Τα
αποσπάσματα δημοσιεύονται από τον ίδιο τον συγγραφέα στο facebook του Πολιτιστικού Συλλόγου, αλλά όσοι δεν έχουν
facebook θα
μπορούν να τα διαβάσουν εδώ, όπου θα προστίθενται οι δημοσιεύσεις του κ.
Ανδρεδάκη.
Όταν ολοκληρωθούν οι δημοσιεύσεις του κ, Ανδρεδάκη θα συνενωθούν σε ένα έγγραφο pdf και θα δημοσιευθεί για το αρχείο του κάθε παλιουριώτη.
Στη συνέχεια θα μετατραπεί το σύνολο
των δημοσιεύσεων σε μία και σε μορφή εγγράφου PDF ώστε να μπορεί ο κάθε παλιουριώτης να
εκτυπώσει ή κατεβάσει σε ηλεκτρονική μορφή.
Opaliouriotis.gr
Tα σπίτια (10-9-2022)
Η ρυμοτομία του χωριού είναι τέλεια. Ο δρόμος από Γρεβενά προς Δεσκάτη διασχίζει το χωριό από βορρά προς νότο, ολόισιος και πολύ φαρδύς. Είναι ο κεντρικός δρόμος του χωριού που, με άλλους παράλληλους και κάθετους, σχηματίζει τέλεια οικοδομικά τετράγωνα. Κάθε τετράγωνο είναι χωρισμένο σε μεγάλα οικόπεδα. Έτσι κάθε σπίτι έχει μεγάλους χώρους γύρω του ελεύθερους για κήπο, για δέντρα για αποθήκες, ό,τι χρειάζεται ένα αγροτόσπιτο. Τα σπίτια τότε ήταν δύο λογιών: τα παλιά και τα καινούρια.
Τα παλιά, όλα πετρόχτιστα, ήταν σχεδόν όλα ορθογώνια
παραλληλεπίπεδα, σκεπασμένα με κεραμίδια, υπερυψωμένα τρία τέσσερα σκαλοπάτια.
Ένα χωλ στη μέση, δεξιά και αριστερά δύο δωμάτια. Το ένα κουζίνα-τραπεζαρία, το
άλλο κρεβατοκάμαρα και δωμάτιο υποδοχής συγχρόνως. Τα έπιπλα ήταν από λιγοστά
ως ανύπαρκτα. Από σκεύη, τα απαραίτητα. Στο σαλόνι-κρεβατοκάμαρα υπήρχαν
συνήθως δύο κρεβάτια που χρησίμευαν και για καθίσματα, και μια ξυλόσομπα στη
μέση. Τα πατώματα πάντα στρωμένα το χειμώνα για ζεστασιά και όλοι οι σπιτικοί
και οι επισκέπτες έβγαζαν, πριν μπουν, τα παπούτσια τους.
Τα καινούρια σπίτια, πετρόχτιστα, με κεραμίδια κι αυτά, είχαν
σχεδόν όλα το σχήμα κεφαλαίου Γ, με μια σκεπαστή βεράντα στο γώνιασμα του Γ.
Από τη βεράντα έμπαινες σε ένα χωλ. Στη μια του μεριά ένα δωμάτιο και μια
κουζίνα και στην άλλη ακόμη ένα δωμάτιο. Τα χωρίσματα των δωματίων γίνονταν
με τσατμάδες (ξύλινα
πηχάκια σοβατισμένα). Τα περισσότερα ήταν υπερυψωμένα κατά 5 - 6 σκαλοπάτια,
και σχηματιζόταν έτσι κάτω από το μισό σπίτι μια μεγάλη ημιυπόγεια αποθήκη. Σ’
αυτά τα καινούρια σπίτια βλέπαμε κάποια έπιπλα και σκεύη περισσότερα από τα
άλλα, γιατί ανήκαν βέβαια σε νεότερα ζευγάρια.
Λουτρό ή τουαλέτα φυσικά δεν υπήρχε μέσα σε κανένα σπίτι, αφού
δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης. Στις άκριες των οικοπέδων, μακριά από τα σπίτια,
για να μη μυρίζουν, είχαν κατασκευαστεί πρόχειρα αποχωρητήρια με σανίδια, αραιά
καρφωμένα για τοίχους και πάτωμα, πάνω σε ένα βόθρο, επίσης με σανίδια. Οι
πόρτες τους ήταν από σανίδια ή από ένα κομμάτι λινάτσα. Κι άντε να σηκώνεσαι τη
νύχτα, με το παγωμένο χιόνι έξω, να πηγαίνεις για την ανάγκη σου!
Στις αυλές των περισσότερων σπιτιών υπήρχαν αχυρώνες-αποθήκες,
φτιαγμένες με ξύλα και σκεπασμένες με βρίζα (ξερούς βλαστούς σίκαλης). Όλα τα οικόπεδα ήταν
περιφραγμένα με ξύλινα παλούκια, κοντά το ένα στο άλλο (λούρα τα λέγανε). Αργότερα άρχισαν να τα περιφράζουν με
δικτυωτό πλέγμα.
Οι δρόμοι φυσικά ήταν όλοι χωματόδρομοι, όπως σε όλα τα χωριά,
και το χειμώνα γίνονταν λάσπες, ενώ το καλοκαίρι σκόνες.
Η συγκοινωνία
Συγκοινωνία σχεδόν όλο το χειμώνα δεν είχαμε. Δύο παραπόταμοι του Αλιάκμονα, η Σούτσα και ο Λάκκος, δεν είχαν γέφυρες. Τα αυτοκίνητα περνούσαν από την κοίτη τους, όταν φυσικά δεν είχαν κατεβάσει πολλά νερά. Αλλά ο χειμώνας στην Παλιουριά δεν ήταν κρητικός χειμώνας. Έβρεχε πάρα πολύ και χιόνιζε. Έτσι, τον περισσότερο καιρό αποκλειόμασταν συγκοινωνιακά, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται ο αποκλεισμός αυτός. Όταν είχε πάρα πολλά νερά, ακόμη και τα τρακτέρ δεν μπορούσαν να μπουν μέσα και να περάσουν απέναντι τους επιβάτες και τα εφόδια που έφερνε το λεωφορείο από τα Γρεβενά μέχρι τη Δήμητρα.
Πολλές φορές, οι χωριανοί που είχαν άρρωστο, τηλεφωνούσε στο
Καρπερό, στο γιατρό, έφερνε εκείνος τα φάρμακα μέχρι την όχθη της Σούτσας και
τα πετούσε πάνω από τα ορμητικά νερά σ΄ αυτούς που τα περίμεναν απέναντι. Πόσες
φορές ο Λάκκος κατέβαζε απότομα κι έκλεινε τον Βασίλη τον Ζάτσο απέναντι που
είχε τα γουρούνια! Πήγαιναν νύχτα και τον βοηθούσαν να περάσει πάνω από το
ποτάμι, από κλαδί σε κλαδί των πλατανιών, σαν τον Ταρζάν! Δύσκολα χρόνια!
Οι χωριανοί (14-9-2022)
Όλοι οι χωριανοί μ’ έκαμαν γρήγορα να αισθάνομαι δικός τους άνθρωπος, να νιώθω σαν στον τόπο μου. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Σάββατο βράδυ έφτασα στο χωριό, Κυριακή με είχαν τακτοποιήσει από κατοικία. Το πρώτο βράδυ με φιλοξένησαν στο σπίτι του Κώστα Πουρσανίδη. Την άλλη μέρα, οι ίδιοι με βοήθησαν να βρω στέγη στου Γιώργου Καρυπίδη το σπίτι. Μου παραχώρησαν ένα από τα δυο δωμάτια του σπιτιού τους! Με πολύ μικρό ενοίκιο.
Ζώντας τους πρώτους έξι μήνες σε προσφυγική γειτονιά και μέσα σε
προσφυγική οικογένεια, είχα την ευκαιρία και την τύχη να γνωρίσω από κοντά τους
πρόσφυγες. Αυτούς τους πολυβασανισμένους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τη γη
τους και μετά από χίλια βάσανα κατάφεραν να ριζώσουν σ’ αυτή τη γη και να την
μπολιάσουν με ό,τι καλό και προοδευτικό είχαν στις χαμένες πατρίδες τους. Πολύ
τους συμπάθησα και πιο πολύ τους θαύμασα αυτούς τους ανθρώπους. Οι 55άρηδες και
πάνω που γνώρισα το 1965, ήρθαν από τη Μικρά Ασία 15 και 20 χρόνων. Ήταν αυτοί
που πέρασαν τόσα βάσανα και διωγμούς πριν το 1922 και κατόπιν το φοβερό
ξεριζωμό. Είχαν ζήσει το μεγάλο χαλασμό και είχαν ζωντανές τις αναμνήσεις. Ό,τι
άκουσα κι έμαθα από αυτούς ήταν από πρώτο χέρι. Μου διηγούνταν για τη ζωή τους
στις χαμένες πατρίδες και το δραματικό ξεριζωμό τους από εκεί. Κι ύστερα τα
βάσανά τους, κατά τα δύσκολα χρόνια μέχρι να ριζώσουν στην καινούρια γη που
τους πρόσφερε το Ελληνικό Κράτος, όχι με τις ευλογίες και τις ανοιχτές αγκαλιές
των γηγενών κατοίκων, που τους αντιμετώπιζαν τα πρώτα χρόνια σαν παρείσακτους
που ήρθαν να μοιραστούν το λιγοστό ψωμί τους.
Αυτές τις ζωντανές αναμνήσεις, από αγνούς ανθρώπους που τα
έζησαν, χωρίς πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες, αυτά τα πολύτιμα στοιχεία αυτών
των ζωντανών αρχείων, δεν τα εκμεταλλεύτηκα σωστά. Θα έπρεπε, όσες διηγήσεις
άκουγα, να τις καταγράφω λεπτομερώς. Να τις έχω γραπτές. Να ζητήσω διηγήσεις
από περισσότερους. Από όλους που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Αν τα κατέγραφα όλα
τότε, θα είχα τώρα στοιχεία να γράψω μια 100 % αληθινή ιστορία για τη
Μικρασιατική καταστροφή και το προσφυγικό, από αληθινές και άδολες πηγές. Αλλά,
τώρα οι πηγές αυτές στέρεψαν για πάντα. … Αν είχα τότε μυαλό κι ένα μαγνητοφωνάκι…… Άκουγα κι από
ντόπιους διηγήσεις για το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τους τα παλιά χρόνια. Με τι
πρωτόγονα μέσα ζούσαν και πόσο άλλαξε προς το καλύτερο η ζωή τους με τον ερχομό
των προσφύγων. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά Αγγελίνα να μου λέει: «Αν δεν
έρχονταν οι πρόσφυγες, ακόμη βρίζα θα τρώγαμε». Και μια άλλη, με αφοπλιστική
ειλικρίνεια: «Πριν έρθουν οι πρόσφυγες, ντιπ δε νιώθαμε. Άλλο τσιράπι φορούσαμε
στο ένα πόδι κι άλλο στο άλλο»
Στην Παλιουριά ζούσαν ακόμη το 1965 – 60 ντόπιοι γέροι που
θυμούνταν τους Βαλκανικούς Πολέμους, την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το
Βενιζέλο, τον Πλαστήρα. Άνθρωποι που έζησαν το Αλβανικό Έπος του 1940 από μέσα,
από πιο κοντά. Γιατί και χωριανοί μου πολέμησαν στην Αλβανία και μου διηγήθηκαν
τόσα πολλά. Άργησαν, όμως, να φτάσουν από την Κρήτη στο μέτωπο και δεν έζησαν
την αγωνία της αναμονής της επίθεσης και τις πρώτες μέρες του πολέμου, όπως μου
τις περίγραψε ο γέρο Λάλος, του Θανάση ο πατέρας.
Όχι μόνο από τους πρόσφυγες που πρωτογνώρισα, αλλά και από τους
ντόπιους ήμουν ευχαριστημένος. Όλοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, μου φέρονταν πολύ
καλά, με τόση οικειότητα που με άφηνε κατάπληκτο. Με χαιρετούσαν εγκάρδια. Με
καλωσόριζαν λες και ήμουν ένας ξενιτεμένος τους, που γύρισε. Δε με καλημέριζαν
απλώς και να προσπεράσουν, μου έστηναν κουβέντα. Με ρωτούσαν διάφορα. Με
κοίταζαν ίσια στα μάτια όταν μου μιλούσαν. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Το κάνει
αυτός που πραγματικά ενδιαφέρεται γι’ αυτά που του λες, αυτός που ξέρει να
συζητά. Μου φαίνονταν όλοι απλοί και καλοσυνάτοι, ευθείς, ζεστοί, αγνοί,
φιλόξενοι. Γέροι που σηκώνονταν να μου προσφέρουν την καρέκλα τους, μόλις
έμπαινα στο καφενείο. Απίστευτο! Ένιωθα ότι με σέβονταν, με υπολόγιζαν. Στη συζήτηση
με άκουγαν προσεκτικά και με ρωτούσαν πολλά. Νόμιζαν πως τα ήξερα όλα.
Μα
περισσότερο μου άρεσε να τους ακούω εγώ να μιλούν. Κι ας μην τα καταλάβαινα όλα
(τον πρώτο καιρό), ντόπια, ποντιακά, τουρκικά. Σιγά-σιγά όμως τα συνήθιζα.
Άρχισα να χρησιμοποιώ τις λέξεις τους, που μάθαινα. Κι αυτό τους κολάκευε
ιδιαίτερα. Κι εγώ δεν το έκανα για να τους κολακεύω, αλλά πραγματικά μου άρεσε
να χρησιμοποιώ λέξεις ποντιακές και ντόπιες.
Το ταίριασμα του προοδευτικού ποντιακού στοιχείου με το ντόπιο,
έφερε πρόοδο και καλύτερη ζωή στο χωριό. Από τότε, ντόπιοι και Πόντιοι
πορεύονταν τον κοινό δρόμο της ζωής τους, με τις τόσες δυσκολίες, σχεδόν πάντα
ειρηνικά κι αγαπημένα. Οι μεν έπαιρναν από τα ήθη και τα έθιμα των δε,
παντρεύονταν μεταξύ τους, έκαναν παρέες, έπιναν και γλεντούσαν μαζί,
τραγουδούσαν τα τραγούδια και χόρευαν τους χορούς των άλλων. Πάντα βέβαια, στο
βάθος του μυαλού τους, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι Πόντιοι, είχαν τις αναμνήσεις
από τα παλιά, από τις αγαπημένες κι αξέχαστες χαμένες πατρίδες. Γι’ αυτό, όταν τους
έβλεπα να χορεύουν τους ποντιακούς χορούς, έδειχναν σαν να εκστασιάζονταν. Ένα
πάθος, μια φλόγα, που δε διέκρινες σε έναν ντόπιο, όταν χόρευε τους ποντιακούς
χορούς, όσο καλός χορευτής κι αν ήταν.
Όλους αυτούς τους ανθρώπους, ντόπιους και πρόσφυγες, άνδρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, τους βάλαμε στις καρδιές μας κι εκεί παραμένουν.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ (σημείωμα 14/9/22)
Δεν θα μεταφέρω εδώ τα λιγοστά στοιχεία για το χωριό, που είχα συγκεντρώσει μόνο από πληροφορίες ηλικιωμένων. Ο μαθητής μου Στέργιος Παλπάνης, με έρευνα γραπτών πηγών, μεράκι, πολλή δουλειά και αγάπη για τη γενέτειρά του, έγραψε το πολύ αξιόλογο βιβλίο για την Παλιουριά, το οποίο, είμαι σίγουρος ότι όλοι θα αποκτήσατε και θα έχετε διαβάσει.
Η ύδρευση (17-9-2022)
Δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε. Το νερό το κουβαλούσαν από τη βρύση, έξω από το χωριό, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας. Δεν το κουβαλούσαν όμως με στάμνες στον ώμο, όπως παλιά εμείς εδώ στην Κρήτη. Γέμιζαν μεγάλα μεταλλικά δοχεία, τα γκιούμια, και τα μετέφεραν με τα γαϊδούρια (γομάρια). Εμείς δεν πήγαμε ποτέ στη βρύση με τα γκιούμια. Καταναλώναμε από το νερό που έφερνε η σπιτονοικοκυρά μας!
Στο τέλος του 1965 ή αρχές του 1966 τελείωσε το υδρευτικό έργο
που, από μια πηγή ψηλά στο βουνό, έφερε το νερό στα σπίτια και λύθηκαν τόσα πολλά
προβλήματα στον τομέα αυτό. Το έργο αυτό τελείωσε πολύ γρήγορα, γιατί σύσσωμοι
οι χωριανοί πρόσφεραν εθελοντικά και δωρεάν προσωπική εργασία. Όλους τους
σωλήνες που χρειάστηκαν, από την πηγή του βουνού μέχρι το χωριό, τους
κουβάλησαν με τα ζώα τους.
Ο φωτισμός
Ούτε ηλεκτρικό φως υπήρχε το 1965. Πρέπει να ήρθε, αν θυμούμαι καλά, στο τέλος 1966 ή 1967. Ως τότε περνούσαμε με τη λάμπα του πετρελαίου. Κι άντε να διορθώνεις τη νύχτα τετράδια 51 μαθητών! Και να κυκλοφορείς τη νύχτα στους θεοσκότεινους λασπωμένους δρόμους! Γι’ αυτό μαζευόμασταν νωρίς-νωρίς στα σπίτια.
Θα ανοίξω εδώ μια παρένθεση, να γράψω κάτι που έχει σχέση με τον
ηλεκτροφωτισμό του χωριού. Θα το γράψω, γιατί δείχνει την απλοϊκότητα των
ανθρώπων, την ολιγάρκεια της εποχής, με πόσο απλά και λίγα πράγματα ήταν
ευτυχισμένοι.
Ο Θανάσης Γκιλέκας, εκεί που έβλεπε τους τεχνικούς να τοποθετούν
τα καλώδια στους στύλους της ΔΕΗ, έλεγε (τον άκουσα ο ίδιος): «Τι τα θέλουμε τα
ηλεκτρικά; Μια χαρά βλέπουμε στα σπίτια με τις λάμπες του πετρελαίου. Να βάλουν
ηλεκτρικά στο βουνό, στα ρουμάνια που βοσκάν τα πρόβατα. Εκεί χρειάζονται!».
Το τηλέφωνο
Η επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο γινόταν με το τηλέφωνο και με γράμματα που μας έφερνε και έπαιρνε από εμάς ο ταχυδρόμος. Το τηλέφωνο ήταν, φυσικά, ένα για όλο το χωριό, τοποθετημένο στο περίπτερο του Βαγγέλη Μπόλου (ο Βαγγέλης ήταν και ο φωτογράφος μας), και αργότερα στο μπακάλικο του Βαγγέλη του Παπακωνσταντίνου. Όταν μας καλούσε κάποιος, ο Μπόλος έστελνε κάποιον να μας ειδοποιήσει, για να μην αφήσει μοναχό το περίπτερο· καμιά φορά ερχόταν κι ο ίδιος.
Ο Παπακωνσταντίνου έβγαινε στην αυλή του και μας φώναζε. Αυτός
είχε φωνή που ακουγόταν από όλο το χωριό. Ήταν, εξάλλου, ο τελάλης του χωριού,
δηλαδή φώναζε τις ανακοινώσεις της κοινότητας, του συνεταιρισμού κ.λ.π., που
έπρεπε να ακούσουν οι χωριανοί. Μέχρι να πάμε, φυσικά η γραμμή έκλεινε, και
περιμέναμε εκεί να μας καλέσουν. Αλλά μέχρι να ξαναβγάλουν γραμμή, περνούσε
μπορεί και μισή ώρα.
Όταν τώρα θέλαμε να πάρουμε εμείς, το χέρι μας πιανόταν να
γυρίζουμε το «καβουρντιστήρι», όπως το λέγανε όλοι. Γιατί τότε τα τηλέφωνα ήταν
χειροκίνητα. Αντί για καντράν ή πλήκτρα με αριθμούς, είχαν ένα χερούλι που το
γύριζες αμέτρητες φορές μέχρι να βγάλεις Καρπερό, να σου δώσει, αν είχε, γραμμή
για Γρεβενά. Όχι μόνο το χέρι πιανόταν να γυρίζουμε το χερούλι, αλλά και η φωνή
μας να φωνάζουμε: «Έλα Καρπερό, Καρπερό. Καρπερό μ’ ακούς;» Πού ν’ ακούσει το
Καρπερό! Κι αν θέλαμε να επικοινωνήσουμε με Κρήτη, τότε άστα, μη ρωτάτε πόσο
περιμέναμε.
Η εκκλησία (20-9-2022)
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο κέντρο του χωριού, ήταν ένας σωρός χαλάσματα το 1965. Οι χωριανοί, κι εμείς με όλους τους μαθητές του σχολείου, εκκλησιαζόμασταν στο ναό της Παναγίας (Ζωοδόχος Πηγή), στη βορεινή είσοδο του χωριού. Είναι μια μικρή εκκλησία που δε μας χωρούσε και στριμωχνόμασταν. Παλιά, απλή και φτωχική, με όμορφες όμως τοιχογραφίες.
Το ξαναχτίσιμο της μεγάλης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου δε
θυμάμαι ακριβώς ποια χρονιά άρχισε· ίσως το 1966 ή το 1967 . Δούλεψαν προσωπική
εργασία και πρόσφεραν οικονομική βοήθεια όλοι οι χωριανοί. Αν δεν υπήρχε όμως η
μεγάλη οικονομική βοήθεια του Παλιουριώτη-Αμερικάνου μπαρμπα-Νικόλα Παλπάνη, δε
θα τελείωνε τόσο γρήγορα. Εγκαινιάστηκε όσο ήμουν ακόμα εκεί, ίσως το 1969 .
Το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας
Ψηλά, στην πλαγιά του βουνού, προς τη μεριά της Παλιουριάς, είναι χτισμένο το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας. Την πρώτη φορά που το επισκέφθηκα με το συνάδελφο Ηλία, ένιωσα μεγάλη απογοήτευση από την κατάστασή του. Εγκατάλειψη, ερήμωση. Χαλάσματα παντού, γεμάτα κοπριές. Πρόβατα και κατσίκια κυκλοφορούσαν σε όλους τους χώρους. Μόνο μέσα στην εκκλησία δεν έμπαιναν. Μόνο εκεί υπήρχε πόρτα. Η εκκλησία ήταν σε καλή κατάσταση. Πάνω από τη δυτική είσοδό της είδα πολλά κι όμορφα λιθανάγλυφα. Σ’ αυτά είδα και το έτος που χτίστηκε η εκκλησία, 1816. Το πρώτο που με εντυπωσίασε μόλις μπήκα μέσα, ήταν το ξυλόγλυπτο τέμπλο, σπάνιας ομορφιάς, εξαιρετικής τέχνης. Οι τοίχοι αγιογραφημένοι, αλλά οι αγιογραφίες είχαν μεγάλη φθορά. Κι όταν κάθισα έξω από το μοναστήρι ν’ αγναντεύσω την απέραντη θέα, δε μου ’λεγε ο νους μου να φύγω.
Το βουνό
Η θέα στο καταπράσινο βουνό γαληνεύει τη ματιά και ηρεμεί την ψυχή. Το χειμώνα, χιονισμένο, μοιάζει χριστουγεννιάτικη καρτ ποστάλ από τις Άλπεις. Κι αν ανεβείς ψηλά μέχρι τα έλατα και πιεις κατάκρυο νερό από τις ξύλινες γούρνες (κοπάνες), δε θέλεις μεγαλύτερη ευτυχία. Πόσες φορές το περπάτησα αυτό το βουνό, με παρέα τους άλλους κυνηγούς που θα αναφερθώ παρακάτω, αλλά και μόνος μου κυνηγώντας… τσίχλες.
Τα δέντρα του βουνού, χαμηλά στις πλαγιές, προς το χωριό, είναι
φυλλοβόλα. Το χειμώνα που ξεγυμνώνεται, είναι όμορφο μόνο όταν είναι
χιονισμένο. Την άνοιξη όμως! Μόλις αρχίσει να ξυπνά η φύση από τη χειμερινή
νάρκη της, αρχίζει στο βουνό ο χορός των χρωμάτων. Σχεδόν κάθε μέρα βλέπαμε και
μια διαφορετική απόχρωση του πράσινου, μέχρι να μπει ο Ιούνιος για να
αποκατασταθεί το οριστικό πράσινο, πάλι όμως με διαφορετική απόχρωση σε κάθε
ποικιλία δέντρων.
Μα και το ανάγλυφο του εδάφους της περιφέρειας του χωριού έχει
ενδιαφέρον. Το περισσότερο εκτείνεται σε λόφους κι ανάμεσά τους ρουμάνια και
μικρές κοιλάδες. Οι εναλλαγές αυτές του τοπίου είναι πολύ όμορφες. Δε σε
κουράζει το μονότονο του κάμπου.
Το ποτάμι
Από την άλλη μεριά του χωριού, κυλά τα νερά του ο Αλιάκμονας. Το χειμώνα που κατέβαζε πολλά νερά, ήταν μεγαλόπρεπος. Από το χωριό ακουγόταν η βοή του. Τα πλατάνια, οι ιτιές, και η άλλη παραποτάμια βλάστηση ήταν υπέροχα. Τα υδρόβια πουλιά του, στολίδια ζωντανά του τοπίου.
Μα το πιο αξιοθέατο του ποταμού, που κάθε επισκέπτης της
Παλιουριάς πήγαινε πρώτα-πρώτα να δει, ήταν το καρούλι. Ήταν το
χειροκίνητο «τελεφερίκ», για να περάσεις στην απέναντι όχθη, να επισκεφθείς την
Παναγιά (Τουρνίκι), να πας προς το μοναστήρι της Ζάβορδας ή προς τα Βέντζια.
Ήταν μια απλή κάσα, που κρεμόταν από τρία συρματόσχοινα και κινούνταν με μια
χειροκίνητη μανιβέλα. Πιο αξιοθέατο βέβαια γινόταν το καρούλι, αν πετύχαινες
μέσα τον κυρ Βαγγέλη Παπακωνσταντίνου με το γάιδαρό του, φορτωμένο την
πραμάτεια που πήγαινε να πουλήσει στο Τουρνίκι!
Παλιότερα υπήρχε άλλο καρούλι. Μια μικρή κάσα, ίσα που χωρούσε
έναν καθιστό άνθρωπο, που κυλούσε πάνω σε ένα συρματόσχοινο! Μέχρι τη μέση του
ποταμού κυλούσε μόνη της την κατηφόρα. Από κει κι έπειτα τραβούσε ο επιβάτης με
τα χέρια του το συρματόσχοινο και προχωρούσε λίγο-λίγο και αργά-αργά.
Φαντάζομαι τι αιώρηση έκανε και πώς ένιωθε ο τολμηρός που περνούσε με έναν
τέτοιο λοκατζήδικο τρόπο! Υπήρχε ακόμη στη θέση του, όταν ήμουν εκεί, σαν
μουσειακό είδος, αλλά δεν το φωτογράφισα, δυστυχώς.
Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο (23-9-2022)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ 23 / 9 / 2022: Για το Δ. Σχολείο και το Νηπιαγωγείο δε θα μεταφέρω εδώ όσα είχα γράψει στο βιβλίο μου, αφού, όπως πληροφορούμαι, ο Νίκος Παπακωνσταντίνου ετοιμάζει μια πολλή καλή εργασία και για τα δύο, και θα μάθετε από εκεί πολύ περισσότερα που αναφέρονται σε διδακτήριο, ιδρύσεις, προαγωγές, υποβιβασμούς, δασκάλους που υπηρέτησαν, μαθητές, σχολικούς εφόρους κλπ, κλπ.
Προβλήματα
δασκάλων και μαθητών
Η δουλειά στο σχολείο τότε ήταν εξουθενωτική. Πολλά τα παιδιά.
Ένα τμήμα με 51 μαθητές στρυμωγμένοι σε μια αίθουσα! Και τα επόμενα δύο χρόνια
που είχα Γ΄ και Δ΄ τάξεις μαζί, είχα από 50 και 51 παιδιά. Μόνο τα δύο
τελευταία χρόνια που έγινε τετραθέσιο το σχολείο είχα μια τάξη με 26.
Έξι
μέρες τη βδομάδα σχολείο, πρωί απόγευμα (εκτός από τα απογεύματα Τετάρτης και
Σαββάτου). Και την Κυριακή με τα παιδιά στην εκκλησία, υποχρεωτικά. Μα και
πολλά απογεύματα Τεταρτοσάββατων τα μάζευα για να μάθουν να ψέλνουμε μαζί στην
εκκλησία τη λειτουργία τις Κυριακές, τα εγκώμια τη Μεγάλη Παρασκευή, να
προετοιμάσουμε σχολικές γιορτές και πολλά άλλα. Η διδασκαλία με τα πιο
πρωτόγονα μέσα. Λόγια, λόγια, λόγια… Ελάχιστα ή ανύπαρκτα εποπτικά μέσα. Το
πολύ κάποιος χάρτης. Βοήθεια από το σπίτι, μηδενική.
Τα παραπάνω και πολλά άλλα προβλήματα υπήρχαν στη δουλειά του
σχολείου. Τα προβλήματα όμως που αντιμετώπιζαν τα παιδιά ήταν ακόμη
περισσότερα. Μερικά από τα προβλήματα αυτά ήταν τα παρακάτω:
Τα
κρύα και τα χιόνια των βαριών Παλιουριώτικων χειμώνων δεν αντιμετωπίζονταν με
τα σωστά ρούχα και παπούτσια (λαστιχένιες γαλότσες), ούτε υπήρχε η σωστή
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με αποτέλεσμα τα περισσότερα παιδιά να είναι
συνέχεια κρυολογημένα, να βήχουν και να γυαλίζει πάντα η περιοχή κάτω από τη
μύτη τους.
Το κρύο στο σχολείο το αντιμετωπίζαμε με ξυλόσομπες. Κάθε πρωί
και κάθε απόγευμα, τα παιδιά κρατούσαν από ένα ξύλο για τη σόμπα του σχολείου.
Κρατούσαν στο ένα χέρι την τσάντα με τα βιβλία και στο άλλο, ή στη μασχάλη, το
ξύλο. Και να είναι τόση παγωνιά, πρωί-πρωί, που τα χεράκια τους ήταν πιο ξύλινα
από τα ξύλα που κρατούσαν. Είχα προτείνει στους γονείς να φέρει στο σχολείο
καθένας τους από ένα φορτίο ξύλα με το γομάρι κι όταν θα τελειώσουν να
ξαναφέρουν, αλλά δε με άκουσαν. Οι επιμελητές πήγαιναν πιο πρωί από όλους και
άναβαν τις σόμπες. Έτσι, τα άλλα παιδιά, και οι δάσκαλοι φυσικά, έβρισκαν κάπως
ζεστές τις αίθουσες. Πολλές φορές πήγαιναν μαθητές δικοί μου και στο
Νηπιαγωγείο πρωί-πρωί και άναβαν κι εκεί τη σόμπα.
Όσο χιόνι κι αν είχε στρώσει στο χωριό, το είχε ή δεν το είχε
παγώσει, ποτέ δεν πήραμε εντολή από τον επιθεωρητή να κλείσουμε το σχολείο,
όπως γίνεται σήμερα. Οι χωριανοί άνοιγαν με φτυάρια ή απλά πατώντας το χιόνι,
στενά δρομάκια κι από εκεί περνούσαν οι ίδιοι και τα παιδιά για το σχολείο. Των
μικρών, και προπάντων των νηπίων, πολλές φορές μόλις που περίσσευαν τα
κεφαλάκια από το χιόνι, καθώς τα βλέπαμε να έρχονται προς το σχολείο.
Ακόμη πρόβλημα για τα παιδιά ήταν η μέτριας ποιότητας διατροφή.
Ευτυχώς λειτούργησε τότε ο θεσμός των μαθητικών συσσιτίων. Μπορεί μεν να
πρόσθεσε κι άλλες ευθύνες και ώρες απλήρωτης δουλειάς στους δασκάλους, όμως για
τα παιδιά ήταν καλό. Το πρωινό ζεστό γάλα που ετοίμαζε η μαγείρισσα, η κυρα-
Μαρία Σελεμεντζίδου (Μπακούραινα), και το μεσημεριανό φαγητό (πλιγούρι, κρέας,
ψάρια, πατάτες, φασολάδα κλπ ) ήταν μια καλή λύση στο πρόβλημα της σωστής
διατροφής των παιδιών για κείνα τα χρόνια.
Ακόμη, δυσκολίες για τα παιδιά ήταν η έλλειψη βοήθειας από το
σπίτι, η δυσκολία στη χρήση της γλώσσας εξαιτίας των ιδιωματισμών (ντόπια,
προσφυγικά, τουρκικά), η έλλειψη εξωσχολικών βιβλίων, η έλλειψη των γονέων για
όσα παιδιά είχαν τους γονείς τους στη Γερμανία και ανατρέφονταν από τους
παππούδες.
Όμως, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν δεν μείωναν τα προτερήματα
και τα φυσικά τους χαρίσματα. Ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά. Υπάκουα, πρόθυμα,
φιλότιμα, ήρεμα. Τα διαλείμματα έπαιζαν πάντα ομαδικά παιγνίδια, δείγμα σωστής
κοινωνικοποίησης, συνεργατικότητας, συντροφικότητας. Στο ομαδικό παιγνίδι
καλλιεργείται ο σωστός χαρακτήρας του παιδιού. Τα κορίτσια κάθε διάλειμμα
έστηναν το χορό με τη συνοδεία των τραγουδιών που τόσο καλά ήξεραν. Είχαν,
βέβαια, και τα καλά πρότυπα των μανάδων τους, που σε κάθε ευκαιρία έστηναν το
χορό στην αυλή της εκκλησίας.
Θα μπορούσαν ποτέ να φύγουν από το μυαλό και την καρδιά μου
τέτοια παιδιά;
Κάποια ήθη και έθιμα (25-9-2022)
Με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθούσα όσα μου διηγούνταν οι παππούδες για τη ζωή του χωριού τα παλιότερα χρόνια: Για την οικογενειακή ζωή, την ανατροφή των παιδιών, την κοινωνική ζωή, την αγροτική, την ποιμενική. Τόσα και τόσα. Ας γράψω πιο κάτω μερικά.
Πρώτη φορά άκουγα για πατριαρχικές οικογένειες με τους παππούδες
και όλα τα παιδιά τους, τις νύφες και τα εγγόνια τους (15-20 άτομα καμιά φορά),
να συζούν κάτω από την ίδια στέγη, με ένα πορτοφόλι, να τρέφονται από μια
κατσαρόλα, να κοιμούνται όλοι στρωματσάδα σ’ έναν οντά. Τα ιδιαίτερα πικάντικα
που δημιουργούνταν από αυτές τις συμβιώσεις τις νύχτες, όπως μου τα διηγήθηκε ο
Γιωργούλης Ντατσής, που τα έζησε ο ίδιος, δε γράφονται εδώ…
Αυτές οι πατριαρχικές οικογένειες, να μένουν δηλαδή όλα τα
παντρεμένα αγόρια, μαζί με τις οικογένειές τους, στο σπίτι του πατέρα τους,
είχαν εκλείψει αρκετά χρόνια πριν πάω εγώ στην Παλιουριά. Υπήρχε όμως, τα
χρόνια που ήμουν εκεί, ένας άλλος τύπος πατριαρχικής οικογένειας, αυτός που θα
περιγράψω παρακάτω.
Τα κορίτσια της οικογένειας, όταν παντρεύονταν, έφευγαν φυσικά
και πήγαιναν στο σπίτι του συζύγου. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τα
αγόρια. Όταν παντρευόταν το πρώτο αγόρι, δεν έφευγε να πάει σε δικό του σπίτι.
Εξακολουθούσε να μένει στο πατρικό σπίτι με τη γυναίκα και τα παιδιά που
έκαναν. Κοινή οικονομική διαχείριση με τους γονείς και τα μικρότερα αδέρφια
του. Μαζί όλες οι δουλειές, πρόβατα, σιτάρια, καπνά. Το ταμείο το είχαν πάντα ο
παππούς και, κυρίως, η γιαγιά. Από αυτήν ζητούσε η νύφη χρήματα, ακόμη και για
τις πιο ιδιαίτερες ανάγκες της. Η νύφη όφειλε και έδειχνε μεγάλο σεβασμό και
υπακοή (θα ’λεγα υποταγή) στα πεθερικά της, ιδιαίτερα δε στον πεθερό. Όταν
εκείνος ερχόταν από τη δουλειά, τον έλουζε, του έπλενε τα πόδια κι αφού τα
σκούπιζε, τα φιλούσε κιόλας. Όταν κάθιζε στο τραπέζι ο πεθερός, η νύφη δεν
κάθιζε ποτέ να φάνε όλοι μαζί. Έπρεπε να στέκεται όρθια πίσω από την καρέκλα
του πεθερού. (Αυτά τα τελευταία γίνονταν παλιότερα. Δεν τα ζήσαμε, μας τα
διηγήθηκαν).
Αν η οικογένεια είχε κι άλλα αγόρια, όλοι μαζί βοηθούσαν για να
χτίσουν έγκαιρα το σπίτι του πρώτου, για να μεταφερθεί εκεί, όταν θα ερχόταν η
ώρα να παντρευτεί ο δεύτερος.
Όταν λοιπόν το δεύτερο αγόρι έφτανε σε ηλικία γάμου κι εύρισκε
την υποψήφια νύφη, το πρώτο με την οικογένειά του χώριζε από την πατρική
οικογένεια. Ο πατέρας του έδινε κάποια στρέμματα χωράφια και εκείνο συνέχιζε τη
ζωή του στο σπίτι του.
Τώρα
στο πατρικό σπίτι η ζωή συνεχιζόταν το ίδιο όπως πριν, αλλά με την οικογένεια
του δεύτερου γιου. Αν υπήρχαν κι άλλα αγόρια, γινόταν το ίδιο μέχρι να
παντρευτεί και το τελευταίο. Αυτό έμενε οριστικά, παντρεμένο βέβαια, στο σπίτι
του πατέρα του, το οποίο (σπίτι) και κληρονομούσε.
Η συμβίωση αυτή των εγγονιών με παππουδογιαγιάδες δημιουργούσε
πολύ ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Και οι παππούδες αγαπούσαν τα εγγόνια ―των
γιων τους βέβαια, γιατί με αυτά των θυγατέρων τους δεν είχαν τόσο ζεστές
σχέσεις―, αλλά και τα εγγόνια, τους αγαπούσαν πολύ. Το έβλεπα στο σχολείο. Πιο
πολύ αναφέρονταν τα παιδιά στους παππούδες, παρά στους γονείς τους. Στην
κυριολεξία αυτοί τα μεγάλωναν.
Ακόμη ισχυρότερους δεσμούς με τους παππούδες είχαν τα παιδιά,
των οποίων οι γονείς έφυγαν οικονομικοί μετανάστες στη Γερμανία. Η δεκαετία του
1960 ήταν τα χρόνια της μεγάλης φυγής των Παλιουριωτών στη Γερμανία, για
αναζήτηση δουλειάς, για μια καλύτερη ζωή. Τα παιδιά τους έμεναν με τους
παππούδες, που αναλάβαιναν τώρα πιο μεγάλες ευθύνες. Δε λέω πως δεν ένιωθαν την
έλλειψη των γονέων. Την ένιωθαν. Το διακρίναμε στο σχολείο. Είχαν κάμποσα
προβλήματα. Όχι ιδιαίτερα μεγάλα. Γιατί με το να συζούν τα παιδιά αυτά με τους
παππούδες από μωρά, δεν ήταν καταλυτική γι’ αυτά η απουσία των γονέων.
Τα παλιά ήθη και έθιμα και τη ζωή του χωριού γενικά, μου τα
διηγήθηκαν. Πλούτος λαογραφικού υλικού, με πολύ ενδιαφέρον, για καταγραφή. Μα,
πού μυαλό τότε εγώ…
Τα καινούρια ήθη και έθιμα τα έζησα από το 1965 μέχρι το 1969
και τα γνώρισα πολύ καλά. Έζησα από κοντά τις χαρές και τις λύπες των
Παλιουριωτών. Μέναμε κοντά τους από την πρώτη κάθε Σεπτέμβρη μέχρι την εικοστή
του Ιούνη, δηλαδή τριακόσιες ( 300) μέρες το χρόνο. Ούτε Χριστούγεννα και Πάσχα
δε φεύγαμε. Ζούσαμε μαζί τους στο καλό και στο κακό, στο εύκολο και στο
δύσκολο. Αν μας απόκλειε ο χιονιάς ή το ποτάμι (η Σούτσα), ήμασταν όλοι
αποκλεισμένοι κι όλοι υποφέραμε το ίδιο. Ό,τι στερούνταν, το στερούμασταν κι
εμείς. Αν είχαν να φάνε, είχαμε κι εμείς.
Το χοίρο που έκοβαν τα Χριστούγεννα, δεν τον έτρωγαν μόνοι τους.
Ούτε το γάλα και τα αυγά, ούτε τις νόστιμες πίτες. Κάποια Χριστούγεννα ανήμερα,
μας έφερε στο σπίτι ο Βασίλης Ζάτσος ένα ολόκληρο γουρουνόπουλο (μωρό 2 – 3
κιλά), ψημένο στη σούβλα. Ροδοκόκκινο, ζεστό και λαχταριστό. Μου φαίνεται πως
αισθάνομαι ακόμη τη μυρωδιά και τη νοστιμιά του. Μα ίσως πιο πολύ από το άρωμα
του ψητού, μοσχοβόλησε, και μοσχοβολά ακόμη μέσα μου, η πράξη της ανθρωπιάς του
φτωχού κι αγράμματου ανθρώπου! Να φιλέψει κάποιους που τέτοια χρονιάρα μέρα
βρίσκονταν μόνοι στην ξενιτιά, μακριά από τους δικούς τους!!!
Σε κάθε γιορτή πηγαίναμε οπωσδήποτε στα σπίτια όλων που
γιόρταζαν. Να μας κεράσουν έστω και ένα σκέτο λουκούμι. Σε όσους γάμους έγιναν
τα χρόνια που ήμασταν εκεί, πάντα πρώτοι καλεσμένοι και σε περίοπτες θέσεις του
γαμήλιου τραπεζιού, οι δάσκαλοι του χωριού. Κι ας ήταν μερικές φορές το μενού
φασολάδα και πατάτες μπλουμ, όσο κι αν δεν μπορούν να το πιστέψουν οι σημερινοί
νέοι. Με τα χείλη που έχω σε φιλώ, λέει μια παροιμία. Φασολάδα μεν,
τιμητική πρόσκληση δε. Αυτό αξίζει.
Διασκέδαση (28-9-2022)
Όπως σε όλα τα χωριά εκείνης της εποχής, έτσι και στην Παλιουριά, οι διασκεδάσεις ήταν λίγες και ανάλογες με τα μέσα της εποχής.
Κλασική διασκέδαση των ανδρών το καφενείο. Τάβλι,
παιγνίδια τράπουλας, κρασάκι, τσιπουράκι κι ατέλειωτες συζητήσεις επί παντός
επιστητού.
Οι χοροί των γυναικών στην αυλή της
εκκλησίας κάθε γιορτή, αλλά και σχεδόν κάθε Κυριακή, με τα μακρόσυρτα ντόπια
τραγούδια που τους συνόδευαν, και που ποτέ δεν κατάλαβα τους στίχους, ήταν μια
διασκέδαση, γιατί δεν υπήρχαν δα και πολλοί άλλοι τρόποι και ευκαιρίες
διασκέδασης.
Εκτός από τα τραγούδια και τους
χορούς, οι γυναίκες έπαιζαν και διάφορα παιγνίδια εκεί στην πλατεία. Ξένοιαστα,
ανέμελα σαν τα παιδιά.
Τις Κυριακές, οι νέοι και οι κοπέλες κυρίως, στολισμένοι όλοι κι
όλες με τα καλά τους, βόλτα στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Αστεία, πειράγματα,
κουτσομπολιό. Οι γυναίκες της γειτονιάς μας, που δεν έκαναν βόλτα, είχαν το
στέκι τους έξω από το μύλο του Τζάλα. Εκεί κάθονταν και τα συζητούσαν ώρες
ατέλειωτες. Όταν περνούσαμε από μπροστά τους, νιώθαμε σαν να μπαίναμε σε
μηχάνημα ακτινογραφίας.
Είχαμε και σινεμά! Μια φορά την εβδομάδα ερχόταν κινητό
συνεργείο και πρόβαλε, στου Χειρίδη το καφενείο, συνήθως δραματικές ελληνικές
ταινίες. Αξία είχε, όχι η ταινία, που έτσι κι αλλιώς θα πηγαίναμε όποια κι αν
πρόβαλε, αλλά η παρέα και η διέξοδός μας από τη μονοτονία της καθημερινότητας.
Να δούμε, να μας δούνε, να κουβεντιάσουμε με τους χωριανούς, να μάθουμε νέα
τους. Η γνώριμή μας, λοιπόν, φωνή από το αυτοκίνητο που γύριζε στους δρόμους
του χωριού με το μεγάφωνο και διαφήμιζε την ταινία, μας ήταν πολύ αγαπητή: “Απόψε, στο καφενείο του Χειρίδη, θα
προβληθεί η ταινία Tα δάκρυά μου είναι καυτά, με το παιδί του λαού Νίκο
Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση”.
Λίγες φορές είχε έρθει στο χωριό και κάποιο περιοδεύον λαϊκό
συγκρότημα κι έπαιζε, στο ίδιο καφενείο, μουσική. Τραγουδούσαν και χόρευαν
οι ντιζέζες, όπως τις
έλεγε η γιαγιά Αγγελίνα. Αυτές οι τραγουδίστριες της πυρκαγιάς, δεν είχαν και
τόσο καλή φήμη και κουτσομπόλευαν οι γιαγιάδες τους άνδρες που πήγαιναν.
Tις Απόκριες του 1969 οργανώθηκε ένας αποκριάτικος χορός, στο
καφενείο της Σταματίας. Όσοι χώρεσαν στο καφενείο γλέντησαν με την ψυχή τους.
Μια πολύ ευχάριστη βραδιά, που χορέψαμε ακόμη και κρητικό χορό. Τέτοιες
ευκαιρίες δε μας δόθηκαν πολλές.
Αξέχαστη θα μου μείνει και η υπέροχη Πρωτομαγιά του 1965, στην
Αγία Κυριακή, με συμμετοχή σχεδόν του μισού χωριού, με ψητά αρνιά, κρασί,
τραγούδι, χορό, κέφι.
Πολύ όμορφη ήταν μια Πρωτοχρονιά η αναπαράσταση μιας παλιάς
τοπικής γιορτής, τα ρουγκατσάρια Διασκέδασε
όλο το χωριό.
Αρκετές
φορές το χρόνο πρόσφερε και το σχολείο την ευκαιρία στους χωριανούς να
«διασκεδάσουν», κατά κάποιον τρόπο. Να φορέσουν τα καλά τους, να έρθουν
οικογενειακώς στην αυλή του σχολείου, να δουν, να τους δουν, να συζητήσουν, να
κουτσομπολέψουν τους άλλους χωριανούς και τους δασκάλους. Αλλά προπάντων να
καμαρώσουν τα παιδιά και τα εγγονάκια τους που θα τραγουδήσουν, θα απαγγείλουν
ποιήματα, θα υποδυθούν ρόλους σε σκετς. Η 28η Οκτωβρίου, τα Χριστούγεννα, η 25η
Μαρτίου, η γιορτή της μητέρας, οι γυμναστικές επιδείξεις και η γιορτή του
τέλους του σχολικού έτους, ήταν σημαντικές μέρες για τη ζωή του χωριού.
Οικονομία του χωριού (2-10-2022)
Οι γεωργοί
Στην Παλιουριά, οι γεωργοί καλλιεργούσαν τότε κυρίως σιτάρια το χειμώνα και καπνά το καλοκαίρι.
Η καλλιέργεια του σιταριού ήταν από τότε μηχανοποιημένη και γι’
αυτό εύκολη, κατά τη γνώμη μου, αν τη συγκρίνω με την αντίστοιχη δουλειά στην
Κρήτη, που το έδαφος είναι πολύ ορεινό και οργώναμε τότε (1965), ακόμη με τα
βόδια, τα άλογα ή τα γαϊδουράκια. Στην Παλιουριά, όλα γίνονταν με τα τρακτέρ:
όργωμα, σπορά, λίπανση. Δεν είχαν όλοι τρακτέρ, αλλά πλήρωναν όσους είχαν κι
έκαναν τη δουλειά τους. Το καλοκαίρι με τις θεριζοαλωνιστικές θέρισμα, και
κουβάλημα της σοδειάς στα σακιά, με το τρακτέρ στην αποθήκη. Τώρα, σε ποια τιμή
πουλούσαν το κιλό το σιτάρι και σε ποια τιμή έτρωγε ο κόσμος το ψωμί, είναι μια
άλλη θλιβερή ιστορία που, δυστυχώς, συνεχίζεται.
Μια ποσότητα από το σιτάρι που έβγαζε κάθε οικογένεια, το άλεθαν
στο εργοστάσιο και το αλεύρι αυτό το αποθήκευαν σε ένα τεράστιο ξύλινο κιβώτιο
(αμπάρι), που χωρούσε όλο το αλεύρι της χρονιάς. Από το αλεύρι αυτό
ζύμωναν κι έψηναν, κάθε νοικοκυρά στο δικό της φούρνο, το νοστιμότερο ψωμί που
έχω φάει στη ζωή μου. Αυτό δεν έχει καμιά δόση υπερβολής.
Μα το αλεύρι δεν ήταν μόνο για ψωμί. Από το καθημερινό μενού των
Παλιουριωτών, σπάνια έλλειπε η κάθε λογής πίτα. Σαν κύριο φαγητό, τις πιο
πολλές φορές, ή σαν συμπλήρωμα: τυρόπιτα, χορτόπιτα, χορτοτυρόπιτα,
κολοκυθόπιτα, στριφτή, ίσια… ούτε θυμούμαι πια πόσων λογιών. Ψημένες στη
γάστρα, στον ξυλόφουρνο ή στο φούρνο της ξυλόσομπας, ήταν πολύ νόστιμες. Εκείνο
που θαύμαζα στην κατασκευή της πίτας ήταν η μαστοριά των γυναικών να ανοίγουν,
σε χρόνο μηδέν, μεγάλα, στρογγυλά και λεπτά φύλλα με το ξυλίκι πάνω στο σοφρά (στρογγυλό
και χαμηλό τραπεζάκι).
Η καλλιέργεια του καπνού, όπως μας την περιγράφανε, ήταν πολύ
δύσκολη. Το καλοκαίρι εμείς φεύγαμε και δεν την παρακολουθήσαμε ποτέ από κοντά,
ολόκληρη. Τον Ιούνιο που φεύγαμε, είχαμε δει μόνο τα φυτά στις βραγές, έτοιμα
για φύτεμα, και είχαν αρχίσει και τα πρώτα φυτέματα. Ακολουθούσε το κουραστικό
τσάπισμα και το εξουθενωτικό νυχτερινό σπάσιμο των ώριμων φύλλων. Στη συνέχεια
το ραμάτιασμα, δηλαδή το πέρασμα των φύλλων σε ράμματα (κλωστές),
για να κρεμαστούν και να ξηραθούν. Τοποθετούσαν έπειτα τα ξηραμένα φύλλα σε
μεγάλα δέματα, τα αποθήκευαν και περίμεναν τους εμπόρους.
Η διαδικασία της εμπορίας των καπνών, είχε πολύ ενδιαφέρον και
πολύ άγχος για τους παραγωγούς. Μεγάλο γεγονός για το χωριό, ο ερχομός των
εμπόρων. Υπήρχε και σχετικό τραγούδι, στα ποντιακά, που δεν το θυμάμαι.
Ξενύχτια στα καφενεία με συζητήσεις, παζάρια, κόντρες, προσφορές, απαιτήσεις…
Και πάντα σε βάρος των παραγωγών καταλήγανε. Τους έριχναν στις τιμές, τους
έκλεβαν στο ζύγι, τους έβγαζαν κάποιες ποσότητες άχρηστα και τα έκαιγαν! Δεν
έμενε τίποτα στον αγρότη. Δεν πληρωνόταν ο κόπος του.
Εκτός από τα σιτάρια και τα καπνά, οι άλλες γεωργικές
απασχολήσεις των Παλιουριωτών ήταν περιορισμένες και σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Για το σπίτι τους φύτευαν, στα «προσοκήπια» ή στην αυλή του σπιτιού, όταν ήρθε
το νερό, λίγα καλοκαιρινά λαχανικά. Είχαν λίγα οπωροφόρα δέντρα και λίγα
αμπέλια.
Οι κτηνοτρόφοι (5-10-2022)
Οι κτηνοτρόφοι στην Παλιουριά έτρεφαν τότε, κατά κύριο λόγο, πρόβατα και κατσίκια. Λίγοι έτρεφαν γουρούνια.
Σχεδόν
όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού είχαν από μια ή δυο αγελάδες η κάθε
οικογένεια. Έτσι, δεν έλειπε από κανένα σπίτι το γάλα, το βούτυρο, και
προπάντων το τυρί: πρόβιο, κατσικίσιο ή γελαδινό· άσπρο, μαλακό, αγνό, νόστιμο
τυρί.
Όλοι οι χωριανοί συγκέντρωναν κάθε πρωί τις αγελάδες σε ένα
χωράφι, στην άκρη του χωριού, πιο πάνω από το σχολείο. Ένας βοσκός (γελαδάρης), που πλήρωναν όλοι, τις
οδηγούσε για βοσκή. Το βράδυ που τις έφερνε, γέμιζε ο κεντρικός δρόμος του
χωριού αγελάδες, που κατευθύνονταν μόνες τους προς τα σπίτια των αφεντικών
τους. Κι εγώ με το συνάδελφο Ηλία, από το καφενείο της Σταματίας, λέγαμε:
«Σχόλασε το Αρσάκειο. Περνούν οι Αρσακειάδες. Ας βγούμε έξω να τις δούμε».
Ελάχιστοι Παλιουριώτες ασχολούνταν επαγγελματικά με τη
χοιροτροφία. Τώρα θυμούμαι μόνο τον Βασίλη τον Ζάτσο και, αν δεν κάνω λάθος,
και τον Γιώργο Παλπάνη.
Η φύση του χωριού, με τα δάση βαλανιδιάς στις πλαγιές του
βουνού, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη ως κάτω στο ποτάμι, ευνοούσε τη
χοιροτροφία. Το βαλανίδι είναι η πιο αγαπημένη και η πιο θρεπτική τροφή των
χοίρων. Οι λίγοι χοιροτρόφοι έβοσκαν τα γουρούνια τους σε μικρά κοπάδια,
ελεύθερα. Έτσι το κρέας τους ήταν νοστιμότατο και υγιεινό. Φυσικά, το ίδιο
ισχύει και για το κρέας και το γάλα των προβάτων, κατσικιών και αγελάδων. Το
ίδιο και για το κρέας των πουλερικών. Όλα ήταν νόστιμα και υγιεινά, γιατί όλα
τα ζώα τότε τρέφονταν με χόρτα και καρπούς της γης.
Εκτός από τους λίγους που έτρεφαν γουρούνια σε επαγγελματική
βάση, όλοι σχεδόν οι λοιποί χωριανοί έτρεφαν από ένα γουρούνι κάθε οικογένεια,
για το σπίτι της. Αγόραζαν το γουρουνόπουλο το καλοκαίρι και το μεγάλωναν για
να το κόψουν, μεγάλο χοίρο, τα Χριστούγεννα. Το πόσο στενά ήταν συνδεμένα τα
Χριστούγεννα με το σφάξιμο των χοίρων, δείχνει το εξής. Μια χρονιά, παραμονές
Χριστουγέννων, έβαλα έκθεση στα παιδιά με θέμα: «Τι γιορτάζουμε τα
Χριστούγεννα». Ένας μαθητής μου έγραψε: «Τα Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε για να
κόψουμε τα γουρούνια!».
Με τα πρόβατα και τα γίδια ασχολούνταν αρκετοί στην Παλιουριά.
Μεγαλοτσέλιγκας δεν ήταν κανένας, μικρά κοπάδια είχαν όλοι τους. Τα βόσκαγαν,
ελεύθερα, στις πλαγιές του βουνού ως κάτω χαμηλά στα χέρσα χωράφια και το
καλοκαίρι στις καλαμιές. Τα βράδια τα έκλειναν στα μαντριά και τα άρμεγαν πρωί
και απόγευμα στη στρούγκα.
Τα μαντριά, με ξύλα, σε κυκλικό σχήμα, ήταν πολύ πρωτόγονα. Ένα
μέρος τους ήταν σκεπασμένο με βρίζα. Πλάι στο μαντρί είχε την καλύβα του ο
κτηνοτρόφος. Πρωτόγονη κι αυτή, με ξύλα και βρίζα, συνήθως κωνική. Εκεί έμενε
πάντα ο κτηνοτρόφος, για να προστατεύει, μαζί με τα μαντρόσκυλά του, τα ζώα του
τη νύχτα από τους λύκους.
Με όλα τα στοιχεία της φύσης εναντίον του, τους ανέμους, τις
βροχές, τα κρύα και τα χιόνια, ο κτηνοτρόφος ζούσε μια πολύ δύσκολη ζωή. Στο
χωριό δεν ερχόταν συχνά. Λίγες Κυριακές και κάποιες γιορτές, για λίγες ώρες
κάθε φορά. Από τα σπίτια τους πήγαιναν το λιτό φαγητό στην καλύβα.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Εδώ τελειώνω το πρώτο μέρος των αναρτήσεων δικών μου κειμένων. Υπενθυμίζω στις φίλες και φίλους Παλιουριώτες, ότι τα δημοσιευόμενα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο, εμένα και της Μαρίκας Ζάτσου: “αναμνήσεις από την Παλιουριά”. Από μεθαύριο θα δημοσιεύσω αποσπάσματα από το μέρος που έγραψε η Μαρίκα. Ελπίζω να έχουν αυτά καλύτερη αναγνωστική τύχη από τα δικά μου, γιατί αυτά είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού. Είναι μερικά από τα ήθη και έθιμα της προ πενήντα χρόνων, και πιο πίσω, ζωής των γονέων και παππούδων των σημερινών νέων, που δεν πρέπει να χαθούν. Σας παρακινώ να τα διαβάσετε. Κοινοποιήστε τα για να τα γνωρίσουν κι όσοι, για ανεξήγητους λόγους δεν μπαίνουν σε αυτήν τη σελίδα.
Λαογραφικά ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΑΣ Γ. ΖΑΤΣΟΥ (8-10-2022)
Το προξενιό κι ο αρραβώνας
Οι περισσότεροι γάμοι, πριν τη Γερμανοκατοχή, γίνονταν με προξενιό. Ο πατέρας του αγοριού, κατά κύριο λόγο, έκρινε αν μια κοπέλα είναι κατάλληλη για το γιο του. Τα κριτήρια; Αν κρατούσε η κοπέλα από νυκοκυραίους. Πάρε νύφη από σειρά και σκύλα από κουπάδι, έλεγε η παροιμία.
Αν λοιπόν τους άρεζε μια κοπέλα, τότε
έστελναν προξενιό. Ο πατέρας του νεαρού, μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του,
πήγαιναν να ζητήσουν την κόρη. Αν η απάντηση (των γονέων της, αυτή δεν τη
ρωτούσαν) ήταν θετική, όριζαν την ημερομηνία των αρραβώνων. Την ημερομηνία αυτή
επισκέπτονταν το σπίτι της νύφης οι γονείς του γαμπρού, καθώς και οι θείοι
(αδέρφια του πατέρα και της μάνας του). Οι συγγενείς της νύφης είχαν κάνει
ετοιμασίες, έτρωγαν κι έπιναν. Έπειτα συνυπέγραφαν το σχετικό προικοσύμφωνο σε
μια πλάκα πέτρινη και αργότερα σε χαρτί. Να ένα δείγμα παλιουριώτικου
προικοσύμφωνου που έχει διασωθεί:
Χαλεύουμε να ’χει στην προίκα η νύφη τα παρακάτω:
• 80 ζευγάρια τσιρέπια (μάλλινες πλεκτές κάλτσες).
• 0 ανδρικά πκάμισα, ένα για κάθε συγγενή πρώτου βαθμού.
• 20 γυναικεία πκάμισα
• 0 προσκέφαλα υφαντά
• 2 τσιρέπια παιδικά (για τα κούτσικα).
• ζευγάρι βόδια.
• κουσιώρες μελίσσια (κυψέλες της εποχής, πλεχτά κωνικά
κοφίνια).
• 0 φλοκάτες.
• 2 αλαξές γιορτινές.
• 0 κεφαλομάντηλα, φακιόλια.
• 20 ποδιές.
• 20 λίρες χρυσές (αν ήταν εύποροι οι γονείς της νύφης).
Μετά τις υπογραφές συνέχιζαν το φαγοπότι μέχρι το πρωί.
Όταν έφευγαν,
τους κρεμούσαν στο ώμο με παραμάνες τσιρέπια και
μαξιλαροθήκες
Ο γάμος
Ο πατέρας του αγοριού όριζε την ημερομηνία του γάμου. Είχε το πάνω χέρι σε όλες τις διαδικασίες (πατριαρχική οικογένεια). Οι γάμοι γίνονταν συνήθως Πάσχα ή χεινόπωρο και κρατούσαν μια εβδομάδα. Την Τετάρτη πριν το γάμο ανάπιαζαν τα προζύμια στο σπίτι του γαμπρού. Μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι. Ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι 8- 10 χρόνων ανάπιαζαν τα προζύμια. Τα παιδάκια αυτά έπρεπε να έχουν στη ζωή και τους δύο γονείς τους. Το κοριτσάκι κοσκίνιζε τ’ αλεύρι μέσα στο σκαφιδάκι. Οι γυναίκες τραγουδούσαν κι έριχναν κέρματα μέσα στη σίτα που κοσκίνιζε το κορίτσι. Το αγοράκι έριχνε νερό από μια γυάλινη κανάτα. Η κανάτα ήταν στολισμένη γύρω από το στόμιο με ξερό βασιλικό και μαλλιά προβάτου, που τα είχαν βάψει κόκκινα, κίτρινα, μπλε, τα είχαν ανοίξει και τα άπλωναν πάνω στα ξερά κλωνιά του βασιλικού. Από το προζύμι αυτό θα γινόταν η κουλούρα της νύφης και το ψωμί του γάμου. Για το τραπέζι του γάμου υπήρχε έθιμο να ζυμώνουν και το ρεβιθένιο ψωμί. Για το ψωμί αυτό ανάπιαζαν προζύμι από αλεύρι και ρεβίθια, τα οποία είχαν στουμπίσει στο γουδί, ενώ στο νερό είχαν μουσκέψει κλωνάρια από ξηρό βασιλικό. Την κουλούρα της νύφης τη στόλιζαν με διάφορα σχέδια, φτιαγμένα από ζυμάρι, στραγάλια και σταφίδες. Ο πρώτος μπράτιμος (φίλος του γαμπρού) έσερνε πρώτος το χορό, έξω από την εκκλησία, κρατώντας ψηλά την κουλούρα, στο δεξί χέρι. Όταν, μετά το γάμο στην εκκλησία, η νύφη πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού, έσπαζαν την κουλούρα πάνω στο κεφάλι της και τη μοίραζαν στους συγγενείς.
Την Παρασκευή, πριν το γάμο, οι συγγενείς του
γαμπρού και τα μπρατίμια πήγαιναν, σε πομπή, στο σπίτι της νύφης να φορτώσουν
τα προικιά. Στόλιζαν τ’ άλογα με κόκκινες φλοκάτες και πάνω στο σαμάρι έβαζαν
να καθίσει ένα μικρό αγόρι για να γεννά η νύφη αγόρια. Στην πομπή ακολουθούσαν
οι λοιποί με τα γαϊδουράκια και πολλές φορές και με κάρο. Οι μπρατίμισσες,
φίλες της νύφης, καμώνονταν πως δεν έδιναν τα προικιά στο σόι του γαμπρού. Τότε
ο πρώτος μπράτιμος έδινε φιλοδωρήματα κι εκείνες «υποχωρούσαν» και παρέδιναν τα
προικιά.
Σάββατο βράδυ γινόταν γλέντι. Ο καθένας από
τα συμπεθεριά έκανε το γλέντι με τους συγγενείς του. Αν τολμούσε κάποιος από
τους συμπεθέρους να επισκεφθεί το γλέντι του άλλου σογιού (κυρίως οι συγγενείς
του γαμπρού το τολμούσαν), οι συγγενείς της νύφης τους έριχναν αλεύρι, κι αυτοί
έφευγαν με γέλια για το χορό του σογιού τους.
Την Κυριακή, στο σπίτι της νύφης, οι φίλες
της τη στόλιζαν και οι γυναίκες γύρω τραγουδούσαν. Την ίδια ώρα, στο σπίτι του
γαμπρού, ο κουμπάρος ξύριζε το γαμπρό και οι γυναίκες γύρω τραγουδούσαν σχετικά
τραγούδια. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ξεκινούσε πρώτα ο γαμπρός με τα όργανα προς
την εκκλησία, όπου και περίμενε τη νύφη, η οποία έφτανε μετά από λίγο με
τραγούδια και χορούς. Την υποδέχονταν βάζοντας της στην αγκαλιά να κρατήσει ένα
μωρό αγοράκι. Αυτή το φιλούσε και το δώριζε μπλουζάκι ή πουκάμισο. Τη
χαιρετούσε ο πεθερός κι αυτή τον δώριζε πουκάμισο και τσιρέπια, που του τα
κρεμούσε στον ώμο. Ο πεθερός χοροπηδούσε τρεις φορές επί τόπου, για να είναι η
ζωή του ζευγαριού ευτυχισμένη. Στο γαμπρό έδιναν ένα μήλο, με κέρματα καρφωμένα
επάνω, που έπρεπε να το πετάξει πάνω από την εκκλησία, για να δείξει ότι είναι
δυνατός. Τα μικρά παιδιά έτρεχαν να βρουν το μήλο, για να μοιραστούν τα
κέρματα. Ο γαμπρός χαιρετούσε τη νύφη και την οδηγούσε μέσα στην εκκλησία για
το μυστήριο. Μετά το μυστήριο έβγαιναν στο προαύλιο της εκκλησίας και άρχιζε ο
χορός, όλοι μαζί οι συγγενείς νύφης και γαμπρού.
Τη Δευτέρα το πρωί, οι συγγενείς του γαμπρού
πήγαιναν τη νύφη στη βρύση για να γεμίσει νερό τη στάμνα. Όταν γύριζε στο
σπίτι, έριχνε νερό από τη στάμνα στον πεθερό για να πλυθεί, δείγμα σεβασμού και
υποταγής.
Την επόμενη Κυριακή (πρώτη Κυριακή μετά το γάμο), η μάνα
της νύφης την καλούσε στο πατρικό σπίτι. Την επίσκεψη αυτή τη λέγανε πιστρόφια (επιστροφή).
Δεν πήγαινε, βέβαια, μόνη της η νύφη αλλά μαζί με το γαμπρό, τους γονείς και τα
αδέρφια του, καθώς και τα μπρατίμια. Στο σπίτι της νύφης (δηλαδή των γονέων
της) ήταν οι αντίστοιχοι δικοί της. Είχαν γίνει οι σχετικές ετοιμασίες και
έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν. Από τα πιστρόφια και μετά μπορούσε η νύφη να επισκέπτεται
το πατρικό της και μόνη της, όποτε ήθελε.
Τα νυχτέρια από τη Μαρία Γ. Ζάτσου (12-10-2022)
Πολλές από τις ατέλειωτες και παγωμένες νύχτες του χειμώνα, μαζεύονταν γείτονες, συγγενείς και φίλοι σε ένα σπίτι για να νυχτερέψουν. Κυρίως, όμως, οι παρέες των νυχτεριών ήταν γυναικείες. Οι γυναίκες έπαιρναν μαζί τους τα εργόχειρά τους. Άλλη έπλεκε, άλλη έγνεθε, άλλη κεντούσε. Η νοικοκυρά προ-μηθευόταν τα κεράσματα που δεν είχε στο σπίτι (μανταρίνια, λουκούμια, άντε και κανένα λίτρο μέντα), άναβε από νωρίς το τζάκι, ετοίμαζε τις γκαζόλαμπες και περίμενε την παρέα.
Για να περάσει η βραδιά, έβραζαν καλαμπόκι και το έτρωγαν με
ζάχαρη, έψηναν κάστανα, έψηναν κριθάρι κι έβραζαν καφέ κριθαρίσιο. Απαραίτητα
ήταν τα στραγάλια, που δεν έλειπαν από κανένα παλιουριώτικο σπίτι. Τα στραγάλια
τα έφτιαχναν από ρεβίθια που καλλιεργούνταν τότε στο χωριό. Το φθινόπωρο
έστελνε κάθε νοικοκύρης στο Καρπερό δυο τσουβάλια ρεβίθια. Εκεί υπήρχε το
εργαστήριο που τα μετέτρεπε σε στραγάλια. Κρατούσε το ένα τσουβάλι, για
πληρωμή, και το άλλο έπαιρνε ο νοικοκύρης.
Η χαρά των παιδιών ήταν μεγάλη, όταν το νυχτέρι γινόταν στο
σπίτι τους, γιατί θα έτρωγαν από όλα τα καλούδια που πρόσφερε η μάνα τους στους
επισκέπτες. Γιατί τις άλλες μέρες τα παιδιά δεν έβρισκαν τίποτα. Δεν υπήρχαν
στο σπίτι ή τα έκρυβε η μάνα τους, λόγω της φτώχειας της εποχής εκείνης. Τα
κεράσματα πηγαινοέρχονταν, τα χέρια δούλευαν ασταμάτητα τα εργόχειρα, αλλά οι
γλώσσες «δούλευαν» πιο πολύ από τα χέρια. Αστεία, πειράγματα, ιστορίες,
ανέκδοτα, αινίγματα, κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν. Τα παιδιά σε λίγο
νύσταζαν και αποκοιμιούνταν στα κρεβάτια, αλλά οι γυναίκες συνέχιζαν. Πάντα
στην παρέα θα υπήρχε και κάποια που της άρεσαν τα αστεία. Περιζήτητη ήταν η
Ζουμπουκουλίινα (Ζουμπούκα Γιάννω). Ήταν η ψυχή της παρέας. Έλεγε πολλά αστεία
και πείραζε τους πάντες. Η γιαγιά Αγγελίνα μου διηγόταν: «Πολλές φορές
σηκωνόταν (η Ηλίαινα), μας πετούσε τα εργόχειρα στο πάτωμα και μας παρακινούσε
για τραγούδι και χορό. Κι εμείς, άλλο που δε θέλαμε. Πιάναμε μες τη νύχτα το
χορό και το τραγούδι».
Όταν
στο νυχτέρι υπήρχε ανύπαντρη κοπέλα, ακουγόταν καμιά φορά ο θόρυβος κάποιας
πέτρας στο παράθυρο. Τότε όλα τα βλέμματα γύριζαν προς την κοπέλα κι άρχιζαν τα
πειράγματα. Η Θεοφανία, πάλι, δεν άντεχε το ξενύχτι και συχνά την έπαιρνε ο
ύπνος καθώς έγνεθε. «Άντε, ορέ Θεοφανία, να πούμε το
τραγούδι».
•
•Νύσταξαν τα ματάκια μου,
κοιμούνται
τα καημένα
κι
αρχίνησα να τραγουδώ
κι
αρχίνησα να λέγω
……………………
Κι όταν πια νύσταζαν οι πιο πολλές, αποφάσιζαν να το διαλύσουν,
αφού πρώτα συνεννοούνταν σε ποιο σπίτι θα γίνει το επόμενο νυχτέρι.
Καληνυχτίζονταν κι έφευγαν για τα σπίτια τους.
Τις βραδιές που δεν υπήρχε νυχτέρι σε κάποιο σπίτι, η οικογένεια
περνούσε μόνη γύρω από το τζάκι, με διηγήσεις, αινίγματα, παιχνίδια και
παραμύθια.
Ένα
παιχνίδι που έπαιζε η γιαγιά με τα εγγόνια, ήταν το παρακάτω. Θα εξηγήσουμε
πρώτα το λεξιλόγιο: χουρχουβαλίνα = χήρα· χουρχούβαλος =
χήρος άνδρας· πλακίδες (κοτόπουλα) = κορίτσια· κουκουτσέλια (κοκόρια)
= αγόρια.
Έλεγε λοιπόν η γιαγιά: «Πααίνω σ’ ένα σπίτι του χωριού και
βρίσκω: ένα ανδρόγυνο, ένα κουκουτσέλι, δυο πλακίδες και μια χουρχουβαλίνα. Σε
ποιο σπίτι πήγα;» Τα παιδιά προσπαθούσαν να βρουν ποιο σπίτι είχε την παραπάνω
σύνθεση. Γιατί η γιαγιά είχε στο νου της υπαρκτό σπίτι με αυτά τα πρόσωπα.
Οι «τραγουδίστριες»
Η ζωή της Παλιουριάς ήταν τότε συνυφασμένη με το τραγούδι. Σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής του χωριού ή της δικής τους οικογενειακής ζωής, οι Παλιουριώτισσες τραγουδούσαν. Μαζεύονταν στην πλατεία, έπιαναν στο χορό και τραγουδούσαν.
Αξίζει να θυμούμαστε τα ονόματα των γυναικών που ήταν η ψυχή των
κοινωνικών εκδηλώσεων του χωριού. Με τις απίθανες φωνές τους συνέχιζαν την
παράδοση. Διασκέδαζαν οι ίδιες, αλλά συγχρόνως συγκινούσαν και διασκέδαζαν και
όλους τους χωριανούς. Οι πρωταγωνίστριες λοιπόν στο τραγούδι και το χορό ήταν,
αλφαβητικά:
_
Γκιουλέκα Δέσπω (Νάτσινα), σύζυγος Θανάση
_
Γκιουλέκα Αικατερίνη (Γκιλικουγιώργινα), σύζ. Γιώργου
_
Ζάτσου Αγγελίνα, σύζ. Θύμιου
_
Ζιανού Θεοφανία (Μιχάλινα), σύζ. Μιχάλη
_
Ζουμπούκα Γιάννω (Βάινα), σύζ. Βάιου
_
Ζουμπούκα Γιάννω (Ζουμπουκουλίινα), σύζ. Ηλία
_
Ζουμπούκα Λίτσα, σύζυγος Κωσταντούλα
_
Κόντου Ελισάβετ (Λισάβω Παύλινα), σύζ. Παύλου
_
Λάλου Διαμάντω, σύζ. Νικόλα
_
Μπέλτσιου Γιάννω (Αντώνινα), σύζ. Αντώνη
_
Μπόλου Χρυσούλα, σύζ. Βαγγέλη
_
Ντατσή Μαρία (Γκουντίνινα), σύζ. Κωνσταντίνου
_
Ντατσή Δέσπω (Ντατσουνάτσαινα), σύζ. Θανάση
_
Παλπάνη Δάφνη, σύζ. Στέργιου
_
Παλπάνη Ουρανία (Παλπανουλίινα), σύζ. Ηλία
_
Πλύτα Αρετή, σύζ. Στέφου
ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Στην προηγούμενη ανάρτηση της Μαρίκας Ζάτσου, έγινε λάθος στην ηλεκτρονική μεταφορά από το πρωτότυπο σε μερικά πράγματα του προικοσύμφωνου. Ζητώ συγνώμη που δεν τα πρόσεξα αμέσως. Τα διόρθωσα εκ των υστέρων.
Από
τη Μαρία Γ. Ζάτσου (19-10-2022)
Το θέρος
Το μήνα το θεριστή (Ιούνιο) όλους τους χωριανούς τους εύρισκες στα χωράφια. Στα σπίτια έμεναν μόνο οι μανιές (γιαγιάδες) με τα κούτσικα (μικρά παιδιά). Αν η οικογένεια είχε βυζανιάρικο (μωρό που θήλαζε), το έπαιρνε η μάνα μαζί της στο χωράφι. Αναποδογύριζε το σαμάρι του γαϊδάρου, έστρωνε μέσα ένα κομμάτι κουβέρτα και… έτοιμο το «κρεβατάκι» του μωρού! Πολλές φορές, φίδια που μυρίζονταν το γάλα, επισκέπτονταν το σαμάρι-κούνια και κατατρόμαζαν τη μάνα, όταν πήγαινε και τα έβλεπε, ειδοποιημένη από τα κλάματα του μωρού. Φυσικά το θέρισμα τότε γινόταν με τα χέρια. Εργαλείο το λελέκι (δρεπάνι). Για προστασία του χεριού από τραυματισμούς, είχαν την παλαμαριά (κάτι ξύλινο, σαν γάντι, που κάλυπτε τη μισή παλάμη). Στο ντρουβά (μάλλινος υφαντός σάκος), το λιτό μεσημεριανό φαγητό. Ψωμί, σκορδάρι (είδος ελαφριού φαγητού που γινόταν με νερό, ξίδι, σκόρδο και αλάτι) και ματινίτσα (γιαούρτι, το οποίο ανακάτευαν με νερό και το έκαναν λεπτό). Το φαγητό τους ήταν λιτό, αφενός μεν για να έχουν ελαφρύ στομάχι ώστε να μπορούν να σκύβουν αλλά και να μη διψούν, αφετέρου δε γιατί υπήρχε φτώχια κι ανέχεια.
Το αλώνισμα
Αλωνάρη λέγανε το μήνα Ιούλιο. Τα δεμάτια των σιτηρών τα μετέφεραν με το κάρο πλάι στο αλώνι και τα στοίβαζαν σε ένα μεγάλο σωρό, τη θημωνιά. Όταν συγκεντρώνονταν όλα τα στάχυα στη θημωνιά, άρχιζε το αλώνισμα.
Το αλώνι ήταν
συνήθως κοντά στο σπίτι. Ήταν ένας επίπεδος κυκλικός χώρος, με διάμετρο -
μέτρα. Το χωμάτινο δάπεδό του έπρεπε να είναι λείο και για να μην τρίβεται το
χώμα από τα πόδια των αλόγων και γιομίζει το σιτάρι κόκκους από χώμα, το
άλειφαν με ένα παχύ στρώμα από πολτό αραιωμένης με νερό βουνιάς (κοπριά
βοδιών), το οποίο, όταν ξηραινόταν, γινόταν σκληρό και λείο. Στο κέντρο του
αλωνιού υπήρχε όρθιος ένας ξύλινος πάσσαλος όπου έδεναν τα άλογα για να
γυρίζουν γύρω από αυτόν. Έριχναν στάχυα στο αλώνι, χτυπούσαν τα άλογα κι αυτά
γύριζαν γύρω-γύρω, όλη μέρα, πολλές μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιούλη,
μέχρι που το αλώνι γέμιζε αλωνισμένα στάχια, δηλαδή άχυρα ανακατωμένα με καρπό.
Ακολουθούσε το
λίχνισμα. Με κατάλληλα εργαλεία έριχναν ψηλά το μείγμα αυτό (άχυρα και καρπός)
και ο αέρας που φυσούσε παράσερνε τα ελαφριά άχυρα στη μια μεριά του αλωνιού,
ενώ στην άλλη έπεφτε ο βαρύς καρπός. Σιγά-σιγά ο σωρός του σιταριού μεγάλωνε
και χρύσιζε στις ακτίνες του ήλιου. Με κοσκίνισμα με το δερμόνι (μεγάλο
κόσκινο) ξεχώριζε τελείως το σιτάρι από τα τελευταία χονδρά άχυρα και ήταν
έτοιμο για να μπει στα τσουβάλια, προς μεγάλη ικανοποίηση του γεωργού και της
φαμελιάς του, που έβλεπαν την ανταμοιβή των κόπων τους.
Το γαλομέτρημα
Στη γιορτή του Αι-Γιώργη, παρέες κτηνοτρόφων δημιουργούσαν ένα είδος εποχικών συνεταιρισμών. Έσμιγαν (δυο με τρεις) τα κοπάδια τους για την περίοδο από τ’ Αι-Γιώργη τη γιορτή μέχρι του Αι-Δημήτρη. Το νέο κοπάδι το έβοσκε ο καθένας ορισμένες μέρες του μήνα, ανάλογα με τον αριθμό των αιγοπροβάτων που είχε. Οι άντρες της οικογένειας έλειπαν όλη αυτή την περίοδο από τα σπίτια τους. Τα επισκέπτονταν μόνο κάποιες μέρες για να πλυθούν, να αλλάξουν ρούχα και να δουν τους δικούς τους. Για το λόγο αυτό, ο Αι-Γιώργης χαρακτηρίζεται στα δημοτικά μας τραγούδια σκορποφαμελίτης.
Οι συνεταίροι
βοσκοί, εκτός από τη δίκαιη μοιρασιά των ημερών βοσκής, μοίραζαν δίκαια και το
γάλα που απέδιδε το κοινό κοπάδι κατά την περίοδο αυτή. Γιατί, φυσικά, άρμεγαν
όλα τα πρόβατα μαζί. Για να υπολογίσουν το γάλα που αναλογούσε στον καθένα,
ανάλογα με τα πρόβατά του, έκαναν το γαλομέτρημα, που, όπως
περιγράφω παρακάτω, ήταν μια ξεχωριστή μέρα, μια γιορτή γι’ αυτούς, τις
οικογένειές τους, αλλά και τους φίλους τους. Μια μέρα λοιπόν, συνήθως το πρώτο
δεκαπενθήμερο του Μάη, οι οικογένειες των συνεταίρων τσοπαναραίων, αλλά και
συγγενείς και φίλοι τους, συγκεντρώνονταν στον ορισμένο χώρο που θα γινόταν το
γαλομέτρημα.
Έβαζαν τα πρόβατα
στη στρούγκα. Άρμεγε χωριστά ο καθένας τα δικά του στο καρδάρι και
μετρούσαν το γάλα. Αν, για παράδειγμα, κάποιου τα πρόβατα έβγαλαν 40 οκάδες (ή
κιλά αργότερα), πολλαπλασίαζαν επί 30 και βρίσκανε ότι στο τέλος της περιόδου
του αναλογούσαν 40 x 30 = .1200 οκάδες γάλα. Οι γυναίκες για κείνη τη μέρα
είχαν ετοιμάσει διάφορες πίτες, κυρίως γαλατόπιτες, αλλά και γιαούρτι, ρυζόγαλο
και ξινόγαλο. Κάθε βοσκός έσφαζε και σούβλιζε από ένα αρνί. Έτρωγαν, έπιναν,
τραγουδούσαν και χόρευαν. Τα παιδιά έκαναν κούνιες στα δέντρα, έπαιζαν κρυφτό,
κυνηγητό και κλέφτες. Οι άντρες έκαναν αγωνίσματα, τρέξιμο, πήδημα κ.λπ. Οι
γυναίκες περίμεναν με ανυπομονησία τη γιορτή του Αι-Δημήτρη. Από αυτή τη μέρα
διαλύονταν οι εποχικοί συνεταιρισμοί, οι βοσκοί εγκατέλειπαν τα λαγκάδια κι
έφερναν τα κοπάδια πίσω στα μαντριά, κοντά στο χωριό, για να γεννήσουν και να
ξεχειμωνιάσουν. Έτσι θα περνούσαν και οι βοσκοί το χειμώνα κάπως κοντά με τις
οικογένειές τους, ώσπου να ερχόταν πάλι ο Αι-Γιώργης ο σκορποφαμελίτης
Από τη Μαρία Γ. Ζάτσου. (22-10-2022)
Ο μύλος κι ο χειρόμυλος
Τον πρώτο αλευρόμυλο του χωριού λειτούργησε για πολλά χρόνια Νικόλαος Τζάλλας με τη σύζυγό του Θανάσω. Όταν αποσύρθηκε αυτός, τον παρέδωσε στο γιο του Αχιλλέα που τον δούλεψε για πολλά χρόνια με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα και την κόρη του Μπούλου (Τασιοπούλου).
Ο μύλος γνώρισε πολλές δόξες στα παλιά χρόνια. Έρχονταν από τα
γύρω χωριά με τα ζώα φορτωμένα σιτηρά για άλεσμα. Σχηματιζόταν ουρά από κόσμο
και ζώα. Ξενύχτια, φωνές, τραγούδια κι αστεία αντηχούσαν στη γειτονιά.
Αργότερα, με την εμφάνιση σύγχρονων αλευρόμυλων, ο παλαιάς τεχνολογίας μύλος
του χωριού έπεσε σε μαρασμό. Έστεκε όμως εκεί για να θυμίζει τα περασμένα
μεγαλεία. Όλες οι γειτόνισσες μαζεύονταν μπροστά στη μεγάλη ξύλινη πόρτα του
και κάθονταν στον ίσκιο του, προπάντων τις Κυριακές και τις γιορτές.
Κουβέντιαζαν, κουτσομπόλευαν, αστειεύονταν, περνούσαν ευχάριστα. Ήταν για τις
γυναίκες ένα κοινωνικό forum, ό,τι ήταν το καφενείο για τους άνδρες.
Καταστράφηκε από το μεγάλο σεισμό, το Μάιο του 1995.
Ο χειρόμυλος ήταν
για να αλέθουν το σιτάρι όχι σε αλεύρι, αλλά σε χοντρότερα κομματάκια για να
φτιάξουν μπλιγούρι, σουρβά, κορκότα. Ήταν δυο μεγάλες στρογγυλές πέτρες, η κάτω
έμενε ακίνητη, ενώ η επάνω, προσαρμοζόμενη σε όρθιο άξονα της κάτω μυλόπετρας,
περιστρεφόταν, από ένα όρθιο χερούλι, με το χέρι της αγρότισσας. Η επάνω πέτρα
είχε στη μέση τρύπα για να περνά ο άξονας της κάτω, αλλά και να ρίχνουν εκεί μέσα
λίγο-λίγο το σιτάρι και να αλέθεται με το γύρισμα της επάνω πέτρας. Τέτοιον
χειρόμυλο είχε στην αυλή της η Αναστασία Καρυπίδου κι εξυπηρετούνταν όλες οι
χωριανές. Άλεθαν φυσικά μόνες τους η καθεμιά το σιτάρι της, γιατί χρειαζόταν
πολύς χρόνος και κόπος γι’ αυτή την εργασία.
Το κεραμαριό και η ασβεσταριά
Ο Δημήτρης Πετσούλας, προοδευτικός Παλιουριώτης που διετέλεσε
και πολλά χρόνια πρόεδρος του χωριού, δημιούργησε κεραμοποιείο (κεραμαριό, όπως το έλεγαν οι
Παλιουριώτες, και σήμερα η τοποθεσία έτσι είναι γνωστή), στη διακλάδωση
Παλιουριάς – Παναγιάς. Απασχολούσε τότε εργάτες από την Παλιουριά και τα γύρω
χωριά και τροφοδοτούσε όλη την περιοχή με τούβλα και κεραμίδια.
Ασβεστοκάμινο (ασβεσταριά) έστησαν οι Γιάννης Παλπάνης και Αντώνης Φασούλας. Ασβεστόλιθους έπαιρναν από την περιοχή Γαύρος. Τροφοδοτούσαν με ασβέστη το χωριό και τη γύρω περιοχή.
Ο λυράρης, ο τσαγκάρης, η πλέχτρα, ο αναγνώστης
Ο πρώτος λυράρης του χωριού ήταν ο Ιωάννης Καρυπίδης. Σαν πρόσφυγας έπαιζε φυσικά την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ). Όταν τη μέρα του Πάσχα μαζεύονταν οι γυναίκες στην πλατεία, χόρευαν όλες μαζί, πόντιες και ντόπιες, κάτω από τους ήχους της λύρας του μπάρμπα-Γιάννη, με φιλοδώρημα ένα κόκκινο αυγό!
Τα παπούτσια των Παλιουριωτών
διόρθωνε (στο σπίτι του) ο τσαγκάρης Γιώργος Σελεμεντζίδης (Μπακούρας), ενώ η
Μπακούραινα μαγείρευε στα σχολικά συσσίτια το πλιγούρι και τα άλλα φαγητά για
μαθητές και δασκάλους.
Η Ειρήνη Μπόλου ασχολήθηκε επαγγελματικά στο χωριό με το πλέξιμο. Έπλεκε
σε πλεκτομηχανή μπλούζες, φούστες και φορέματα ακόμη. Επιδιόρθωνε και τις
νάιλον κάλτσες των γυναικών. Αργότερα ανέλαβε η Μαρία Λαζαρίδου.
Ο Θανάσης Ντατσής (Ντατσονάτσιος) ήταν για πάρα πολλά χρόνια ο
αναγνώστης του χωριού. Ήταν το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη, του Βλάχου.
Δεν έλειπε ποτέ από καμιά ακολουθία, τακτική ή έκτακτη. Κι ο αδερφός του
Ντατσοβαγγέλης επίσης δεν έλειψε από τη διακονία της εκκλησίας σαν επίτροπος.
Ο νοσοκόμος και η μαία του χωριού
Νοσοκόμος του χωριού ήταν ο Βάιος Ζουμπούκας. Πολλοί τον αποκαλούσαν «γιατρό». Κι αυτός καμάρωνε! Ήταν βοσκός. Αλλά, κάθε βράδυ που κουρασμένος επέστρεφε από τα ζώα του, επισκεπτόταν τα σπίτια που ήξερε πως τον χρειάζονταν για ενέσεις. Με τα αστεία του, τα πειράγματά του και, φυσικά, αφι-λοκερδώς. Με μια σύριγγα και 3 - 4 βελόνες εξυπηρετούσε όλο το χωριό. Τα αποστείρωνε βέβαια, βράζοντας τα σε ένα μπρίκι.
Αυτή που ξεγέννησε γενιές Παλιουριωτόπουλων ήταν η Παρθένα
Παπαδοπούλου, μητέρα της Γιάννως Τυφόγλου. Ήταν η μαμή του χωριού. Και όχι
μόνο! Με τα γιατροσόφια της θεράπευε διάφορες αρρώστιες, μα έκανε και άτεκνες
γυναίκες να γεννούν! Μάλιστα, η φήμη της είχε γίνει γνωστή στην περιοχή, και
πολλές από τα γύρω χωριά ζητούσαν τη βοήθειά της.
Η πιρπιρούνα
Σε περίοδο ανομβρίας, οι παλιοί, για να βρέξει, έκαναν την πιρπιρούνα. Στόλιζαν με αγριολούλουδα ένα ορφανό κορίτσι. Τοποθετούσαν στο κεφάλι της ένα από κλαριά, έζωναν τη μέση της με λυγαριές και πρασινάδες και άφηναν ακάλυπτο μόνο το πρόσωπό της. Γκιζιρούσαν όλες τις γειτονιές και τα κορίτσια τραγουδούσαν. Οι νοικοκυρές έβγαιναν στην πόρτα της αυλής τους και ράντιζαν την πιρπιρούνα με νερό. Τη φιλοδώριζαν μαλλιά προβάτου ή μάλλινα κουβάρια για να κάνει το ορφανό κορίτσι την προίκα του.
Οι Αποκτριές
Το βράδυ της Κυριακής της Αποκριάς, μαζεύονταν στο σπίτι που ζούσαν οι παππούδες όλα τα παιδιά (αγόρια με τις νύφες και τα εγγόνια) για να αποκρέψουν. Όταν τελείωναν το φαγητό, σχορνιούνταν, δηλαδή ζητούσαν συγχώρηση οι μικρότεροι από τους μεγαλύτερους σε ό,τι τους είχαν πικράνει. Οι μικρότεροι έκαναν μετάνοιες στους μεγαλύτερους και όλοι με τη σειρά στον παππού και στη γιαγιά. Ακολουθούσε το χειροφίλημα και οι παππούδες έδιναν στα εγγονάκια φιλοδώρημα κάποιο κέρμα. Οι φράσεις που αντάλλαζαν οι μεγάλοι μεταξύ τους ήταν: «Άιντε, σχωρεμένα. Ό,τι είπαμε, νερό και άλας».
Τη
βραδιά αυτή, η γιαγιά έπαιζε με τα εγγονάκια ένα παιγνίδι, το χάσκα. Έδενε με μια κλωστή ένα
βρασμένο και καθαρισμένο αυγό και το κουνούσε πέρα δώθε, σαν εκκρεμές, μπροστά
στα στόματα των παιδιών, που είχαν τα χέρια πίσω. Όποιος έπιανε το αυγό με το
στόμα, ήταν ο νικητής. Τον χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν όλοι. Το έθιμο
ήθελε να δείξει ότι το στόμα κλείνει με αυγό (αρχίζει η νηστεία) και θα ανοίξει
με το κόκκινο αυγό της Λαμπρής. Την Κυριακή το μεσημέρι, όπως σε κάθε γιορτή,
οι γυναίκες χόρευαν και τραγουδούσαν αποκριάτικα τραγούδια στην αυλή της
εκκλησίας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ζητώ συγνώμη από τη
Διοίκηση του Πολιτιστικού Συλλόγου για την κατάχρηση του χώρου της σελίδας του.
Για τα λίγα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία που διάλεξα από το βιβλίο και
δημοσίευσα τις προηγούμενες μέρες σ' αυτή τη σελίδα, πιστεύω ότι κάποτε, σε πολλά
ίσως χρόνια, θα ενδιαφερθούν και θα τα εκτιμήσουν περισσότερο οι μελλοντικές
γενιές. Η χλιαρή υποδοχή τους σήμερα, θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι αδιαφορία
για την πολιτιστική κληρονομιά, για την κατάσταση του χωριού και τη ζωή των
παππούδων πριν 57 χρόνια, αλλά απλώς ότι δεν ανοίγουν τη σελίδα του
Πολιτιστικού Συλλόγου, δεν τα είδαν δηλαδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου