menu

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Λέξεις από: Χ. Ψ. Ω.


χα(γ)ιάτ'(ι): Προστώο.
χαλέβου: Θέλω.
χαβάς: αέρας, καλό κλίμα 
χάζι:  ευχαρίστηση, γούστο
χαζουμπιζμπέρου:   χαμένη και άμυαλη
χάιδια:   χάδια
χαϊμαλί: περιδέραιο με φυλαχτά
χαΐρι:  προκοπή
χαϊρλής:  τυχερός 
χαϊρλίτ’κους:   τυχερός
χαλ’κουτόπι:  τόπος με χαλίκια
χαλάου:   σκοτώνω
χαλασιά:  καταστροφή
χαλεύου:  γυρεύω, ζητώ
χαλινό: εξάρτημα για να οδηγείς το άλογο
χαλκιάς:   χαλκοποιοός
χάλκουμα:  χάλκινο μαγειρικό σκεύος 
χαμάρα:  εξάντληση, αδυναμία, αδιαθεσία
χαμπέρι:  είδηση
χαμπλώνου:   χαμηλώνω
χάνουμι:  πεθαίνω
χαρά:  γάμος
χαραή:  χαραυγή 
χαραμάδα:  σχισμή
χαράμι:  άδικα, χωρίς ωφέλεια
χάρβαλου:   κάθε τι διαλυμένο ή ερειπωμένο
χάρισμα:  δώρο
χάση:  περίοδος που μειώνεται το φεγγάρι
χάσκα:  αποκριάτικο παιχνίδι 
χασουμέρια:  χαμένος χρόνος, καθυστέρηση που προκαλεί χάσιμο χρόνου
χαψιά:  μπουκιά
χαυδώνω: Ανοίγω τα πόδια. Χρησιμοποιείται για όποιον κάθεται με ανοιχτά τα πόδια, συνήθως μπροστά στο τζάκι.
χειργιά:  ποσότητα ύλης που μπορούμε να πιάσουμε με το χέρι, μπουκέτο
χειρόβουλου:  ποσότητα από στάχυα όση μπορεί να πιάσει στο χέρι του ο θεριστής
χειρόκλιτσα: κλίτσα για τα παζάρια, για επίσημες εμφανίσεις
χειρόλαμπα:   είδος λάμπας
χειμαδιά:   τόπος που ξεχειμωνιάζουν οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους
χειμουνίσιους:  χειμωνιάτικος
χεινόπουρους:  φθινόπωρο
χεινουπουριάζει:   φθινοπωριάζει
χεινουπώρι:   φθινόπωρο
χλιάρι:  κουτάλι 
χλιαράκι:  μέρος της κοιλιάς που βρίσκεται κάτω από την απόληξη του στέρνου και πάνω από το στομάχι 
χιλιάζουν:  γίνονται χιλιάδες, πληθαίνουν
χλουρό τυρί:  φρέσκο τυρί, τυρί που είναι ακόμα στην τσαντίλα
χνούδαλου:  μικρό παιδί  ή  μικρό ζώο
χόβουλη:   στάχτη που έχει ακόμα κάρβουνα
χουιάζου:  φωνάζω δυνατά 
χουιατά:  δυνατές φωνές 
χουλουιώμι:  στενοχωριέμαι
χουνεύου:  ανέχομαι, συμπαθώ
χούνη:  στενή λαγκάδα 
χουντρουκούδ’να:  μεγάλα σε βάρος κουδούνια 
χουριάτις:  κάτοικοι των χωριών 
χουσμέτι:  μικροδουλειές του σπιτιού
χουσμικιάρ’ς:  υπηρέτης
χουχουλάου:   θερμαίνω κάτι με την εκπνοή του αέρα 
χόχλους:  κοχλασμός, βράσιμο νερού
χοντροφόκαλο: Είδος σκούπας.
χοντρά: Είδος υφάσματος κατασκευασμένου στον αργαλειό.
χουρνώ: Χωρίζω.
χουσμικιάρ(η)ς: Υπάλληλος σε κτηνοτροφικές εργασίες.
χριστόκ’λουρα - χριστόψουμου: κουλούρα που φτιάχνουμε τα Χριστούγεννα και την κεντούμε 
χρουνιάρ’κους:  αυτός που είναι ενός έτους
χρυσόφλουρου: χρυσό φλουρί.
χτε:   εχθές
χτένι:  εξάρτημα του αργαλειού μέσα από το οποίο περνάει το διασίδι
χτινιάδις: Πλανόδιοι που πουλούσαν χτένια του αργαλειού.
χτικιάρ’ς: αυτός που έχει χτικιό, αρρωστιάρης
χτικιό:   φυματίωση
χύνουμι:  ορμάω
χώρα:  πόλη
χωματοσκέπαρο: Σκεπάρνι που το χρησιμοποιούσαν για να βγάζουν χώμα.
χώρ 'σμα: Χώρισμα


ψίνα: Τροφή για το χοίρο. Αποτελείται από χοντροκομμένα πίτουρα και νερό.
ψυχή:   καρδιά
ψαλίδα:   πολύποδο ζώο, σαρανταποδαρούσα
ψαλιδουτό:  είδος από διασίδι
ψαρής:  άλογο με ασπρόμαυρο τρίχωμα
ψαριά:  γίδα που έχει στο τρίχωμά της κοκκινωπές τρίχες ανακατωμένες με άσπρες 
ψαχνουρουτάου: ψάχνω και ρωτάω, ρωτάω με επιμονή
ψένιτι του τυρί:  ωριμάζει 
ψευτουζού:  ζω με στερήσεις
ψευτουζουή:   ζωή με στερήσεις
ψήλουμα:  βουνό
ψιλά τραγούδια: τραγούδια με οξείς ήχους, κυρίως από γυναικείες φωνές
ψιλουκούδουνα: κουδούνια που βγάζουν λεπτό ήχο 
ψιλουτραγουδάου:  σιγοτραγουδώ
ψίχα:  πολύ λίγο
ψουμόλισα: πειναλέος, νηστικός 
ψουμότσιουλου:  τσιόλι με το οποίο σκεπάζουμε το ψωμί
ψουμουκρέβατου:  ράφι για το ψωμί 
ψουμουτρουβάς:  τροβάς για ψωμί
ψουφίμι:  ψόφιο, αδύνατο
ψυχουγιός: πρωτοπαλλήκαρο του καπετάνιου.
ψυχουμαχού:  ξεψυχώ



ώρα:  ρολόι 
ωρέ:  κάλεσμα ανθρώπου

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Λέξεις από: Τ. Υ. Φ.


τάβλα:  υφαντό που το στρώνουμε καταγής για να φάμε, υφαντό τραπεζομάντιλο
ταβλιάζου:  τραπεζώνω, φιλοξενώ
τάδις:  τάδε, ένας, κάποιος
ταή:  τροφή για ζώα
ταηστάρι: σακούλι στο οποίο βάζουμε τροφή για τα άλογα ή τα μουλάρια και το κρεμάμε στο λαιμό του ζώου
ταμπακιέρα:   χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάζουμε καπνό, τσιγαροθήκη
ταμπούρ:  φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
ταντέλις:  δαντέλες
ταπεινουμένα:  ταπεινά
τάραγμα:  σκίρτημα, κούνημα
ταχιά:  αύριο
ταλαγάνι: πανωφόρι, ελαφρότερο από την κάπα έχει κατσιούλα και γίνεται από γιδόμαλλο.
τέλια:  νυφικό στόλισμα κεφαλιού 
τέμπλα: ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα
τέρατου:  τέρας
τέσσιρου:   τέσσερα
τζιουμπάνους: τσοπάνος, βοσκός
τραί, τραγί: ο τράγος
τραούσια: γίδα η οποία έχει τα κέρατά της ίσια προς τα πάνω.
τρουβάς: τουρβάς.
τρουμπάσ’καν, τρουμπιάστηκαν: έπιασε τα πρόβατα η ζέστη και τρέχουν να βρουν ίσκιο για να σταλίσουν.
τσαπούλ’τς, τσαπούλης: βόδι με τα κέρατα μπροστά.
τυρουφάης: δερμάτινος σάκος από κατσίκι, στον οποίο οι βοσκοί τοποθετούν το τυρί που παίρνουν μαζί τους.
τσαπουρνουμά: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα και μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια της.
τσάρκος: χώρισμα του μαντριού για αρνιά ή κατσίκια (για να μη βυζαίνουν) 
τσιούγκου: βόδι ή άλλο ζώο με σπασμένο το ένα κέρατο.
τσιουκάνι: μικρό κουδούνι για αρνιά και κατσίκια.
τσιουκαλίζου: ευνουχίζω.
τσιούλα: προβατίνα ή γίδα με μικρά αυτιά.
τσιρλίζιτι, τσιρλίζεται: ζώο το οποίο έχει ευκοιλιότητα.
τσίλις, τσίρλες: νερουλά κόπρανα των ζώων.
τ'λίξιμου (τυλίξιμο, τύλιγμα): Μαγικός τρόπος θεραπείας του κοιλόπονου.
τ'λίχτρα: Ο χώρος, αλλά και τα εργαλεία για το τύλιγμα του στημσνιού στο πίσω αντί.
τ 'λούπα: Η ποσότητα μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα για γνέσιμο.
τζαμάρα:   μακριά φλογέρα 
τζαμπούνα:  σφυρίχτρα ή καλαμάκι 
τζαφάρου:  γυναίκα με μακριά πόδια
τζιτζιβές:  μπρίκι 
τζιαντές:  αυτοκινητόδρομος
τζιλέπ’ς:  φοροεισπράχτορας
τζιλέπια:   φόροι
τζέτζηρας: Είδος κολεόπτερου του οποίου ο βόμβος είναι προάγγελος θανάτου.
τζιατζιαρούτα: Φωτιά με φλόγα.
τζιόμπανους:  τσομπάνος
τζιουμπαν’λίκι:  επάγγελμα του τσομπάνου
τζιουμπαν’λίκια:  έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
τζιουμπανεύου:  γίνομαι τσοπάνος
τζιουμπανόκλιτσα:   κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα
τζούφους:  τζίφος, τίποτα, μηδέν 
τηλιφουνεία:  τηλεφωνικές επικοινωνίες
τηράου: κοιτάζω, παρατηρώ
τιμουριώμι:  ταλαιπωρούμαι 
τιμπέλ’σσα:   τεμπέλα
τιμπέλου:  τεμπέλα
τιμπλάρι:  οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης
τιμπλί:  μακρύ και χοντρό ξύλο
τινικιδάκια:  παιδικό παιχνίδι
τιντιλίνα είμι:  είμαι άφραγκος, πανί με πανί
τιντόξ’λα:  ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα 
τιντώνουμι:  κοιμάμαι
τίπουτας:  τίποτα 
τιρλαίνουμι:   τρελαίνομαι
τιριάζου:  συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά
τιρόγαλου:  υγρό γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού
Τιτράδη:  Τετάρτη
τιτράκλουνους:   αυτός που έχει τέσσερις κλώνους
τιτράξανθα μαλλιά: μαλλιά πολύ ξανθά
τιτραπέρατους:   πανέξυπνος
τιτραμήδις:  στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα
τιμπλάρια: Γερά ξύλα που στήριζαν τη σκεπή των ξύλινων παραπηγμάτων.
τρουβάς: τουρβάς.
τράπεζα: Χαμηλό στρογγυλό τραπέζι φαγητού, σοφράς.
τρυπογάζι: Είδος βελονιάς στα κεντητά. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή της φάσας
τόπια:   μέρη, τοποθεσίες
του τίνους είνι:  ποιανού είναι
τούμπα:   μικρή συστάδα από δέντρα 
τουρκόιπουλου, του 1. Τουρκάκι. 2(μτφ.) παλιόπαιδο, κακό παιδί.
τουρκόπαπας:  παπάς που τα έχει καλά με τους Τούρκους ή παπάς που είναι ανήθικος, 
τουρλώνου:  αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω 
τούτουια:  αυτό εδώ, αυτό εδώ ακριβώς
τούφα:   δέσμη από τρίχες ή από θάμνους
τραβιώμι:  ταλαιπωρούμαι
τραγόκυπρους:   κυπρί για τον τράγο
τραγουδιστά:  με τραγούδι λέω κάτι που θέλω να πω
τραγούσια:  γίδα που έχει κέρατα όμοια με αυτά του τράγου 
τραΐ:   τράγος
τράμπα:  ανταλλαγή σε ζώα ή σε πράγματα 
τρανεύου:  μεγαλώνω
τρανός:   μεγάλος
τραουψάλ’δου:  γιδοψάλιδο, ψαλίδι με το οποίο κουρεύουμε τα γίδια 
τραπέτσι:   κάτι που είναι πολύ ξινό
τριανταφυλλιένια:  ροδομάγουλη κι όμορφη γυναίκα
τριβλός:  ψευδός, βραδύγλωσσος
τριβόλι:   είδος από αγκάθι
τρίκλουνους: αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές (κλωστές) ή τρία κλωνιά (κλωνάρια)
τρίμματα:   ψίχουλα
τριμουλιάζου:  τρέμω
τριότα:  προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και παιδικό παιχνίδι
τριπιδουκλιά: τρικλοποδιά
τριπλόκυπρους:  κυπρί που έχει στο κοίλωμά του κι άλλα δυο μικρότερα κυπριά (το ένα μέσα στο άλλο) 
τρισκαταραίοι:  τρισκατάρατοι
τρουβαδένιου:   ύφασμα για να κάνουμε τροβάδες
τρουβαδιάζου: γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα 
τρουβάς:   τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι 
τρόυρα:   τριγύρω
τρουϋρίζου:  τριγυρίζω, περιπλανιέμαι
τρουύρου:   τριγύρω
τρυπ’τήρι:  μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργασμένο ξύλο 
τρυπώνου: κρύβω κάτι, κρύβομαι
τσακνίσιου: Είδος αραιού χτενιού, ειδικού για την κατασκευή χοντρών μάλλινων υφαντών.
τσαντίλα: Το ύφασμα χρησιμοποιούνταν για το στράγγισμα του τυριού.
τσαρ 'χόσκ 'να: Σχοινιά για τα τσαρούχια.
τσέργα: Βελέντζα
τσιάμπρα: Σπίτι.
τσιαρδάκ '(ι): Είδος υπόστεγου με πρόχειρα ξύλινα υλικά.
τσιατί: Το ψηλότερο σημείο της στέγης.
τσιατμάς: Φράχτης σοβαντισμένος με χώμα. Χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό στα δωμάτια.
τσιάτσιαρας: Ξύλο με γυριστή απόληξη. Είναι εξάρτημα του φούρνου και
χρησιμοποιείται για την αφαίρεση των κάρβουνων πριν το «ρίξιμο» του
ψωμιού.
τσιβέτις: Οι σιδερόβεργες που τοποθετούνται στα παράθυρα αντί παντζουριών.
τσιβίκια: Μικρές πέτρες που καλύπτουν τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες κατά το χτίσιμο.
τσιγαρίδες: Κομμάτια τσιγαρισμένου λιπαρού κρέατος.
τσιγκέλι: Είδος κλειδαριάς.
τσικρίκι: Ροδάνι.
τσιμπίδια: Γερά ξύλα που τοποθετούνται στην οροφή για τη στήριξη της στέγης.
τσιόλια: Ρούχα παλιά, χωρίς αξία.
τσιουτάλια: Οι άκρες των κομμένων κλαδιών που παραμένουν στα δέντρα.
τσιρέπια: Μάλλινες κάλτσες.
τσφιπόν(η)μα: Κλωστή για την κατασκευή των τσιρεπιών.
τσιφτσήδες: Οι κολλήγοι που έχουν δικό τους ζευγάρι βοδιών για όργωμα
τσουκάνι: Είδος κουδουνιού.
τ’λίχτρα:  μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).
τ’λούπα: τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα και τη γνέθουμε. 
τ’λούπις ρίχνει:  χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες 
τ’λούπα του κιφάλι:  άσπρισε.
τ’λούπιασμα:  ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να φτιάξει το γνεσμένο μαλλί τ’λούπα
τσιγαρίδες:  ό,τι απομένει από το λίπος που το ζεσταίνουμε για να λιώσει
τσ’κάλι:   τσουκάλι
τσ’κάρια:  ράχες
τσαγκάδα:   γαλάρα γίδα ή προβατίνα που δεν έχει αρνί (ψόφησε ή το πουλήσαμε)
τσαγκάδια:  κοπάδι πρόβατα που το αποτελούν τσαγκάδες προβατίνες 
τσακ’στός τόπους:   πλαγιά με απότομη κλίση
τσακίζει η μέρα:  αρχίζει να πηγαίνει προς το απόγευμα
τσάλαλους:  αυτός που δεν ξέρει τι λέει, χαζός, παλαβός
τσαντίλα:  αραιό μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί 
τσάπρουνα:   καρποί από την τσαπρουνιά
τσαρδάκι:  κιόσκι, ίσκιος τεχνητός με κλαδιά από δέντρο 
τσάρκους:  καλυβάκι ή μαντράκι στο οποίο βάζουνε τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μανάδες τους
τσαρουχάδις:  τεχνίτες που  κάνουν τα τσαρούχια
τσέλιγκας:  αρχηγός από το τσελιγκάτο
τσέργα:   βελέντσα
τσέρλα:  υγρά κόπρανα των προβάτων
τσιακατούρα:   συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση
τσιακμακάου: προσπαθώ να βγάλω φλόγα από τον αναπτήρα 
τσιακμάκι:   ατσάλινος αναπτήρας
τσιαμαντάνι: είδος από γιλέκο, κοντοσέγκουνο 
τσιαμπάς:  μαλλιά από το κεφάλι του ανθρώπου
τσιντσιά:  ούλα
τσιαούλι: πιγούνι 
τσίκνα:  λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη
τσίκνισι του φαΐ:   έπιασε τσίκνα
τσιλιγκόιπουλου:  γιος του τσέλιγκα, κόρη του τσέλιγκα
τσιλιγκόκλιτσα:   κλίτσα του τσέλιγκα, κλίτσα για επίσημες εμφανίσεις
τσιλίκα:  παιδικό παιχνίδι
τσιλώνου: στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
τσιμπουρουβύζαQ   πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι
τσινάου:   αντιδράω, αντιδράω απότομα 
τσιόλι:  μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη χειροποίητη αργαλίσια
τσιουγκράου:  συγκρούω ελαφρώς 
τσιούκα:  κορυφή από λόφο ή από βουνό 
τσιουκανάν’ τα χέρια:  από το πολύ κρύο με πονάνε σαν να με τρυπάνε με το βελόνι
τσιουκάνι:  κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάζουμε στα γίδια ή στα άλογα
τσιούλα:  ζώο με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά. 
τσιούμπα:  μικρό ύψωμα
τσιουμπάου:  σπάζω τα κάρβουνα
τσιούπρα:   κορίτσι 
τσιουτίνα:   κορυφή από το κεφάλι, ύψωμα
τσίπα:   πέπλο της νύφης
τσιρλιάρ’ς:   φοβητσιάρης
τσιτσί:  κρέας στη γλώσσα των νηπίων 
τσιφτιλής:   γρουσούζης
τσουπουτός:   παχουλός, στρογγυλεμένος 
τύλους:   τάπα, βούλωμα
τυρουκουμάου:  φτιάχνω τυρί
τυροφάγος:  μικρό τομάρι με τυρί για το τσομπάνο 
τώραϊα:   αυτήν τη στιγμή



υγιός:  γιος
υπνουβέλιντσα:  βελέντσα που τη χρησιμοποιούμε για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο το βράδυ.
υπνουβότανου:  βοτάνι που φέρνει ύπνο 
υφάδι:  νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας
υφαίνου:  διαπλέκω το υφάδι με το στημόνι στον αργαλειό για να κάνω κάποιο ύφασμα
ύψουμα:   λοφίσκος,   πρόσφορο στην εκκλησία.


φ 'λιά: Φιλιά, τραπέζι σε φιλικά πρόσωπα.
φακιόλια ρίχνει:   ρίχνει πολύ χιόνι 
φαλάγγια:   ομάδες
φαμπ’λεύου:   αποκτώ οικογένεια 
φαμπλιά:  φαμελιά, οικογένεια
φαντασιά:   φαντασία.
φαντασμένους:  αυτός που πε­ρηφανεύεται, εγωιστής.
φαούρα:   φαγούρα
φάρα:   φυλή, σόι
φασκιά:   μικρή μάλλινη τριχιά με την οποία δένουμε τα σπάργανα του μωρού
φασκιώνου:  σπαργανώνω 
φάσα: Το περίγραμμα των υφαντών.
φέγγος: Ο φεγγίτης.
φέσι:  σκούφια
φέτου:  εφέτος
φιλικούδις: Πελεκούδια.
φιλτιρέ(ς): Είδος κεντητού. Κατασκευάζεται με την αφαίρεση κλωστών από το
ύφασμα.
φιλεύου:  φιλοξενώ
φιλλάδα:  βιβλίο, σημειωματάριο 
φιγγίστρα:   μικρό παραθυράκι της καλύβας για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός που ανάβουμε σ’ αυτή 
φιδιάζιτι του ζώου:  δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού
φιδιατίσκα:  δαγκώθηκα από φίδι
φιδόκαμψου:   δέρμα που αλλάζει το φίδι
φιλιώνου:  ενώνω, συμφιλιώνομαι
φιλλύκι:  φυτό φιλλυρέα η πλατύφυλλος που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια.
φκιαστός (αργαλειός): Ο αργαλειός που κατασκευάζει μόνος του ο κάθε νοικοκύρης.
φκιασιά: κατασκευή του σώματος, καμωσιά
φκιασίδια:  καλλωπιστικά υλικά 
φλάμπουρας:  γαμήλιο λάβαρο, σημαία του γάμου
φλαμπουριάρ’ς: μπράτμος, αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο 
φλαμπουρόξ’λου:   ξύλο γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάζουνε μήλα ή ρόδια
φλόκια:  κρόσσια
φλόκους:  δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες
φλουιέρα:   φλογέρα
φλουκάτα:   βελέντζα με κρόσσια
φλουκιάζου:  περνάω τα φλόκια 
φλουριά:   τούρκικα χρυσά νομίσματα
φλώρους:  άσπρος
φλόρα: ολόασπρη γίδα.
φουρλέτσκας: ξύλινο κοντάρι με τρυπητό δίσκο στην άκρη, με το οποίο χτυπούν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.
φόρτωμα: Σχοινί απαραίτητο για τη μεταφορά αγαθών με τα υποζύγια.
φουκάλ '(ι): Είδος σκούπας που γίνεται από το φυτό φουκαλιά
φούρκις: Χοντρά διχαλωτά ξύλα που χρησιμοποιούνται ως κολώνες σε ξύλινες κατασκευές.
φουρνόφκυαρο: Το ξύλινο φτυάρι που χρησιμοποιείται για το «ρίξιμο» του ψωμιού στο φούρνο.
φούσκα (τζακιού): Το τύμπανο του τζακιού.
φράψος: Είδος δέντρου κατάλληλο στη βαφική (μελία).
φουκαλίζου:  σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
φόντας:  όταν, από τότε που
φόρτουμα:  φορτίο 
φουλιάζου: κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος
φουλτάκα:  φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο 
φουλτακιάζου:   βγάζω φουσκάλα
φουράδα:  θηλυκό άλογο
φούρκα:   χοντρό ξύλο με διχάλα
φουρκούλις:  πολύ μικρές φούρκες 
φουρλατίζου:  σκορπάω, εκσφενδονίζω
φουρνατζής:  φούρναρης
φουρτουτήρα:  λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων 
φούσκα:  ουροδόχος κύστη
φουσκή:   κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό 
φουσκαλήθρα:   φυσσαλίδα αέρος
φούσκουμα:  ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός
φράξους:  φυτό τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα 
φρέζα:   στενή ταινία με την οποία πλαισιώνουμε και στολίζουμε τα υφαντά
φρουξ’λιά:  δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος
φτιλιά:  δέντρο με ανθεκτικό ξύλο, καραγάτσι 
φτινά:  λεπτά ρούχα
φτουχαίνου:  γίνομαι φτωχός
φτσιέλα:  πεπλατυμένο βαρελάκι με στενό στόμιο για να αποθηκεύουμε, συντηρούμε και μεταφέρουμε νερό
φτσιλάκι:  ξύλινο σκεύος στο οποίο βάνουν οι τσομπαναραίοι νερό (αντί για παγούρι)
φτύματα:  μικρά άσπρα σκουλήκια που σχηματίζονται από τα αβγά που ρίχνει η μύγα φτύνοντας πάνω στα τρόφιμα
φυλλουκάρδια:  μύχια συναισθήματα
φύρα:   φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους
φύτρα:  γενιά, καταγωγή
φώτιζαν: Έριχναν αγιασμό (στα χωράφια, στα σπίτια, στα μαντριά).

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *