έχουν κόρη ανύπαντρη, κόρη ν’αρραβωνιάσουν.
Προξενητάδες έρχονται ‘που μέσα απου την πόλη, 
εδώ ρωτούν ξαναρωτούν της λύιαρης την κόρη. 
Που θα’βρω τέτοια λύιαρη(λυγερή) ξανθή και μαυρομάτα,
έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, 
το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι’ το μαντήλι.

Σε σπίτι που είχαν πρόβατα ή γίδια 

Σ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε το μαρμαροστρωμένο, 
εδώ έχουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια. 
Τα χίλιαζαν, τα μίλιαζαν, τα βγάζουν τρεις χιλιάδες. 
Στον κάμπο τα κατέβαζαν, να τα νεροποτίσουν, 
και στο βουνό τ’ανέβαζαν να τα γαλομετρήσουν.

Στα σπίτια των τσελιγκάδων

Εδώ σε τούτη την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη
εδώ ’χουν χίλια πρόβατα κι δυο χιλιάδες γίδια
Εδώ ’χουν κι τουν πιστικό τουν καγκιλοφριδάτου.
-Βρε πιστικέ, βρε πιστικέ, βρε καγκιλοφριδάτι
του τίνους είν’ τα πρόβατα, του τίνους είν’ τα γίδια;
-Τ’ αφέντη μας τα πρόβατα, τ’ αφέντη μας τα γίδια,
τ’ αφέντη μας κι το μαντρί, μι του φλουρί πνιγμένου.
Εμείς θα τα τραγ’δήσουμι κι ου θιος να τα χιλιάσει.
Αν είνι χίλια ικατό να γίνουν τρεις χιλιάδες
κι αν είνι τρεις και τέσσερις να γίνουν δικαπέντε.
Σαν του μελίσσ’ να περπατούν, σαν του μελίσσ’ να βάζουν
κι σαν του ζερβουμέλισσο να πάνι να τ’ αρμέγουν
κι σαν τ’ μαΐσια τη βρουχή τόσα καρδάρια γάλα.

Σε σπίτι με νιόπαντρο ζευγάρι

Κρατάει ου δέντρους τη δρουσιά,
κρατάει ου νιος την κόρη
στα γόνατα την έπιρνι,
στα μάτια τη φιλούσι
στα μάτια, στα ματόφυλλα,
στα φύλλα τα γραμμένα.

Σε σπίτι που είχαν παιδί που πήγαινε σχολείο

Αφέντης έχ’ ένα παιδί, στου δάσκαλου του στέλνει
κι ου δάσκαλους του καρτιρεί μι τη χρυσή τη βέργα.
Κι αυτό παραπουνέθηκε, πάησι στη μάνα τ’ πίσου
κι η μάνα του του δέχτηκι έξου μακριά στη στράτα.
-Πιδί μ’ πού είν’ τα γράμματα κι αϊπούν’ τα πινακίδια;
-Τα γράμματα είν’ στον χαρτί κι ου νους μου πάει πέρα.
πέρα-πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρουμάτις
πό ’χουν του μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σα γαϊτάνι.

Σε σπίτι που έχουν μικρό κορίτσι

-Μωρή κοντή μου Τσαπουρνιά, τι στέκεις στουλισμένη;
κι απ’ του φλουρί δεν φαίνισι κι απ’ το μαργαριτάρι;
-Η μάνα μου μι στόλισι κι στέκου στουλισμένη.
-Αυτού που κοντουστέκισι ου τόπους λουλουδιάζει.
Βγάζει μέλι κι κηρί κι αρχοντικό λουλούδι.
Του μέλι τρων οι άρχουντις κι του κηρί οι αγίοι
κι του μιλισσουβότανου του παίρνουν οι κυράδες.

Σε σπίτι που είχαν αγόρι για παντρειά

Σαν κίνησι ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει
σε κείνα τα σπίτια τα ψηλά, σε κείνα τα σαράια
εκ’ είναι μια δασκάλισσα πού ’χει τρεις θυγατέρις.
Τη μια την κράζουν του Μαϊού, την άλλη Δεσποπούλα
την τρίτη τη μικρότερη Θανάσου μαυρουμάτα
αυτήν να πάρ’ς, αγόρι μου, κι ας είναι μαυρουμάτα.

Σε σπίτι που είχαν κορίτσι για παντρειά

Σε τούτ’ τα σπίτια τα ψηλά, τ’ ανώια τα μεγάλα
εδώ ’χουν κόρη ανύπαντρη, κόρη για αρραβώνα.
Την τάζουν γιο του βασιλιά, τη δίνουν γιο του Ρήγα.
-Δε θέλου γιο του βασιλιά, δε θέλου γιο του Ρήγα
Μόν’ θέλου τζιομπανόπουλου να παίζει τη φλουγέρα,
να παίζει, να λυγίζεται, να βεργοκυματίζει
να σφάζ’ αρνί την Πασχαλιά, κριάρ’ τουν Αλουνάρη.
  
Σε σπίτι που είχαν κάποιον στην ξενιτιά

Ξενιτεμένο μου πουλί κι παραπουνεμένου
η ξενιτιά σι χαίριτι κι ’γω ’χου τουν καημό σου.
-Τι να σι στείλου, ξένε μου, μακριά στα ξένα που ’σι;
Να στείλου μήλου σέπετι, κυδώνι μαραγκιάζει,
σταφύλι ξερογιάζιτι, τραντάφυλλου μαδιέτι.
Να στείλου κι βασιλικό, φοβούμι μη στιγνώσι
να στείλου κι του δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι
του δάκρυ μ’ είνι καυτερό κι καίει του μαντίλι.

Σε σπίτι που είχαν μορφωμένο ή παιδί που σπούδαζε

Γραμματικός εκάθονταν απάνου σι άσπρη πέτρα
κι έγραφι κι κουντύλιαζι, γράφει κι κουντυλιάζει.
Κι πάει πέρδικα να πιει νιρό κι έχυσι του μιλάνι
κι έβαψι τα φτερούδια της τα χρυσοκεντημένα.
Σ’ εννιά πουτάμια τα ’πλυνι κι βάψαν τα πουτάμια
σ’ εννιά τσαΐρια τ’ άπλωσι κι βάψαν τα τσιαΐρια.

Όλα τα παραπάνω τραγούδια κατέληγαν:

Σε τούτ’ το σπίτι που ’ρθαμι, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ν’ ασπρίσει σαν τουν Έλυμπου κι σαν του περιστέρι.
Για βάλι του χιράκι σου στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις γρόσια κέρνα τα, φλουριά μην τα λυπάσι
κι αν έχεις κι μονόγρουσα, κέρνα τα παλικάρια
για την υγειά σου τα κερνάς, για τον κινούργιο χρόνο.

-Τα ίδια συνέβαιναν και με τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (τα σούρβα).- 

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *