menu

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Λέξεις από: Ν. Ξ. Ο.


νασμίδ (ι): γουρούνι ενός έτους
νήλα:   σωματική ταλαιπωρία.
νιβατό τυρί: είδος τυριού το οποίο γίνεται με βρασμένο γάλα αφού μείνει για 2-3 μέρες να ξινίσει.
νίβουμι:  πλένω το πρόσωπό μου με νερό.
νιόνυφη:   νέα νύφη, καινούρια νύφη.
νιος:   νέος.
νιουγάμπρια:   νεόνυμφοι.
νιούτσικους:  νεαρός, παλικάρι.
νιώθου:   αντιλαμβάνομαι, εννοώ.
νουματίζου:  ονοματίζω, δίνω όνομα.
νουμάτοι:  άτομα
νουρά:   ουρά 
νουστιμάδα:   νοστιμιά
νουτίζου:   υγραίνομαι, μουσκεύομαι
νόχτος:   γκρεμός
νταβάς:    αβαθές και πλατύ μαγειρικό σκεύος πιο μικρό από το ταψί
νουρά, νούρους: ουρά
νταβίζου:   ζητώ 
νταής:   εγωιστής, ο παλληκαράς.
νταϊάκι:   στήριγμα.
ντραγάτ’ς, ντραγάτης: αγροφύλακας.
ντραγατσίκα: σάκκος από γίδινο δέρμα, στον οποίο φυλάγουν το ψωμί τους οι βοσκοί.
νταμάρι:  ράτσα ζώου
νουβρός: Αυλή.
νουντάς: Κάμαρα.
νουντατζίκια: Μικροί οντάδες, δωμάτια.
ντιπ:   τελείως.
ντ'βάρ '(ι): Ντουβάρι.
ντίρα:   στενό πέρασμα, μονοπάτι.
ντιρλικώνου:   τρώγω μέχρι σκασμού
ντάμα: Το τούβλο που προστίθεται για να γίνει διπλό το ντουβάρι στην τοιχοποιία.
ντιρτιλής:   αυτός που έχει ντέρτι, καημό
ντιβάνι: Είδος υφαντού, κάλυμμα του κρεβατιού.
ντουζίνα:   σύνολο από κουδούνια ή κυπριά 
ντουλαμάς:   επενδύτης 
ντουνιάς:   ανθρωπότητα.
ντουρής:    κόκκινο άλογο
ντρασκίλια: Δρασκελιές.
ντυμασιά:   ενδυμασία.
νυχτιρεύου: Νυχτερεύω.
νυχτόμιρα:  μέρες και νύχτες:
νυχτουσκαρίζου:   σκαρίζω τα πρόβατα τη νύχτα 
ν’φάδις:   νύφες.



ξαγναντίζου: βρίσκομαι σε ξαγνάντιο
ξαίνου: ξανοίγω και καθαρίζω τα κουρεμένα μαλλιά.
ξακρίζου:  πηγαίνω στην άκρη
ξαμώνου:  απλώνω το χέρι μου να αγγίξω ή να πιάσω κάτι
ξανθουμαλλούσα:   ξανθομάλλα
ξενούτσικους:   αυτός που είναι από άλλο τόπο
ξέπλιγα μαλλιά:  αχτένιστα
ξέρα:  ξηρασία.
ξέρακας:  δέντρο που ξεράθηκε όρθιο
Ξέφιξι: έφεξε για τα καλά
ξέχασκο: Ορθάνοιχτο.
    ξέχουρα (επίρρ.) ξεχωριστά.
    ξήγα του:  εξήγησέ το
    ξηρ’κό:   αυτό που δε χρειάζεται νερό για να φυτρώσει
    ξηρόλακκας:  λάκκος που δεν έχει νερό.
    Ξηρουβόρι:  κρύος και ξηρός βοριάς.
    Ξηρουχρουνιά:   χρονιά με ελάχιστες βροχές
    Ξιακουστός:   ξακουσμένος, σπουδαίος.
    Ξιαλλάζου:  φοράω καινούρια ρούχα
    Ξιαπουσταίνου: ξεκουράζομαι.
    Ξιαρματώνου:  βγάζω την αρμάτα
    Ξιαστουχάου:   λησμονώ, ξεχνάω.
    Ξιβράκουτις:   ανήθικες γυναίκες, παρδαλές
   Ξίγκι:   λίπος.
   Ξιζαρκώνου:   ξεγυμνώνω.
   Ξιθλήκουτους:  ξεκούμπωτος
   Ξικαλουκιριάζου:   περνάω το καλοκαίρι μου.
   Ξικάνου:    εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω
   ξίκι απού δω:  χάσου από τα μάτια μου.
   ξίκι να γένει:  συγχωρώ κάποιον για κάτι που μου έκανε.
   Ξικλάου:   ξεσχίζω
   Ξικόβο:  αποχωρίζομαι
   Ξικουπή:   αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής
   Ξιλέου:    αναιρώ τα λόγια μου:
   Ξιλουγαριάζουμι:  κάνω τους λογαριασμούς μου με συνανθρώπους.
   ξιμισ’μιριάζου:  κάθομαι σε ένα μέρος για να περάσω το μεσημέρι μου.
   Ξινάκι:   ξενιτεμένος
   Ξιουράφι:   ξυράφι
   Ξιπαθιάζου διώχνω τις άσχημες στιγμές της ζωής ή τις δυσκολίες της με το γλέντι και την ψυχαγωγία
   Ξιπιζεύου:  κατεβαίνω από το άλογο
   Ξιπίτηδις:   επίτηδες.
   Ξιπρουβουδάου :  ξεπροβοδίζω
   Ξιραγκιανός:    ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.
   Ξιράδια:  ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.
   Ξιράτια:  δυσάρεστα, λυπητερά, συμφορές
   Ξιριάς:   ρέμα χωρίς νερό.
   Ξιρουφαϊά:    φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.
   Ξισιλόιαστους:   αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του
   Ξισινιρίζουμι:  παρακινούμαι εύκολα και καβγαδίζω.
   Ξισαμαρώνου:   βγάζω το σαμάρι από το ζώο.
   Ξισιλλώνου:   βγάζω από το άλογο τη σέλα.
   Ξίσκιπους:   ξεσκέπαστος.
   Ξισταλίζου:  βγάζω τα πρόβατα από το στάλο 
   Ξιστιριά:  ξαστεριά.
   Ξιστιρώνει:   γίνεται αίθριος ο ουρανός.
   Ξιτάζου:  ερευνώ
   Ξιτουπίζου:  απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι.
   Ξιτρυπώνου:  φανερώνομαι.
   ξιτυριάζου: Χάνω την πύρα.
  ξιτ 'λιγμένους:  Αυτός που «ξετυλίχτηκαν» τα έντερα του, συνήθως από το πολύ νερό που ήπιε.
ξιχώ: Ξεχνώ, περνάω την ώρα μου.
Ξιφασκιώνου:  λύνω τις φασκιές
    Ξιχειμαδιό:  τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα με την οικογένειά μου και τα κοπάδια μου.
    Ξιχειμάζου:   πηγαίνω στα χειμαδιά μαζί με τα κοπάδια μου και περνάω το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω.
    Ξιχαράζει:  χαράζει για τα καλά:
    Ξιχουρισμός:   χωρισμός:
    Ξιχρέουτους:   αυτός που δε χρωστάει χρήματα σε κανέναν
    Ξίψουμα:   χωρίς ψωμί.
    ξόμπλ(ι): Σχέδιο.
    ξομπλιαστά: Είδος υφαντού που η υφάντρα αντιγράφει τα μοτίβα από άλλο σχέδιο. Είναι το πιο δύσκολο είδος υφαντού.
Ξόρκια:  εξορκισμοί.
ξουδιάρ’ς:  σπάταλος.
Ξουμάντρι:  περιφραγμένος χώρος σε συνέχεια του μαντριού χωρίς σκεπή.
ξυαρνώ: Μαζεύω με το φτυάρι.
Ξυλουκιέρατα:   χαρούπια.
Ξυλουχούλιαρα:   ξύλινα κουτάλια
ξυλουφουτιά: Μαγική φωτιά προς απόκρουση επιδημιών των ζώων, ακόμα και των ανθρώπων.
ξυλόχτενο: Βασικό εξάρτημα του αργαλειού στο οποίο στηρίζεται το χτένι.
Ξώπιτσα:   επιδερμικά 


ούρδα: μυζήθρα.
ουρδόπ’τα: πίτα με μυζήθρα και με αυγά.
οξαπουδώ:  σατανάς, διάβολος.
όρνια:  αρπαχτικά πουλιά.
Ουβραίοι:   Εβραίοι.
ούδι δώ:  σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που είμαστε αυτή τη στιγμή
ούδι κεί:  σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο 
ούι:   επιφώνημα απορίας, έκπληξης,
ουκά:    οκά, μονάδα μέτρησης βάρους 
ουλότιλα:    εντελώς, 
ουλούθι:   παντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα
ουλουτρόυρα:    ολοτρόγυρα.
ουμπλές:  ίχνη από τις οπλές των ζώων.
ουργή:   καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα
ουριά:   οργιά, μονάδα μέτρησης μήκους
ουρισμός:  εντολή ή διαταγή 
ουρκιόμι:  ορκίζομαι.
ουρλιόμι:  ουρλιάζω.
ουρμήνεια:   συμβουλή, νουθεσία.
ουρμηνεύου:   συμβουλεύω, νουθετώ.
ουρσούζης:   γρουσούζης
ουχτρεύουμι:  φέρομαι εχθρικά.
ουχτρός:   εχθρός 
ουψιάζει παίρνει χρώμα, παίρνει πέτσα.
ουρθούνια: ρουθούνια του ζώου.
όκνα: Ξύλινο καπάκι (α) βαρελιών ελλειψοειδούς σχήματος και (β) κοφινιών σε σχήμα μικρής καταπακτής.
ουψιάζω: Παίρνω όψη, στεγνώνω.

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Λέξεις από: Η. Θ. Ι.


ηλιάζεται (το υφαντό): Έκθεση στον ήλιο.
ημίμπαχτα: Είδος υφαντού, που δεν το χτυπάνε πολύ στον αργαλειό.
ήμαν:  ήμουν.
ημιράδι:  τόπος που βγάζει καλό χορτάρι
ήπατα:   σηκώτια 
ηυκή:   ευχή
ηυκιρώ:  ευκαιρώ.


θαμπά:  μισοσκότεινα
θαμπώνει:  σκοτεινιάζει.
θαραπαύουμι:  απολαμβάνω κάτι
θάφτου:  θάβω
θειάκου:   η θεία
θέρμη:  πυρετός
θηλ’κάρια:  μεγάλες ασημένιες διπλές καρφίτσες
θ 'ληκωτού: Θηλικωτό.
θ 'λιά: Θηλιά.
θήλιασμα: Πέρασμα των θηλιών στη βέργα για την κατασκευή των θηλιαστών.
θηλιαστά: Είδος υφαντού που Παρασκευάζεται με τη βοήθεια βέργας.
θημουνιά:   σωρός, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο
θηρίος: Μεγαλόσωμος.
θιάμα:   θαύμα
θιαμιαί­νου­μι: θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι
θιλός:   θολός.
θιουτ’κά:  αυτά που προέρχονται από τον Θεό
θιρίζει του κρύου:  κάνει πολύ κρύο
θιρμαίνουμι:  έχω πυρετό
θιρμασιά:   πυρετός
Θιρτής:   Θεριστής, ο μήνας Ιούνιος.
θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’:   δικό μου, δικό σου, δικό του
θ’ληκώνουμι:   κουμπώνομαι.
θ’λυκάρι:   θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
θ’λύκι:  θηλύκι, θηλιά.
θράκα:  αναμμένα κάρβουνα 
θρουνί:   θρόνος.
θρουνιάζου:  τοποθετώ σε θρόνο
θυμητ’κό:  μνήμη.
θύρα: Το κενό (χωρίς κλωστή) ανάμεσα σε δυο δόντια του χτενιού στον αργαλειό.


ια:  για
ίγγλα:   ζώνη με την οποία δένω σφιχτά το σαμάρι στο σώμα του ζώου
ιδιάζου: προετοιμάζω με ειδικό τρόπο τα νήματα από το στημόνι, για να τα πάω στον αργαλειό και να τα υφάνω.
Ίδιασμα: Προπαρασκευαστικό στάδιο του στημονιού πριν την ύφανση.
Ιδιάστρα: Το ξύλο από το οποίο περνάει το στημόνι κατά το ίδιασμα
ίδρουσι του τυρί: έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που σημαίνει ότι η πήξη ολοκληρώθηκε. 
ίδρουτου:  ιδρώτας 
ιδώθι:  προς τα εδώ 
ιδώια:  εδώ ακριβώς.
ικειαϊά:   εκεί ακριβώς.
ιλάτια:   ελάτια
ινάτι:   γινάτι, θυμός.
ιξόν:   εκτός.
ιπριόπιρσι:  πρόπερσι 
ίσιαμι δω:  μέχρις εδώ.
ίσιαμι  ικεί:  μέχρις εκεί. 
ίσιαμι τώρα:  μέχρι τώρα.
ίσιουμα:  ισιάδι, επίπεδο και ομαλό μέρος
ίσκιουμα:  δαιμονικό.
ισκιουμένους:  βλέπει φαντάσματα.
ίσκνα:  μύκητας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και γίνεται φιτίλι για το τσιακμάκι 
ίτσια:  χαμόκλαδα με λουλούδια
ιψές:   εχτές το βράδυ
ίψουμα: επίσημες μέρες που τις έχω ταγμένες να τις γιορτάζω

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Λέξεις από: Δ. Ε. .Ζ


δαδί:  μικρό κομμάτι από πεύκο που έχει ρητίνη.
δαίμουνας:  πονηρός, έξυπνος.
δασιά:  πυκνά
δασκαλούδια:   δασκαλοπαίδια
δαμάλα: νεαρή αγελάδα.
δαμάλι: νεαρός ταύρος
δαυλί:  μακρύ κομμάτι ξύλου που καίγεται από το ένα άκρο.
δαυλιάζου:  κατακαίω κάτι
δαχλίθρα:   δαχτυλίθρα
δάχλου:   δάχτυλο
δειουποίηση:   ειδοποίηση.
δέουντα:  χαιρετίσματα
δερμάτ(ι): ασκός από κατσικίσιος δέρμα και είχαν μέσα το ξυνόγαλο
δεντρίσιο: Δρύινο.
δερμόνι: Είδος κόσκινου με μεγαλύτερες τρύπες από το κανονιικό.
διαδρόμια: Υφαντά που κάλυπταν τους διαδρόμους του σπιτιού.
δημουσιά:  δημόσιος δρόμος.
διάβα:  πορεία και ενδιάμεσοι σταθμοί πηγαίνοντας τα κοπάδια στο ξεκαλοκαιριό ή στα χειμαδιά
διακόπ(η): Η είσοδος.
διακουνάρ’ς:  ζητιάνος
διαλιχτός:  εκλεκτός
διαουλίζου: στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον
διάουλους:   διάβολος, σατανάς
διασίδ(ι): αλυσίδι νήματος.
διατάζου: συμβουλεύω
διαφιντής:  διευθυντής
δικάζου:  υποχρεώνω κάποιον να εκτελέσει εντολή
δικουχτώ:   δεκαοχτώ:
δικούλα: Ξύλινη τσουγκράνα με δυο δόντια.
δικούλι: Ξύλινη τσουγκράνα μικρότερη από τη δικούλα
δίμιτο: Είδος υφαντού που υφαίνεται με τέσσερα μιτάρια.
διρφίτσα: Η διπλή κλωστή σε μεσοδόντιο διάστημα στο χτένι του αργαλειού.
δισιές: Τα ξύλα που τοποθετούνται κατά διαστήματα, περιμετρικά στην τοιχοποιία για μεγαλύτερη ευστάθεια του οικοδομήματος.
δίχους:   χωρίς.
δοκάνη: Μέσο αλωνισμού.
δόλιους:  κακόμοιρος, ταλαίπωρος
δουδουκάρα:  δόντι τραπεζίτης
δουκιώμι:  θυμάμαι
δουλιφτάδις:  εργάτες
δουξουλουιά:  δοξολογία
δράμι:  υποδιαίρεση της οκάς
δρασκ’λιά,:   διασκελισμός.
δρέινα: Δρύινο.
δρομικός: Τρόπος χτισίματος των τούβλων.
δρουσάτα:   δροσερά:
δυγόνα:  προβατίνα ή γίδα που γεννάει προς το τέλος της περιόδου 
δυγόνι:  αρνί ή κατσίκι που γεννιέται προς το τέλος της περιόδου 
δώθι:   προς τα εδώ, προς τη μεριά μου
δώκ’ τ: ’ δώσ’ του
δωμ' :  δώσ’ μου



ειδήσματα:   πράγματα
εμουρφάδα:  ομορφιά.
έμπλαξα:  έμπλεξαβρήκα τον μπελά μου
επί τούτου:  επίτηδες.
έτσια: έτσι ακριβώς.


ζαμπούντζι: αρρώστησε το ζώο.
ζ’γούρ(ι): χρονιάτικο αρνί
ζιούνταβους: ισχνό ζώο.
ζ'ματώ, ζ'μάτζ'μα: ζεματίζω, ζεμάτισμα.
ζ 'νάρια: Ζωνάρια, δεσιές, χατίλια
ζάντζους: Το ξύλο που τοποθετείται στις τρύπες του μπροστινού αντιού και το σταθεροποιεί κατά την ύφανση.
ζερβαδίμ 'του: Είδος δίμιτου, περασμένου με κενό διάστημα μιας θηλιάς στα μιτάρια
ζιάρ(η: Στάχτη με αναμμένα κάρβουνα.
ζ’γός:   κορυφογραμμή.
ζ’γούρα:   θηλυκό ζυγούρι,
ζ’γούρι:   χρονιάρικο αρνί
ζ’λάπι:   άγριο σαρκοφάγο ζώο και κυρίως λύκος
ζ’λαπουφαουμένα:  ζώα που έφαγε το ζουλάπι.
ζ’τάει η φουράδα:  θέλει να ζευγαρώσει.
ζαβά τόπια:  κακοτοπιές.
ζαβός:  ιδιότροπος, ανάποδος,
ζαγαλίκι:  ζημιά που γίνεται με πολλή πονηριά
ζαγάρι:   κυνηγόσκυλο
ζαγκανιέρα:   δίφυλλη πόρτα που πηγαίνει πέρα δώθε
ζακόνι:   συνήθεια
ζαλίκι:   φορτίο από ξύλα κυρίως
ζαμάνια:   μεγάλο χρονικό διάστημα
ζαμπούν’κα:  αδύνατα ζώα
ζαμπούν’ς:   άρρωστος, αδιάθετος
ζάντζα:  ιδιοτροπία, ελάττωμα, αναποδιά
ζαραλής:   αρρωστιάρης 
ζαρκαδούλα:   θηλυκό μικρό ζαρκάδι
ζαρκώνουμι:  ντύνομαι.
ζάρκου:  γίδι που έχει αραιό και πολύ κοντό τρίχωμα
ζαρώνου:  αποχτάω ρυτίδες
ζάφτου:  νικάω, δαμάζω
ζαχαράτα:   κουφέτα, καραμέλλες
ζαχείλας:  άνθρωπος με σαρκώδη χείλια
ζερβά:  αριστερά
ζιουπάου:  πιέζω, σπρώχνω.
ζιουπλιάζου:  συνθλίβω.
ζουνάρι:  ζώνη
ζουντανά:   ζώα.
ζουντόβουλου:   ανθρωπάκι.
ζούρα:    κατακάθι στα υγρά 
ζουρλαίνου:  τρελαίνω
ζουρλαμάς:   αρρώστια που πιάνει τα ζώα
ζουρνάς:    μύτη από το γουρούνι.
ζούφιους:    άδειος, κούφιος, κενός
ζύγρα:   πυκνή συστάδα από θάμνους
ζυγός: Το ύφασμα που ρίχνει ο κουμπάρος στους νεόνυμφους κατά την τελετή του γάμου.

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *