menu

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Λέξεις από: Κ. Λ. Μ.


κ’λιάστρα η κουλιάστρα ή γκουφρίκος:  το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της προβατίνας ή γίδας που είναι πολύ παχύ και πολύ νόστιμο
κ’λός:  ανάπηρος. 
κ’λούρα:  κουλούρα, ψημένο ψωμί σε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο μέγεθος.
κ’λουριάζουμι:  κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.
κ'λαμάρα: Κουλαμάρα.
κ 'λουράς: Κουλουράς.
κ 'λούρις: κουλούρες.
κ'λουρουμάντρι: Ο τύπος μαντριού που έχει κυκλικό σχήμα.(κουλούρα).
κ’λουρουκέρατη: γίδα με γυριστά τα κέρατά της σαν κουλούρια.
καλέσια: προβατίνα με μαύρα στίγματα στη μούρη και στα πόδια της.
καλέσιαβους: όποιος έχει πρέκνες (φακίδες) στο πρόσωπο.
καμάκι: μαντρί καμωμένο με ξύλα και ξεσκέπαστο.
καναράς: κοπάδι με απογαλακτισμένα αρνιά ή κατσίκια τα οποία παχαίνουν για σφαγή.
κανούτους-α-ου: γίδι με σταχτόχρωμο τρίχωμα.
καπρί, κάπρος: αρσενικός χοίρος
καραμάν’τς – καραμάνης : σκυλί με μαύρο τρίχωμα.
καράς: βόδι με μαύρο τρίχωμα.
καράσου: αγελάδα με μαύρο τρίχωμα.
κατσιούλα: κουκούλα
κατσιούλη: παλτό από γιδόμαλλο. Υφαίνεται στον αργαλειό και μετά το στέλνουν στο μαντάνι, μετά βάφεται και το φορούν οι βοσκοί το χειμώνα και έχει κατσιούλα.
κλαδαριά: στιβαγμένα σε σχήμα κώνου, σαν θημωνιά, γύρω από ένα δέντρο, πράσινα κλαδιά βελανιδιάς. Με αυτά τρέφουν το χειμώνα τα γιδοπρόβατα.
κλούτσα: ξύλινο ποιμενικό ραβδί με γυριστή λαβή, συνήθως σκαλιστή.
κλούτσαβους-η-ου: στραβό ξύλο, μτφ. καμπούρης
κόρδα: κυκλικός φράκτης με αγκαθωτά ξερά ξύλα, στον οποίο κλείνουν του καλοκαιρινούς μήνες οι βοσκοί τα γιδοπρόβατα.
κοκκίνου: κοκκινόχρωμη αγελάδα.
κόπρια: τα σκουπίδια (από το σπίτι) / βουνιές.
κουτάρ(ι): ο χώρος παραμονής των σκυλιών.
κουκίν’τς:  κοκκινόχρωμο βόδι.
κουκκινουλάια: προβατίνα με καστανοκαφέ τρίχωμα.
κουλουκούρ’σμα: το κούρεμα των προβάτων στη γραμμή: ουρά, στήθος, λαιμός. Αυτό γίνεται την άνοιξη για να ακολουθήσει το κανονικό κούρεμα όταν πάρουν οι ζέστες.
κουτ κουτ: επιφώνημα για σκυλιά όταν τα καλούν για φαγητό.
κουτσιάφτ’κους: ζώο με το ένα αυτί κομμένο στην άκρη.
κυπρί, κιουπρί: μικρό κουδούνι για γίδες με λεπτό ήχο.
καβαλ’κιεύου:  ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.
καβαλάρ’ς:  καβαλάρης
καβαλαραίοι:  καβαλάρηδες.
καβαλίκα:  έμπα καβάλα
καβαλίνα:  κοπριά προβάτου.
καβάλις:  αντρικό παιχνίδι 
καβουρμάς:   κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται.
καβουρντίζου:  ξερoψήνω, τσιγαρίζω.
καβαλάρ '(η)ς : Το τελευταίο οριζόντιο ξύλο της στέγης.
καγκιλουφρύδα:   γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.
καδένα:  αλυσίδα.
καένας:   κανένας.
καζάκα: Σανιδένια μικρή πλατφόρμα μεταφοράς λάσπης.
καθάριου:   σιταρένιο ψωμί
καθαροβδόμαδο: Η εβδομάδα με πρώτη μέρα την Καθαρή Δευτέρα
καϊπώνου:  κρύβω κάτι και δύσκολα το βρίσκει κάποιος
κακάβι: Μικρό δοχείο τοποθέτησης υγρών, κυρίως νερού ή γάλακτος.
κακαράντζα:   κοπριά από γίδι 
κακαρώνου:  μένω ακίνητος και άναυδος,
κακιώνου:  θυμώνω
καλαμίδια: Μικρά ξύλα που βοηθούν στο σωστό τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί.
καλιγώνου:  πεταλώνω τα ζώα.
καλημιράου:  καλημερίζω
καλησπιρίζου:  εύχομαι καλησπέρα
κάλισμα:  προσκλητήριο του γάμου 
καλιστάδις:   καλεσμένοι του γάμου.
καλκάν(ι): Το στέγαστρο που αντικατέστησε το χαγιάτι και στα χαμηλά σπίτια και το ανώι στα ψηλά.
καλόιμοιρη:   καλότυχη,
καλουκιρίσιους:  καλοκαιρινός.
καλούδια:   δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα, 
καλουφουριώμι:  φοράω όμορφα ρούχα,
καλουκιρ 'νή: Καλοκαιρινή.
κάμα:   αφόρητη ζέστη, καύσωνας
καμάκι: Υπόστεγο.
καμάρα: Μικρές εσοχές στους τοίχους για διάφορες χρήσεις.
καμαρώνου:  κορδώνομαι
καμβάς: Είδος υφάσματος.
καμουμένα: Τα σκουτιά που έπηξαν στο μαντάνι.
κάμπος: Το μέρος του υφαντού που δεν καλύπτεται από σχέδιο.
καμωμένα: Τα σκουτιά που περνάνε από το υδροτριβείο και πήζουν.
κάνα κιρό:  κάποια φορά, κάποτε
καναράς:   αρνοκάτσικα, που αγοράζει κάποιος και τα ξαναπουλάει αργότερα κι έχει σκοπό το κέρδος
κανίστρα: Κάνιστρο.
κανιστρομάντηλο: Κεντητό κάλυμμα της κονίστρας.
κάνουρα: Το υφάδι.
κανούτα:   γίδα με γκρίζο - σταχτί τρίχωμα
καντίπουτας:   τίποτα τελείως
κάπα:   χοντρός μάλλινος επενδύτης των τσομπαναραίων
καπάκια: Τρόπος τοποθέτησης των κεραμιδιών κατά τη στέγαση με την κυρτή επιφάνεια προς τα πάνω.
καπακώνου:  σκεπάζω, καλύπτω.
καπίστρι:  χαλινάρι.
καπιτάνους:   καπετάνιος
κάπνα:  καπνός
καπούλια:   τα νώτα από τα μεγάλα τετράποδα ζώα
κάπουτις:   κάποτε.
καπρί : Αρσενικός χοίρος (κάπρος)
καραλίβανους: Ο πολύ μαύρος (για το φούρνο).
καραμελωτές: Είδος πατανίας. Κάλυμμα για το κρεβάτι.
καρδάρια: Δοχεία στα οποία αρμέγεται το γάλα.
καρκαντζάλια: Καλικάντζαροι.
καρούλια: Εξάρτημα του αργαλειού, όπου δένονται τα μιτάρια. Βοηθούν την
εναλλαγή των πατηθρών.
καραούλι:   θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις μια περιοχή
καράς:   μαύρο άλογο
κάργας:  ψευτοπαλληκαράς.
καρδάρι:   ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο στο οποίο αρμέγω τα πρόβατα ή τα γίδια
καρκαλέτσι:   κοκκύτης
καρκάντζαλους:  καλικάντζαρος, σατανάς, διάβολος
καρκαριώμι :  γελάω επιδεικτικά, δυνατά
καρπολόι: Ξύλινο εργαλείο, όπως η τσουγκράνα, κατάλληλο για το μάζεμα των καρπών.
καρυά:   καρυδιά.
κασταλαή: Η αλισίβα.
καστραβέτσι:   αγγούρι.
κατ’ιμένα:   προς εμένα
κατ’ισένα:   προς εσένα
κατάβαθα:   εντελώς στο βάθος
καταδέχουμι:  είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.
καταΐ:   καταγής.
κατάματα: Αντίκρυ
κατάντια:    προκοπή.
καταούλα:   καταγής.
κατάρραχα:  ακριβώς επάνω στη ράχη.
κατάσαρκα: πάνω στη σάρκα 
κατασάρκι:  μάλλινη φανέλα.
κατάσυρμα: Διαβολή
καταχνιά:   ομιχλώδης ατμόσφαιρα
καταχουνιάζου:   εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το.
κατέχου:   γνωρίζω, ξέρω.
κατηγόριου:   κατηγορία.
κατιβασιά:   φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή 
κατιπούθι:   κατά πού
κατοίκιψι:  κατοίκησε 
κατρήθρα:  ουροδόχος κύστη.
κατριγάρ’ς:   κατεργάρης 
κατσάνος: Πλανόδιος μικροπωλητής.
κατσιαμάκι:  χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι
κατσίκι:   νεογέννητο της γίδας.
κατσικουπ’τιά:   κατσικίσια πυτιά.
κατσιό:   καθησιό.
κατσιούλα: Κουκούλα.
καψάλα:   καμένη βουνοπλαγιά,
καψαλήθρις:Τα κόκκινα σημάδια που δημιουργούνται στα πόδια από την έκθεση τους στη φωτιά, στο τζάκι.
καψαλός:   αυτός που έχει στο τρίχωμά του πολλά χρώματα ανακατωμένα.
καψαρός:   καημένος.
καψώνου:  νιώθω υπερβολική ζέστη.
κείθι:    από εκεί, από εκείνη τη μεριά.
κεντητά (σαίσματα): Είδος υφαντού με σχέδιο.
κεφαλάρι: Οι απολήξεις του υφαντού που είναι διακοσμημένες.
κεφαλοστρούγκ'(ι): Το σημείο της στρούγκας που κάθονται οι αρμεχτάδες και αρμέγουν.
κηπάρια:    χώρος που καταλαμβάνουν οι κήποι. 
κηπούλτ 'ς: Μικρός κήπος.
κιαρατάς:   κερατάς.
κιβούρι:   μνήμα.
κιδρίσιους:   κέδρινος.
κιδρόξ’λα:    ξύλα από τον κέδρο.
κιλαράκια: Μικρά κελιά, τετραγωνάκια.
κιλίμ(ι): Είδος υφαντού, κάλυμμα κρεβατιού.
κιουτής:   φοβητσιάρης
κιντητό: Είδος υφαντού με παραστάσεις.
κιντώ: Υφαίνω κεντητά.
κιραμαριό: Κεραμοποιείο.
κιράσματα:   χρήματα που δίνουν στη νύφη
κιρατίνα: γυναίκα που κεράτωσε τον άντρα της.
κιφαλάρ(ι): κεφαλάρι.
κλαδαριέςΑποθηκευμένο κλαδί πάνω σε κομμένο δέντρο, σε σχήμα πυραμίδας.
κλανιάρ’ς:   φοβητσιάρης.
κλάπα:   σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το κουδούνι
κλάρα:  κλαδί.
κλειδουπίνακου:   μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας
κλάρες: Μοτίβο των κεντητών υφαντών που παριστάνουν κλαδιά αμπελιού.
κλείδουση:   άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.
κλειδουτή ρόκα:  ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και συνταιριάζεται 
κλειδώματα:   κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά
κλεισούρα:   πυκνό δάσος.
Κλήδονα:   γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Προδρόμου
κληματσίδα:    αναρριχώμενο φυτό που μοιάζει με αγριόκλημα.
κλούρα: Κουλούρα.
κλουστή: Κλωστή.
κλούτσα: Γκλίτσα. Το ξύλο στο οποίο στηρίζεται ο τσοπάνος / Ξύλο με κυρτό
άκρο που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της καλαμωτής στέγης στο μαντρί.
κλ(ε)ιτσόξ’λου:  ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.
κλώθου:   γυρίζω γύρω γύρω, 
κόβου: Κόβω.
κόθουρους:    το υψωμένο ζυμάρι γύρω από την πίτα. 
κοινουνιά:   θεία κοινωνία.
κόκκα:   εγκοπή, σκαλόκωμμα 
κόκουτας:   κόκορας
κοκκαλοραχιά: Σπονδυλική στήλη.
κομποδέτρα: Εξάρτημα του αργαλειού, όπου στηρίζεται το στημόνι πριν αρχίσει η ύφανση.
κόν’σμα:   εικόνισμα.
κόντις:    αβγά της ψείρας
κόπανους:   ειδικό ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπάω δυνατά τα υφαντά, όταν τα πλένουν
κόπρια: Τα σκουπίδια  γενικά που δημιουργούνται στο σπίτι
κόπτσα:   μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
κόρδα: Ο αύλειος χώρος του μαντριού.
κόρδα (κλωστή): Χορδή.
κόρφιασμα: Το τελείωμα της σκεπής με σάλωμα (βλ. λέξη) στα ξύλινα παραπήγματα.
κοτάρι: Ο χώρος παραμονής των σκυλιών.
κότσιαλου:  φρύγανα  - προσανάματα
κουδαραί(οι): Ομάδα μαστόρων (οικοδόμων).
κουλόπανα:    ταινίες από ύφασμα με τις οποίες περιτυλίγουμε τα βρέφη.
κουκότια: Οι κότες (και οι πετεινοί).
κουκουτσέλια: Τα πετεινάρια (συνεκδοχικά και τα μικρά αγόρια).
κουλουκούρ 'ζμα: Το κούρεμα των προβάτων γύρω από την ουρά και το λαιμό.
κουμάςΗ στενή πλευρά της στέγης.
κουμπουδιτά: Κομποδεμένα.
κουπάνα: Η λεκάνη της βρύσης που βρίσκεται έξω από το σπίτι.
κουμπιάζου:    πνίγομαι, μπουκώνω
κουμπουδιάζου:   φτιάχνω κόμπους
κουντεύου:   πλησιάζω.
κουντύλι:  κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.
κούπα:   ποτήρι,
κουπάδι:   σύνολο από ζώα.
κουπαδιάζου:   χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα,
κουπανίζου:   χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.
κουράσιου:   κορίτσι, κοριτσόπουλο
κούρνια:   φωλιά.
κουρνιάζου:   φωλιάζω.
κουρνιαχτίζου:  σηκώνω σκόνη
κουρνιαχτός:   σκόνη.
κουριλές: Οι κουρελούδες.
κουρμνιά (η): Το σπίτι.
κουρουψάλ’δου:   ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων
κουσκουσένια: Είδος υφαντού (θηλιαστό).
κουσμάρι:   πρόχειρο φαγητό (φρέσκο ανάλατο τυρί και α­­λεύ­ρι)
κουσμούρα:   πλήθος κόσμου.
κουσσιεύου:  τρέχω 
κούτουλους: Μονάδα μέτρησης γάλακτος ίση με μία οκά.
κουτ’ρού:    κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.
κούτρα:  μέτωπο ή κεφάλι.
κουτρουμπέλι:   αυτός που πάχυνε και στρογγύλεψε
κούτσ(ι)κα: Μικρά παιδιά.
κουτσιουμύτα:   γυναίκα με κοντή μύτη.
κουτσουνόρα:   προβατίνα με κοντή ουρά.
κούφαλους:    μεγάλη κουφάλα σε δέντρο.
κουφουξλιά:   δέντρο με κούφιο και ελαφρύ ξύλο
κόφις (η κόφα): Είδος ξύλινων δοχείων που βάζουν κρασί για το γάμο.
κόχις: Οι γωνιές δίπλα στο τζάκι.
κράζου:   φωνάζω
κρανένια κλ(ε)ίτσα:   κλ(ε)ίτσα με κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο
κρατάου:   βαστάω.
κρατμάρα: αρρώστια των γιδοπροβάτων κατά την οποία πιάνονται τα πόδια και δεν μπορούν να βαδίσουν.
κρατώ (νηστεία): Νηστεύω.
κρεβατιάρα: Η «μπαχτή» κουβέρτα που στρώνεται στο κρεβάτι.
κριαρουκούδουνα:  κουδούνια που βάζουν στα γκισέμια
κριβάτα:  πρόχειρο κρεβάτι για ύπνο ή για πράγματα όταν στάλιζαν τα ζώα
κριβαταριά:   βεργόπλεχτο ράφι πάνω στο οποίο τοποθετούν διάφορα πράγματα 
κριμαντζλιόμι:  κρέμομαι.
κρίματα:  αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.
κριμώ: Κρεμώ. Λέγεται όταν φεύγει και το τελευταίο νήμα από το πίσω αντί, οπότε στηρίζεται στα καλαμίδια (λεπτά ξύλα).
κριτσμάς: Το τραπέζι με τη λήξη ενός δύσκολου έργου, όπως κτίσιμο σπιτιού, τελείωμα του θερισμού.
κρούσταλλα:   πάγοι
κρουσταλλιάζου:  παγώνω
κρυόβρυση:   βρύση με κρύο νερό.
κυπρουκούδ’να:  κυπριά και κουδούνια 
κυράτσα:   κυρά, αρχόντισσα.
κτουπίστι (κτουπίζω): Κουρέψτε (τα πρόβατα, όταν παράκαιρα χρειάζεται μαλλί για την ύφανση).


λαβή:   αφορμή.
λαβουματιά:   πληγή, τραύμα.
λαζαρ 'ς: Έθιμο σχετικό με τη νεκρανάσταση της φύσης που γίνεται το Σάββατο του
Λαζάρου, στο οποίο συμμετέχουν μόνο ανύπαντρα κορίτσια.
λαζαρίνι (ε)ς: Τα κορίτσια που παίρνουν μέρος στο έθιμο του Λαζάρου.
λαθομάλλια: Τα πολύ σκληρά μαλλιά. Επειδή είναι δύσκολο να βαφούν, γι' αυτό αποφεύγεται η χρήση τους στην υφαντική.
λάια: Μαύρα.
λακιά:   λάκκος, ρέμα:
λάια πουδαρούσια: μαυρόχρωμη προβατίνα με άσπρο το ένα πόδι της.
λαλάου, λαλάω: προωθώ τα πρόβατα στην έξοδο της στρούγκας για να τα αρμέξουν.
λαλιά:    λόγος, ομιλία
λαλ 'τστής: Αυτός που οδηγεί τα γαλακτοφόρα πρόβατα για άρμεγμα.
λαλ 'τστής: αυτός που οδηγεί τα γαλακτοφόρα πρόβατα για άρμεγμα.
λαλούν κουδούνια: ακούγονται (χτυπούν) τα κουδούνια.
λαλούν πουλιά:   κελαηδούν.
λαμπουγιάλι:  γυαλί για τη λάμπα.
Λαμπρή:  Πασχαλιά.
λαμπριάτ’κου αρνί:   αρνί που προετοιμάζεται για τη Λαμπρή.
λανάρ(ι), λανάρια: Το μέσο με το οποίο ετοιμάζονται τα μαλλιά για γνέσιμο.
λανάρ 'ζμα: Το άνοιγμα των μαλλιών στα λανάρια. Διαδικασία πριν το γνέσιμο.
λαναρ 'στια: Η κίνηση του πάνω λαναριού για να ανοίξει το μαλλί. 
λαναρόξυλο: Το ξύλο πάνω στο οποίο ήταν σταθεροποιημένο το κάτω λανάρι.
λαναρτζής: Ο ιδιοκτήτης μηχανής που λανάριζε τα μαλλιά.
λαναρίζου:  ξαίνω τα μαλλιά με το λανάρι για να γίνουν πιο απαλά.
λαναρίστρα:   γυναίκα που λαναρίζει
λαχανόπ’τα:  πίτα με λάχανα.
λάπατα: Είδος λαχανικού.
λαχτάρ 'σι (λαχταρνώ): Φοβήθηκε πάρα πολύ.
λαχούρι:  μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.
λαψάνα:   φυτό πόα σινάπι το αρουραίο.
λ(ε)ιανίζου:   κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια. 
λ(ε)ιανουκούδουνα:   είδος από κουδούνια.
λ(ε)ιανώματα:   κέρματα, ψιλά χρήματα 
λειτουργιά:   πρόσφορο.
λειψουχρουνιά:  χρονιά με ελλείμματα, κακή χρονιά.
λελέκι: Είδος δρεπανιού.
λέρις: Τα ακάθαρτα νερά μετά το πλύσιμο των πιάτων που περιέχουν και κάποια αποφάγια. Κατάλληλη τροφή για τους οικόσιτους χοίρους.
λεφτοκαρυά: Φουντουκιά.
λισγκάρι: Φτυάρι.
λημιριάζου:  μένω στο λημέρι.
λιάρους -α-ου: ζώο το οποίο έχει άσπρα τμήματα στο μαύρο τρίχωμά του.
λιβακώνουμι:  ζεσταίνομαι πολύ, με πνίγει ο πολύ ζεστός αέρας 
λίγδα:   λίπος,  η λέρα.
λιγδιάζου:   λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.
λιγδιρός:   λιπαρός.
λιγκιέρια:  μπρούτζινα πιάτα 
λιγουστός:   λίγος.
λιγώνου:  πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω
λίμα:   κατάσταση μεγάλης πείνας 
λιμαριά:   είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπτσες πίσω από το λαιμό και φτάνει μπροστά ως τη μέση)
λιμπά:   όρχεις.
λίπα:   λίγδα, λιωμένο λίπος από γουρούνι 
λιφτουκαρυά:  φουντουκιά.
λιχνιστής:  αυτός που λιχνίζει, δηλ. με τη βοήθεια του αέρα καθαρίζει τα σιτηρά ή τα όσπρια από άγανα
λόγγους:  δάσος με θάμνους.
λόντρα: Ακαταστασία.
λοζιά: Χρωματιστά νήματα.
λουκανικόξυλο: Ξύλο που κρέμαγαν τις θηλιές από λουκάνικα μετά τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων. 
λούκια: Τρόπος τοποθέτησης των κεραμιδιών με την κοίλη επιφάνεια προς τα πάνω. (Ο συνολικός τρόπος στέγασης ήταν: Ένα κεραμίδι λούκι - ένα καπάκι).
λούρα: Λεπτές βέργες που κατασκεύαζαν το φράχτη στις ξύλινες κατασκευές.
λυσιά: Η πρόχειρη κατασκευή από κλαριά που χρησίμευε ως πόρτα της καλύβας.
λόρθους:   ολόρθος 
λουβουδιά:  άγριο λαχανικό.


μαγαρ’σιά:  περιττώματα από ανθρώπους, ακαθαρσίες.
μαγάρα:  ακαθαρσία, βρόμα.
μαγαρίζου:  λερώνω,  μολύνω. 
μαγκούφ’ς:  έρημος
μαδάου:  ξεπουπουλιάζω τα πουλιά
μαδιώμι:   πέφτει το τρίχωμά μου. 
μαέριμα:   μαγείρεμα
μάζουξη:   συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων.
μαζώνουμι: μαζεύομαι, συμμαζεύομα
μαζγκάλια: Μικρά παράθυρα του κατωγιού και του πατώσπιτου.
μαθητούδια:  μαθητές 
μαϊλίκια:   ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
μαϊά: Μαγιά.
μακροτράπεζος: Το μακρύ τραπέζι που χρησιμοποιούσαν στο γάμο.
μακιλλεύουμι:  τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός μου. 
μάκινα:   μηχανή 
μάκου:   γιαγιά.
μακρόκουρμη:    προβατίνα ή γίδα με μακρύ κορμί.
μακρουπρόσουπους:   αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο.
μαλαγάνα:   αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και πονηριές.
μάλαμα:   χρυσός, χρυσάφι.
μαλαματένιους:   αυτός που γίνεται από χρυσό.
μαλλάς:   έμπορος μαλλιών.
μαλλάτη:   προβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά
μαλλιότου:  πανωφόρι με κουκούλα που γίνεται από μαλλί προβάτου 
μαλλινοσέντονα: Μάλλινα σεντόνια.
μαλλίσιο (στημόνι): Στημόνι γνεσμένο στη ρόκα.
μανάρι:     χαϊδεμένο αρνί.
μαναχά:  μόνον.
μαναχούλα:   ολομόναχη.
μανγκαφάς:   μίξα των γιδιών 
μανέλα:   μεγάλη ταλαιπωρία.
μανία:  πείσμα, επιμονή.
μανιώνου:   κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι
μάνεςΤα οριζόντια ξύλα που σταθεροποιούν τα κάθετα ξύλα του αργαλειού.
μάνες : Φύλλα του υφαντού.
μανούρι: είδος τυριού 
μαντάνι: Υδροτριβείο.
μαντατζής: Ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος του μαντανιού. Αυτός περιέρχεται τα χωριά και συγκεντρώνει τα σκουτιά που είναι για «κάμουμα».
μαντζάτο: Το δωμάτιο που, εκτός των άλλων, χρησιμοποιείται και ως καθιστικό.
μαντρί:  Η στάνη, περιφραγμένος και σκεπαστός χώρος (σημερινός σταύλος) για τα γιδοπρόβατα.
μαραγκίσιος (αργαλειός): Αργαλειός που τον κατασκευάζει ο μαραγκός.
μαραζώνου:   παθαίνω μαρασμό, μαραίνομαι.
μαρκαλιώντι τα ζώα:   ζευγαρώνουν.
μαρκάλους:  ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα 
μαρκιώντι τα ζώα:  αναμασάνε την τροφή τους, μηρυκάζουν
μαρμάρα:   προβατίνα που μένει στέρφη (δεν γεννά) πολλά χρόνια 
μάρμαρα:  βράχια γκριζόασπρα από γυαλιστερή πέτρα.
μαρτζιλάτα:  ζώα που έχουν σκουλαρίκια (σαρκώδεις και επιμήκεις προεξοχές)
μαρτυριά:  μαρτυρία, ομολογία
μασούρια: Το νήμα του υφαδιού τυλιγμένο σε σχήμα ατράκτου. Το μήκος του είναι όσο το εσωτερικό μήκος της σαΐτας.
μασέλις:   εγκοπές που έχει το ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι
μάσια:   σιδερένια διπλή βέργα που τη χρησιμοποιούμε για να πιάνουμε κάρβουνα και να σκαλίζουμε τη φωτιά.
μασκάλη:   εξάρτημα του αργαλειού (γυριστά ξύλα) που πάνω του στηρίζονται τα αντιά.
μασκαλήθρα:   τριχιά που περνάει από τη μασχάλη των ζώων και τη συνδέουμε με το σαμάρι.
μασκαρ’λίκι:   γελειοποίηση. 
μασλάτια:  κουβέντες χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο, κουβέντες για να περνάει η ώρα.
μαστάρι:   μαστός από ζώα
μασταράς: Αρρώστια που προσβάλλει τους μαστούς των γαλακτοφόρων ζώων.
μαστιόρ 'σις: Οι τεχνίτρες.
μασούρι:   νήμα (υφάδι) που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο. 
μαστραπάς;   γυάλινο δοχείο για νερό ή για κρασί
ματουτσίνουρα:   βλεφαρίδες:
μαυρουκιέφαλου:   ζώο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι
μαυρουμύτα:   πένα, μολύβι.:
μαύρους:   δυστυχής, φτωχός
μαχιά: Τα ξύλα της σκεπής που σχηματίζουν τα δυο αετώματα.
μαλλιότου: πανωφόρι από γιδόμαλλο σαν το κατσιούλι, χωρίς όμως κουκούλα.
μαρκάτι: το γιαούρτι
μαρκατουπ’τιά, μαρκατοπυτιά: το γιαούρτι που κρατούν για να πήξουν το γάλα.
ματούλης: άσπρο σκυλί με μαύρο χρώμα γύρω από το μάτι  του.
μαυρουκόκκ’νου: βόδι με κοκκινόμαυρο τρίχωμα.
μιλ’τσό, μελισσό: βόδι με τρίχωμα σταχτόχρωμο.
μι τ’ ιμένα:  με εμένα, μαζί μου.
μιγαλουδύναμους:   Θεός
μικρουδείχνου:   δείχνω μικρός στην ηλικία.
μικρουπαντριμένους:  αυτός που παντρεύεται σε μικρή ηλικία.
μικρουτσιέλιγκας:  τσέλιγκας που έχει μικρή στάνη, λίγα κονάκια.
μικρουφέρου: συμπεριφέρομαι σαν μικρός.
μιλαδέρφι:   ετεροθαλής αδερφός 
μιλιούνια:  πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.
μιλισσουχόρταρου:  βοτάνι.
μιράντζα:   δέντρο.
μιρεύου:   ησυχάζω, ηρεμώ.
μιρουμένα:  ήμερα.
μιρουτόπι:  τόπος με καλό χορτάρι κατάλληλο για βοσκή
μισάλι: τραπεζομάντιλο (χειροποίητο ριγέ πανί) , κάλυμμα για τα ψωμιά
μισαριά:  άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
μισιάζει η νύχτα:   γίνεται μεσάνυχτα.
μόλαβους:  πράος, ήρεμος, καταδεχτικός.
μόλτσα:  έντομο που «τρώει» τα ρούχα.
μουαμπέτι:   μοχαμπέτι, διασκέδαση 
μούλα:   θηλυκό μουλάρι:
μουναχουγιός:   μοναχοπαίδι 
μουναχουδυχατέρα:   μοναχοκόρη 
μουνουβύζα:  προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).
μουνούχι:  ευνουχισμένο  ζώο.
μουνουχίζου:  ευνουχίζω το ζώο 
μούργκας: σκυλί με μαύρο τρίχωμα.
μούρνους η-ου: πρόβατο με τρίχωμα πολύ μαύρο.
μουρναίνου: σκουραίνω, σκοτεινιάζω.
μούρτζιου: πρόβατο με πολύχρωμη τη μούρη του.
μούρτζιους: μουτζουρωμένος άνθρωπος στο πρόσωπο.
μουντζουφλιάζου: μουντζώνω.
μούργκους:  αυτός που το χρώ­μα του είναι σκούρο γκρίζο.
μουρσεύου:  γλυκαίνομαι σε κάτι.
μουρτζιά:   θάμνος με δυνατά αγκάθια.
μούσκιους:  μούσκεμα 
μούτα:   υφαντά χωρίς σχέδια
μουτεύου:   χάνω την ομιλία μου.
μούτους:   άλαλος.
μπαγράτσι:   μικρό χάλκινο σκεύος.
μπαϊρια: Χωράφια ακαλλιέργητα.
μπακαταραί'(οι): Οι βοσκοί με λίγα πρόβατα.
μπακλαντί: Το ταβάνι το κατασκευασμένο από ξύλινο πλέγμα και αλειμμένο με λάσπη.
μπάλα: Η μακρυά πλευρά της στέγης.
μπαμπούκες: Πρόσφορα.
μπαντανία: Πατανία, είδος υφαντού κάλυμμα του κρεβατιού.
μπάντες: Διακοσμητικά των τοίχων.
μπαντιάρ 'κο: Νήμα αποτυχημένο στη βαφή. Αυτό που δεν έχει σταθερή χρωματική απόχρωση.
μπάρες: Λεκάνες νερού στο χώμα.
μπατζιό: Το τυροκομείο.
μπατικός: Τρόπος χτισίματος των τούβλων. Το αντίθετο είναι δρομικός.
μπάιλας:  λιποθυμία.
μπαϊλίζου λιποθυμώ.
μπάκα:   μεγάλη κοιλιά που προεξέχει.
μπάκακας:   βάτραχος.
μπάμπαλα:   μικρά σκουπίδια
μπάκαβη: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα αλλά με μαύρη τη μούρη της.
μπακαταραί'(οι): οι βοσκοί με λίγα πρόβατα.
μπάλιους: ζώο με άσπρη ζώνη στο μέτωπό του.
μπάντζιους: είδος τυριού, το οποίο είναι σκληρό και αποβουτυρωμένο.
μπαταλιασμένου: ασθενικό ζώο.
μπατάλ’κα:  μεγάλα κουδούνια που χτυπάνε αργά και δυνατά 
μπατανία:   μάλλινη κουβέρτα.
μπατζιαριό:  χώρος που γίνεται η τυροκόμηση
μπατζιός:   τυροκομείο.
μπατζιουκάζανου:  είδος καζανιού που το χρησιμοποιεί ο τυροκόμος για να βράζει το γάλα.
μπαχτά: Τα υφαντά που γίνονται πολύ γερά στην ύφανση, κρουστά.
μπαχτές: Κουβέρτες, καλύμματα των κρεβατιών. Από τα πιο ωραία υφαντά.
μπιμπίλα: Είδος δαντέλας.
μπατζίνα:  καλαμποκίσια πίτα.
μπεηουπούλα:  κόρη του μπέη.
μπέισσα:   γυναίκα του μπέη
μπέρτα:   επινώτιο, ένδυμα που το ρίχνουν οι γυναίκες στις πλάτες τους.
μπέλα: η άσπρη προβατίνα
μπιλιάς:   μπελάς.
μπιλόνγκου: σκυλί με ολόασπρο τρίχωμα.
μπίμπα: ογκώδες κουδούνι με χοντρό ήχο, το οποίο κρεμούν στα μεγάλα τραγιά.
μπιστιριά: κοίλωμα σε βραχώδη περιοχή, σαν υπόστεγο, όπου σταλίζουν τα γιδοπρόβατα.
μπισαλής:  αυτός που κρατάει το λόγο του
μπιστικός:  βοσκός
μπιστικούδια:  τσοπανόπουλα.
μπλάνα:   μεγάλο κομμάτι τυριού σε σχήμα τετραγώνου
μπλάρι:   μουλάρι
μπλατσιάζου:  συναντώ κάποιον ξαφνικά και απροσδόκητα
μπλέτσι:  γυμνός
μπλιόρα:   προβατίνα ή γίδα που γεννάει για πρώτη φορά 
μπλιόρι:   δίχρονο πρόβατο ή γίδι
μπλιτσώνου:  γεμίζω την κοιλιά μου με τροφή 
μπουγάς: νεαρός ταύρος.
μπουγάζι:   πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα, στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.
μπούκλα:   δοχείο για λάδι και διάφορα υγρά
μπουμπνίζει:  βροντά ο ουρανός.
μπουμπότα:   καλαμποκίσιο ψωμί.
μπουντρούμι: υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
μπουνώρα:    πολύ πρωΐ 
μπουτίλια:   φιάλη
μπράσκας:   μεγάλος βάτραχος
μπρουσ’νός:   μπροστινός
μπουτινέλου: στενόμακρος κάδος μέσα στον οποίο χτυπούν με τον φουρλέτσκα το γάλα για να βγάλουν βούτυρο.
μπουχαρί: Το τζάκι.
μπουχαροσκούτι: Τζιακόπανο, κάλυμμα του τζακιού
μπρούχαβου: Ασταθές.
μ’σκάρι, μουσκάρι: μοσχάρι
μ’ σουκούδουνα: κουδούνια μεσαίου μεγέθους.
μετρησιά: Μονάδα μέτρησης των κλωστών του στημονιού. Μία μετρησιά ισοδυναμεί με τρεις κλωστές.
μισάντρα: Είδος εντοιχισμένης ντουλάπας.
μιτάρια: Βασικό εξάρτημα του αργαλειού. Από τον τρόπο περάσματος της κλωστής στα μιτάρια εξαρτάται και το είδος του υφαντού (μονό ή διπλό).
μιτρητά: Τα υφαντά που για να γίνει αποτύπωση του σχεδίου η υφάντρα
μετράει κλωστές.
μονό σκουτί: Το ύφασμα που υφαίνεται με δυο πατήθρες και μία κλωστή σε κάθε μεσοδόντιο διάστημα στο χτένι. Αντίθετο είναι το δίμιτο.
μούζγκα: Η λέρα.
μούρνα: Σκούρα.
μούρνους: Σκούρος.
μύθια:  μύθοι, παλιές ιστορίες 

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης


Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Ανοικτή επιστολή της Ι.Μ. Αγίου Νικάνορος Ζάβορδας


Πρόγραμμα εορταστικών εκδηλώσεων Δήμου Δεσκάτης "Πολιτιστικό καλοκαίρι 2016"

19 ΕΩΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ  ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΩΝ ΠΛΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΔΕΣΚΑΤΗ
23/6/2016 ΕΝΤΕΧΝΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΜΕ ΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΓΕΛΑΡΑΚΗ
25/6/2016 ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΗΣ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟΥ-ΧΟΡΕΥΤΙΚΑ ΕΜΟΔ
29/6/2016    ΔΑΣΟΧΩΡΙ: ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ-ΔΗΜ.ΟΡΧΗΣΤΡΑ.
30/6/2016   ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *