menu

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας Μπουνάσιας (φωτογραφικό άλμπουμ)

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Στο εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Τα Κούλουμα στην Παλιουριά

Με κλικ πάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Τα Θεοφάνια ή Φώτα στην Παλιουριά

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Γουρνοχαρά στην Παλιουριά

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Πολιτιστικές εκδηλώσεις Παλιουριάς "Καλοκαίρι 2017" (9,10,11,12,13,14,15-8-2017)

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Εκδηλώσεις του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς στις 9,10,11,12-8-2016

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Εκδηλώσεις του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς στις 9,10,11,12, και 13-8-2015

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Εκδηλώσεις του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς στις 11,12, και 13-8-2014

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Η Βουνάσα και τα πετρώματά της

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Λίμνη Ιλαρίωνα 1ο - Το χρονικό της δημιουργίας της

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Λίμνη Ιλαρίωνα 2ο λεύκωμα

Με κλικ επάνω στην εικόνα ανοίγει το λεύκωμα

ενεργό link

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Γάμος και βάπτιση μαζί, διπλή χαρά, διπλή γιορτή, διπλή και η ευτυχία

-Με τα ιερά δεσμά του γάμου ενώθηκαν την Κυριακή (21-8-2016) στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στην Παλιουριά, ο Χαράλαμπος Κοσμίδης του Γεωργίου με την εκλεκτή της καρδιάς του Ουρανία Παπαδοπούλου του Ευσταθίου.
-Μετά την τέλεση του μυστηρίου  ακολούθησε ....

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Στον απόηχο των εκδηλώσεων !!!

-Οι εκδηλώσεις σε τοπικό επίπεδο για φέτος τελείωσαν και άρχισα να ταξινομώ και αρχειοθετώ το υλικό. Παρατηρώντας εικόνες και βίντεο κάτι έλειπε και στριφογύριζε το μυαλό μου ποιο να είναι "αυτό το κάτι" και το "κλικ" έγινε όταν είδα ότι

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Αναβίωση παλιών παιχνιδιών στην Παλιουριά 12-8-2016 - Μέρος 3ο (βίντεο)


Αναβίωση παλιών παιχνιδιών στην Παλιουριά μέρος 1ο 12-8-2016(παιδική παράσταση - Η Αλίκη στο ναυτικό) - (βίντεο)



Το παραπάνω βίντεο αποτελεί το πρώτο μέρος από την αναβίωση των παλιών παιχνιδιών στην Παλιουριά Ο δυνατός αέρας και η μικροφωνική εγκατάσταση δεν βοήθησαν ν' ακουστούν καλύτερα οι μικροί μας φίλοι !!! Θα δημοσιευθούν σύντομα και νέα βίντεο με το υπόλοιπο πρόγραμμα.- 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς Γρεβενών

Την Κυριακή 14-8-2016 έγινε στην Παλιουριά Γρεβενών η Γενική Συνέλευση του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς  "Η Βουνάσσσα", κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν και οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και της Ελεγκτικής

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Μέγας Εσπερινός στην Ι.Μ. Ευαγγελίστριας Μπουνάσιας Παλιουριάς (14-8-2016)

-Μέγας Εσπερινός τελέστηκε χθες (14-8-2016) και ώρα 19.00΄ στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Παναγίας Μπουνάσιας στην Παλιουριά Γρεβενών, για την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πάρα πολλοί πιστοί από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Τέταρτη και τελευταία ημέρα των πολιτιστικών εκδηλώσεων στην Παλιουριά με αναβίωση παλιών παιχνιδιών


-Τελευταία και η εντυπωσιακότερη ημέρα των εκδηλώσεων από τον Πολιτιστικό - Περιβαλλοντικό Σύλλογο Παλιουριάς,  με την αναβίωση των παλιών παιχνιδιών. 
-Την ευθύνη της εκδήλωσης είχε ο πρόεδρος του  Συλλόγου Κώστας Κυριαζίδης, με έναρξη 19.00΄ στην

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Τρίτη ημέρα των πολιτιστικών εκδηλώσεων με πεζοπορία στη Βουνάσα

-Στα πλαίσια των εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται αυτές τις ημέρες από τον Πολιτιστικό - Περιβαλλοντικό Σύλλογο Παλιουριάς κάναμε σήμερα (11-08-2016) την προγραμματισμένη

Δεύτερη ημέρα των πολιτιστικών εκδηλώσεων με τον γύρο της Παλιουριάς

-Συνεχίστηκε σήμερα (10-8-2016) το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου,  με τον γύρο της Παλιουριάς. 
-Νικητές αναδείχτηκαν, πρώτος  ο Τριμίντζιος Θάνος του Χρήστου (14.32΄), δεύτερος ο Μπαλάφας Στέφανος του Παναγιώτη (15.31΄) και τρίτος ο Κυριαζίδης Ηρακλής του Λαζάρου (15.45΄).
-Αύριο πρωί πρωί για την πανέμορφη διαδρομή της

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Πρώτη ημέρα των πολιτιστικών εκδηλώσεων στην Παλιουριά με ποδηλατοβόλτα

-Πρώτη  ημέρα σήμερα (9-8-2016) των 4ήμερων εκδηλώσεων στην Παλιουριά  που πραγματοποιεί ο Πολιτιστικός - Περιβαλλοντικός Σύλλογος Παλιουριάς με την ποδηλατοβόλτα  από την πλατεία του χωριού  μέχρι την Ι.Μ. Παναγίας Τορνικίου και επιστροφή.
-Η συγκέντρωση - αναχώρηση έγινε τις 19.00 από την

Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στις 14 Αυγούστου στην Ευαγγελίστρια



Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Λέξεις από: Χ. Ψ. Ω.


χα(γ)ιάτ'(ι): Προστώο.
χαλέβου: Θέλω.
χαβάς: αέρας, καλό κλίμα 
χάζι:  ευχαρίστηση, γούστο
χαζουμπιζμπέρου:   χαμένη και άμυαλη
χάιδια:   χάδια
χαϊμαλί: περιδέραιο με φυλαχτά
χαΐρι:  προκοπή
χαϊρλής:  τυχερός 
χαϊρλίτ’κους:   τυχερός
χαλ’κουτόπι:  τόπος με χαλίκια
χαλάου:   σκοτώνω
χαλασιά:  καταστροφή
χαλεύου:  γυρεύω, ζητώ
χαλινό: εξάρτημα για να οδηγείς το άλογο
χαλκιάς:   χαλκοποιοός
χάλκουμα:  χάλκινο μαγειρικό σκεύος 
χαμάρα:  εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία
χαμπέρι:  είδηση
χαμπλώνου:   χαμηλώνω
χάνουμι:  πεθαίνω
χαρά:  γάμος
χαραή:  χαραυγή 
χαραμάδα:  σχισμή
χαράμι:  άδικα, χωρίς ωφέλεια
χάρβαλου:   κάθε τι διαλυμένο ή ερειπωμένο
χάρισμα:  δώρο
χάση:  περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι
χάσκα:  αποκριάτικο παιχνίδι 
χασουμέρια:  χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο χρόνου
χαψιά:  μπουκιά
χαυδώνω: Ανοίγω τα πόδια. Χρησιμοποιείται για όποιον κάθεται με ανοιχτά τα πόδια, συνήθως μπροστά στο τζάκι.
χειργιά:  ποσότητα ύλης που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο
χειρόβουλου:  ποσότητα από στάχυα όση μπορεί να πιάσει στο χέρι του ο θεριστής
χειρόκλιτσα: κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις
χειρόλαμπα:   είδος λάμπας
χειμαδιά:   τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους
χειμουνίσιους:  χειμωνιάτικος
χεινόπουρους:  φθινόπωρο
χεινουπουριάζει:   φθινοπωριάζει
χεινουπώρι:   φθινόπωρο
χλιάρι:  κουτάλι 
χλιαράκι:  μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι 
χιλιάζουν:  γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν
χλουρό τυρί:  φρέσκο τυρί, τυρί που είναι ακόμα στην τσαντίλα
χνούδαλου:  μικρό παιδί  ή  μικρό ζώο
χόβουλη:   στάχτη που έχει ακόμα κάρβουνα
χουιάζου:  φωνάζω δυνατά 
χουιατά:  δυνατές φωνές 
χουλουιώμι:  στενοχωριέμαι
χουνεύου:  ανέχομαι, συμπαθώ
χούνη:  στενή λαγκάδα 
χουντρουκούδ’να:  μεγάλα σε βάρος κουδούνια 
χουριάτις:  κάτοικοι των χωριών 
χουσμέτι:  μικροδουλειές του σπιτιού
χουσμικιάρ’ς:  υπηρέτης
χουχουλάου:   θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα 
χόχλους:  κοχλασμός, βράσιμο νερού
χοντροφόκαλο: Είδος σκούπας.
χοντρά: Είδος υφάσματος κατασκευασμένου στον αργαλειό.
χουρνώ: Χωρίζω.
χουσμικιάρ(η)ς: Υπάλληλος σε κτηνοτροφικές εργασίες.
χριστόκ’λουρα - χριστόψουμου: κουλούρα που φτιάχνουμε τα Χριστούγεννα και την κεντούμε 
χρουνιάρ’κους:  αυτός που είναι ενός έτους
χρυσόφλουρου: χρυσό φλουρί.
χτε:   εχθές
χτένι:  εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι
χτινιάδις: Πλανόδιοι που πουλούσαν χτένια του αργαλειού.
χτικιάρ’ς: αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης
χτικιό:   φυματίωση
χύνουμι:  ορμάω
χώρα:  πόλη
χωματοσκέπαρο: Σκεπάρνι που το χρησιμοποιούσαν για να βγάζουν χώμα.
χώρ 'σμα: Χώρισμα


ψίνα: Τροφή για το χοίρο. Αποτελείται από χοντροκομμένα πίτουρα και νερό.
ψυχή:   καρδιά
ψαλίδα:   πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα
ψαλιδουτό:  είδος από διασίδι
ψαρής:  άλογο με ασπρόμαυρο τρίχωμα
ψαριά:  γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες ανακατωμένες με άσπρες 
ψαχνουρουτάου: ψάχνω και ρωτάω, ρωτάω με επιμονή
ψένιτι του τυρί:  ωριμάζει 
ψευτουζού:  ζω με στερήσεις
ψευτουζουή:   ζωή με στερήσεις
ψήλουμα:  βουνό
ψιλά τραγούδια: τραγούδια με οξείς ήχους, κυρίως από γυναικείες φωνές
ψιλουκούδουνα: κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο 
ψιλουτραγουδάου:  σιγοτραγουδώ
ψίχα:  πολύ λίγο
ψουμόλισα: πειναλέος, νηστικός 
ψουμότσιουλου:  τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί
ψουμουκρέβατου:  ράφι για το ψωμί 
ψουμουτρουβάς:  τροβάς για ψωμί
ψουφίμι:  ψόφιο, αδύνατο
ψυχουγιός: πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.
ψυχουμαχού:  ξεψυχώ



ώρα:  ρολόι 
ωρέ:  κάλεσμα ανθρώπου

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Λέξεις από: Τ. Υ. Φ.


τάβλα:  υφαντό που το στρώνουμε καταγής για να φάμε, υφαντό τραπεζομάντιλο
ταβλιάζου:  τραπεζώνω, φιλοξενώ
τάδις:  τάδε, ένας, κάποιος
ταή:  τροφή για ζώα
ταηστάρι: σακούλι στο οποίο βάζουμε τροφή για τα άλογα ή τα μουλάρια και το κρεμάμε στο λαιμό του ζώου
ταμπακιέρα:   χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάζουμε καπνό, τσιγαροθήκη
ταμπούρ:  φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
ταντέλις:  δαντέλες
ταπεινουμένα:  ταπεινά
τάραγμα:  σκίρτημα, κούνημα
ταχιά:  αύριο
ταλαγάνι: πανωφόρι, ελαφρότερο από την κάπα έχει κατσιούλα και γίνεται από γιδόμαλλο.
τέλια:  νυφικό στόλισμα κεφαλιού 
τέμπλα: ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα
τέρατου:  τέρας
τέσσιρου:   τέσσερα
τζιουμπάνους: τσοπάνος, βοσκός
τραί, τραγί: ο τράγος
τραούσια: γίδα η οποία έχει τα κέρατά της ίσια προς τα πάνω.
τρουβάς: τουρβάς.
τρουμπάσ’καν, τρουμπιάστηκαν: έπιασε τα πρόβατα η ζέστη και τρέχουν να βρουν ίσκιο για να σταλίσουν.
τσαπούλ’τς, τσαπούλης: βόδι με τα κέρατα μπροστά.
τυρουφάης: δερμάτινος σάκος από κατσίκι, στον οποίο οι βοσκοί τοποθετούν το τυρί που παίρνουν μαζί τους.
τσαπουρνουμά: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα και μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια της.
τσάρκος: χώρισμα του μαντριού για αρνιά ή κατσίκια (για να μη βυζαίνουν) 
τσιούγκου: βόδι ή άλλο ζώο με σπασμένο το ένα κέρατο.
τσιουκάνι: μικρό κουδούνι για αρνιά και κατσίκια.
τσιουκαλίζου: ευνουχίζω.
τσιούλα: προβατίνα ή γίδα με μικρά αυτιά.
τσιρλίζιτι, τσιρλίζεται: ζώο το οποίο έχει ευκοιλιότητα.
τσίλις, τσίρλες: νερουλά κόπρανα των ζώων.
τ'λίξιμου (τυλίξιμο, τύλιγμα): Μαγικός τρόπος θεραπείας του κοιλόπονου.
τ'λίχτρα: Ο χώρος, αλλά και τα εργαλεία για το τύλιγμα του στημσνιού στο πίσω αντί.
τ 'λούπα: Η ποσότητα μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα για γνέσιμο.
τζαμάρα:   μακριά φλογέρα 
τζαμπούνα:  σφυρίχτρα ή καλαμάκι 
τζαφάρου:  γυναίκα με μακριά πόδια
τζιτζιβές:  μπρίκι 
τζιαντές:  αυτοκινητόδρομος
τζιλέπ’ς:  φοροεισπράχτορας
τζιλέπια:   φόροι
τζέτζηρας: Είδος κολεόπτερου του οποίου ο βόμβος είναι προάγγελος θανάτου.
τζιατζιαρούτα: Φωτιά με φλόγα.
τζιόμπανους:  τσομπάνος
τζιουμπαν’λίκι:  επάγγελμα του τσομπάνου
τζιουμπαν’λίκια:  έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
τζιουμπανεύου:  γίνομαι τσοπάνος
τζιουμπανόκλιτσα:   κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα
τζούφους:  τζίφος, τίποτα, μηδέν 
τηλιφουνεία:  τηλεφωνικές επικοινωνίες
τηράου: κοιτάζω, παρατηρώ
τιμουριώμι:  ταλαιπωρούμαι 
τιμπέλ’σσα:   τεμπέλα
τιμπέλου:  τεμπέλα
τιμπλάρι:  οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης
τιμπλί:  μακρύ και χοντρό ξύλο
τινικιδάκια:  παιδικό παιχνίδι
τιντιλίνα είμι:  είμαι άφραγκος, πανί με πανί
τιντόξ’λα:  ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα 
τιντώνουμι:  κοιμάμαι
τίπουτας:  τίποτα 
τιρλαίνουμι:   τρελαίνομαι
τιριάζου:  συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά
τιρόγαλου:  υγρό γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού
Τιτράδη:  Τετάρτη
τιτράκλουνους:   αυτός που έχει τέσσερις κλώνους
τιτράξανθα μαλλιά: μαλλιά πολύ ξανθά
τιτραπέρατους:   πανέξυπνος
τιτραμήδις:  στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα
τιμπλάρια: Γερά ξύλα που στήριζαν τη σκεπή των ξύλινων παραπηγμάτων.
τρουβάς: τουρβάς.
τράπεζα: Χαμηλό στρογγυλό τραπέζι φαγητού, σοφράς.
τρυπογάζι: Είδος βελονιάς στα κεντητά. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή της φάσας
τόπια:   μέρη, τοποθεσίες
του τίνους είνι:  ποιανού είναι
τούμπα:   μικρή συστάδα από δέντρα 
τουρκόιπουλου, του 1. Τουρκάκι. 2(μτφ.) παλιόπαιδο, κακό παιδί.
τουρκόπαπας:  παπάς που τα έχει καλά με τους Τούρκους ή παπάς που είναι ανήθικος, 
τουρλώνου:  αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω 
τούτουια:  αυτό εδώ, αυτό εδώ ακριβώς
τούφα:   δέσμη από τρίχες ή από θάμνους
τραβιώμι:  ταλαιπωρούμαι
τραγόκυπρους:   κυπρί για τον τράγο
τραγουδιστά:  με τραγούδι λέω κάτι που θέλω να πω
τραγούσια:  γίδα που έχει κέρατα όμοια με αυτά του τράγου 
τραΐ:   τράγος
τράμπα:  ανταλλαγή σε ζώα ή σε πράγματα 
τρανεύου:  μεγαλώνω
τρανός:   μεγάλος
τραουψάλ’δου:  γιδοψάλιδο, ψαλίδι με το οποίο κουρεύουμε τα γίδια 
τραπέτσι:   κάτι που είναι πολύ ξινό
τριανταφυλλιένια:  ροδομάγουλη κι όμορφη γυναίκα
τριβλός:  ψευδός, βραδύγλωσσος
τριβόλι:   είδος από αγκάθι
τρίκλουνους: αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές (κλωστές) ή τρία κλωνιά (κλωνάρια)
τρίμματα:   ψίχουλα
τριμουλιάζου:  τρέμω
τριότα:  προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και παιδικό παιχνίδι
τριπιδουκλιά: τρικλοποδιά
τριπλόκυπρους:  κυπρί που έχει στο κοίλωμά του κι άλλα δυο μικρότερα κυπριά (το ένα μέσα στο άλλο) 
τρισκαταραίοι:  τρισκατάρατοι
τρουβαδένιου:   ύφασμα για να κάνουμε τροβάδες
τρουβαδιάζου: γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα 
τρουβάς:   τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι 
τρόυρα:   τριγύρω
τρουϋρίζου:  τριγυρίζω, περιπλανιέμαι
τρουύρου:   τριγύρω
τρυπ’τήρι:  μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργασμένο ξύλο 
τρυπώνου: κρύβω κάτι, κρύβομαι
τσακνίσιου: Είδος αραιού χτενιού, ειδικού για την κατασκευή χοντρών μάλλινων υφαντών.
τσαντίλα: Το ύφασμα χρησιμοποιούνταν για το στράγγισμα του τυριού.
τσαρ 'χόσκ 'να: Σχοινιά για τα τσαρούχια.
τσέργα: Βελέντζα
τσιάμπρα: Σπίτι.
τσιαρδάκ '(ι): Είδος υπόστεγου με πρόχειρα ξύλινα υλικά.
τσιατί: Το ψηλότερο σημείο της στέγης.
τσιατμάς: Φράχτης σοβαντισμένος με χώμα. Χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό στα δωμάτια.
τσιάτσιαρας: Ξύλο με γυριστή απόληξη. Είναι εξάρτημα του φούρνου και
χρησιμοποιείται για την αφαίρεση των κάρβουνων πριν το «ρίξιμο» του
ψωμιού.
τσιβέτις: Οι σιδερόβεργες που τοποθετούνται στα παράθυρα αντί παντζουριών.
τσιβίκια: Μικρές πέτρες που καλύπτουν τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες κατά το χτίσιμο.
τσιγαρίδες: Κομμάτια τσιγαρισμένου λιπαρού κρέατος.
τσιγκέλι: Είδος κλειδαριάς.
τσικρίκι: Ροδάνι.
τσιμπίδια: Γερά ξύλα που τοποθετούνται στην οροφή για τη στήριξη της στέγης.
τσιόλια: Ρούχα παλιά, χωρίς αξία.
τσιουτάλια: Οι άκρες των κομμένων κλαδιών που παραμένουν στα δέντρα.
τσιρέπια: Μάλλινες κάλτσες.
τσφιπόν(η)μα: Κλωστή για την κατασκευή των τσιρεπιών.
τσιφτσήδες: Οι κολλήγοι που έχουν δικό τους ζευγάρι βοδιών για όργωμα
τσουκάνι: Είδος κουδουνιού.
τ’λίχτρα:  μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).
τ’λούπα: τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα και τη γνέθουμε. 
τ’λούπις ρίχνει:  χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες 
τ’λούπα του κιφάλι:  άσπρισε.
τ’λούπιασμα:  ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να φτιάξει το γνεσμένο μαλλί τ’λούπα
τσιγαρίδες:  ό,τι απομένει από το λίπος που το ζεσταίνουμε για να λιώσει
τσ’κάλι:   τσουκάλι
τσ’κάρια:  ράχες
τσαγκάδα:   γαλάρα γίδα ή προβατίνα που δεν έχει αρνί (ψόφησε ή το πουλήσαμε)
τσαγκάδια:  κοπάδι πρόβατα που το αποτελούν τσαγκάδες προβατίνες 
τσακ’στός τόπους:   πλαγιά με απότομη κλίση
τσακίζει η μέρα:  αρχίζει να πηγαίνει προς το απόγευμα
τσάλαλους:  αυτός που δεν ξέρει τι λέει, χαζός, παλαβός
τσαντίλα:  αραιό μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί 
τσάπρουνα:   καρποί από την τσαπρουνιά
τσαρδάκι:  κιόσκι, ίσκιος τεχνητός με κλαδιά από δέντρο 
τσάρκους:  καλυβάκι ή μαντράκι στο οποίο βάζουνε τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μανάδες τους
τσαρουχάδις:  τεχνίτες που  κάνουν τα τσαρούχια
τσέλιγκας:  αρχηγός από το τσελιγκάτο
τσέργα:   βελέντσα
τσέρλα:  υγρά κόπρανα των προβάτων
τσιακατούρα:   συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση
τσιακμακάου: προσπαθώ να βγάλω φλόγα από τον αναπτήρα 
τσιακμάκι:   ατσάλινος αναπτήρας
τσιαμαντάνι: είδος από γιλέκο, κοντοσέγκουνο 
τσιαμπάς:  μαλλιά από το κεφάλι του ανθρώπου
τσιντσιά:  ούλα
τσιαούλι: πιγούνι 
τσίκνα:  λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη
τσίκνισι του φαΐ:   έπιασε τσίκνα
τσιλιγκόιπουλου:  γιος του τσέλιγκα, κόρη του τσέλιγκα
τσιλιγκόκλιτσα:   κλίτσα του τσέλιγκα, κλίτσα για επίσημες εμφανίσεις
τσιλίκα:  παιδικό παιχνίδι
τσιλώνου: στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
τσιμπουρουβύζαQ   πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι
τσινάου:   αντιδράω, αντιδράω απότομα 
τσιόλι:  μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη χειροποίητη αργαλίσια
τσιουγκράου:  συγκρούω ελαφρώς 
τσιούκα:  κορυφή από λόφο ή από βουνό 
τσιουκανάν’ τα χέρια:  από το πολύ κρύο με πονάνε σαν να με τρυπάνε με το βελόνι
τσιουκάνι:  κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάζουμε στα γίδια ή στα άλογα
τσιούλα:  ζώο με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά. 
τσιούμπα:  μικρό ύψωμα
τσιουμπάου:  σπάζω τα κάρβουνα
τσιούπρα:   κορίτσι 
τσιουτίνα:   κορυφή από το κεφάλι, ύψωμα
τσίπα:   πέπλο της νύφης
τσιρλιάρ’ς:   φοβητσιάρης
τσιτσί:  κρέας στη γλώσσα των νηπίων 
τσιφτιλής:   γρουσούζης
τσουπουτός:   παχουλός, στρογγυλεμένος 
τύλους:   τάπα, βούλωμα
τυρουκουμάου:  φτιάχνω τυρί
τυροφάγος:  μικρό τομάρι με τυρί για το τσομπάνο 
τώραϊα:   αυτήν τη στιγμή



υγιός:  γιος
υπνουβέλιντσα:  βελέντσα που τη χρησιμοποιούμε για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο το βράδυ.
υπνουβότανου:  βοτάνι που φέρνει ύπνο 
υφάδι:  νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας
υφαίνου:  διαπλέκω το υφάδι με το στημόνι στον αργαλειό για να κάνω κάποιο ύφασμα
ύψουμα:   λοφίσκος,   πρόσφορο στην εκκλησία.


φ 'λιά: Φιλιά, τραπέζι σε φιλικά πρόσωπα.
φακιόλια ρίχνει:   ρίχνει πολύ χιόνι 
φαλάγγια:   ομάδες
φαμπ’λεύου:   αποκτώ οικογένεια 
φαμπλιά:  φαμελιά, οικογένεια
φαντασιά:   φαντασία.
φαντασμένους:  αυτός που πε­ρηφανεύεται, εγωιστής.
φαούρα:   φαγούρα
φάρα:   φυλή, σόι
φασκιά:   μικρή μάλλινη τριχιά με την οποία δένουμε τα σπάργανα του μωρού
φασκιώνου:  σπαργανώνω 
φάσα: Το περίγραμμα των υφαντών.
φέγγος: Ο φεγγίτης.
φέσι:  σκούφια
φέτου:  εφέτος
φιλικούδις: Πελεκούδια.
φιλτιρέ(ς): Είδος κεντητού. Κατασκευάζεται με την αφαίρεση κλωστών από το
ύφασμα.
φιλεύου:  φιλοξενώ
φιλλάδα:  βιβλίο, σημειωματάριο 
φιγγίστρα:   μικρό παραθυράκι της καλύβας για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός που ανάβουμε σ’ αυτή 
φιδιάζιτι του ζώου:  δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού
φιδιατίσκα:  δαγκώθηκα από φίδι
φιδόκαμψου:   δέρμα που αλλάζει το φίδι
φιλιώνου:  ενώνω, συμφιλιώνομαι
φιλλύκι:  φυτό φιλλυρέα η πλατύφυλλος που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια.
φκιαστός (αργαλειός): Ο αργαλειός που κατασκευάζει μόνος του ο κάθε νοικοκύρης.
φκιασιά: κατασκευή του σώματος, καμωσιά
φκιασίδια:  καλλωπιστικά υλικά 
φλάμπουρας:  γαμήλιο λάβαρο, σημαία του γάμου
φλαμπουριάρ’ς: μπράτμος, αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο 
φλαμπουρόξ’λου:   ξύλο γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάζουνε μήλα ή ρόδια
φλόκια:  κρόσσια
φλόκους:  δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες
φλουιέρα:   φλογέρα
φλουκάτα:   βελέντζα με κρόσσια
φλουκιάζου:  περνάω τα φλόκια 
φλουριά:   τούρκικα χρυσά νομίσματα
φλώρους:  άσπρος
φλόρα: ολόασπρη γίδα.
φουρλέτσκας: ξύλινο κοντάρι με τρυπητό δίσκο στην άκρη, με το οποίο χτυπούν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.
φόρτωμα: Σχοινί απαραίτητο για τη μεταφορά αγαθών με τα υποζύγια.
φουκάλ '(ι): Είδος σκούπας που γίνεται από το φυτό φουκαλιά
φούρκις: Χοντρά διχαλωτά ξύλα που χρησιμοποιούνται ως κολώνες σε ξύλινες κατασκευές.
φουρνόφκυαρο: Το ξύλινο φτυάρι που χρησιμοποιείται για το «ρίξιμο» του ψωμιού στο φούρνο.
φούσκα (τζακιού): Το τύμπανο του τζακιού.
φράψος: Είδος δέντρου κατάλληλο στη βαφική (μελία).
φουκαλίζου:  σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
φόντας:  όταν, από τότε που
φόρτουμα:  φορτίο 
φουλιάζου: κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος
φουλτάκα:  φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο 
φουλτακιάζου:   βγάζω φουσκάλα
φουράδα:  θηλυκό άλογο
φούρκα:   χοντρό ξύλο με διχάλα
φουρκούλις:  πολύ μικρές φούρκες 
φουρλατίζου:  σκορπάω, εκσφενδονίζω
φουρνατζής:  φούρναρης
φουρτουτήρα:  λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων 
φούσκα:  ουροδόχος κύστη
φουσκή:   κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό 
φουσκαλήθρα:   φυσσαλίδα αέρος
φούσκουμα:  ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός
φράξους:  φυτό τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα 
φρέζα:   στενή ταινία με την οποία πλαισιώνουμε και στολίζουμε τα υφαντά
φρουξ’λιά:  δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος
φτιλιά:  δέντρο με ανθεκτικό ξύλο, καραγάτσι 
φτινά:  λεπτά ρούχα
φτουχαίνου:  γίνομαι φτωχός
φτσιέλα:  πεπλατυμένο βαρελάκι με στενό στόμιο για να αποθηκεύουμε, συντηρούμε και μεταφέρουμε νερό
φτσιλάκι:  ξύλινο σκεύος στο οποίο βάνουν οι τσομπαναραίοι νερό (αντί για παγούρι)
φτύματα:  μικρά άσπρα σκουλήκια που σχηματίζονται από τα αβγά που ρίχνει η μύγα φτύνοντας πάνω στα τρόφιμα
φυλλουκάρδια:  μύχια συναισθήματα
φύρα:   φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους
φύτρα:  γενιά, καταγωγή
φώτιζαν: Έριχναν αγιασμό (στα χωράφια, στα σπίτια, στα μαντριά).

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *