menu

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Εκδήλωση για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού στην Παλιουριά Γρεβενών στις 18-5-2024 (εικόνες)

-Πραγματοποιήθηκε σήμερα (18-5- 2024) και ώρα 10.00΄ στην Παλιουριά Γρεβενών εκδήλωση για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Η όλη εκδήλωση έγινε με τον απαιτούμενο σεβασμό προς τις 353.000 αδικοχαμένες ψυχές.

το χώρο του μνημείου που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του πολιούχου μας, Αγίου Νικολάου, έγινε επιμνημόσυνη Δέηση, παρουσία αρκετών κατοίκων και φίλων.  

-Τίμησαν την εκδήλωση με την παρουσία τους  οι: ↴↴↴

Ο Δήμαρχος Δεσκάτης κ. Δημήτριος Κόττας που απηύθυνε σύντομο χαιρετισμό, εκπρόσωποι της Αστυνομίας και Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Δεσκάτης. Επίσης οι αντιδήμαρχοι : κ. Μπουσά, κ. Κοσμίδης Π, κ. Λάμαρης Δ., Λαμπρόπουλος Γ, δημοτικοί σύμβουλοι και η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Μανισιώτη.

-Κατέθεσαν στεφάνια ο  Δήμαρχος Δεσκάτης, οι εκπρόσωποι Αστυνομίας και Πυροσβεστικής, ο πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Παλιουριάς κ. Χρήστος Παπαχρήστος, εκ μέρους του Πολιτιστικού - Περιβαλλοντικού Συλλόγου Παλιουριάς «Η Βουνάσα» η κ. Μαγδαληνή Πουλατσίδου και o κ. Χρήστος Δουβεντζίδης, πόντιος δεύτερης γενιάς,

-Ακολούθησε η κεντρική ομιλία από την κ. Ευαγγελία Σοφρώνη – Ζιανού (εκπαιδευτικό και συγγραφέα)  με θέμα «Η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού».

-Στην εκδήλωση συμμετείχαν μαθητές της Σχολής Εκμάθησης Ποντιακής Λύρας του Νίκου Κοτταρίδη από την Κοζάνη, αποτελούμενη από τους: Νίκο Κοτταρίδη, Στάθη Κικίδη, Γιώργο Ζενουνλάρι και Ιωάννη Καλλιώνη, στο νταούλι η Έφη Κωνσταντινίδου, φιλοξενούμενοι του Πολιτιστικού Συλλόγου Παλιουριάς.

-Η χορωδία του Συλλόγου τραγούδησε ποντιακά τραγούδια  και  μετά το πέρας της εκδήλωσης η πρόεδρος του συλλόγου, Σοφία Ναβροζίδου, ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους για την τιμή και στη συνέχεια μοιράστηκαν ποντιακά εδέσματα.

opaliouriotis.gr
















Ακολουθεί η κεντρική ομιλία της εκδήλωσης 

Η κεντρική ομιλία για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού

στην Παλιουριά Γρεβενών στις 18-5-2024)

(Ευαγγελία Σοφρώνη)

Με τον όρο γενοκτονία εννοούμε τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Μια ομάδα γίνετε στόχος όχι για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που είναι. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, επειδή ήταν Έλληνες και Χριστιανοί.

Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889 και εμφανίστηκε στην αρχή με προοδευτικό προσωπείο διακηρύσσοντας ότι είχε ως βάση του τις αρχές του Μιδάτ πασά, ο οποίος αναγνώριζε την ύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πρότεινε την συγκρότηση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδία εθνών με ίσα δικαιώματα, στο συνέδριο τους όμως που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911 πάρθηκε η απόφαση, ότι η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Μέχρι τότε οι κάτοικοι ζούσαν μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή τηρώντας τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου τους. Η απόφαση αυτή καταδίκασε σε θάνατο διάφορες εθνότητες και εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μούσταφα Κεμάλ ( 1919 – 1923 ). Τον τούρκικο εθνικισμό υποβοηθά και η Γερμανική πολιτική στην Τουρκία, θεωρούσαν τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει το εμπόριο και τη βιομηχανία της υπανάπτυκτης Τουρκίας, ως σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στη περιοχή αυτή.

Οι Νεότουρκοι κηρύττουν οικονομικό πόλεμο σε καθετί ελληνικό. Απαγορεύουν τα ελληνικά προϊόντα και δεν επιτρέπουν στα ελληνικά πλοία να αγκυροβολούν σε τουρκικά λιμάνια. Αυτό το εμπορικό μποϊκοτάζ πραγματοποιείται σ’ ολόκληρη την Τουρκία και φυσικά και στον Πόντο. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επί πλέον απαγόρευσαν τους μουσουλμάνους να εργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές.

Με πρόσχημα την ασφάλεια των Τουρκικών πόλεων, μέρος του Ελληνικού πληθυσμού εκτοπίζεται στην  μικρασιατική ενδοχώρα. Μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς Ελληνικά σχολειά, αναγκάζονται να εκτουρκιστούν. Ένα άλλο μέτρο εξόντωσης είναι τα «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμπουρού). Αυτά βρίσκονται στα βάθη της Μ. Ασίας και όσοι υπηρετούν σ’ αυτά δουλεύουν σε λατομεία, ορυχεία, διάνοιξη δρόμων και αλλού, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πεθαίνουν από την πείνα και τις κακουχίες και άλλοι οργισμένοι από την σκληρότητα των Τούρκων αντιδρούν και σκοτώνονται ή καταφέρνουν  να φύγουν και να κρυφτούν στα βουνά και τα δάση. Οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας νέα κορίτσια, κακοποιώντας και καίγοντάς τα.

Σύμφωνα με μια έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας, με ημερομηνία τον Ιούνιο του 1915 είναι γραμμένα τα εξής: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια.

  

(Τραγούδι τίτλος ¨Εμείς είμες¨)

(Άννα)

Ν’ αοιλοίεμέν, να βάοιεμέν…Τ’ ομμάτια μ’ ντο ελέπνε…

Αποθαμμέν’ πώς πορπατούν κ’ εφτάγνελιτανείαν,

Με τα’ Άγια τα ‘ξαπτέρυγα, μ αφμένα τα κερία,

Με τα ξυλένια τα σταυρά, σα λείμψανα ντ’ εβγάλνε,

Μακρέα… μαύρα… και τρανά… ψηλά άμονκυπαρίσσα.

 

(Τραγούδι τίτλος ¨Πάρθεν η Ρωμανία¨)

 (Ευαγγελία Σοφρώνη)

Στην Κερασούντα φτάνουν πρόσφυγες από παντού για να ξεφύγουν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου. Μηνύματα έφταναν ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες, και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 500 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ’ άγνωστα μέρη.

Από μαρτυρία γνωρίσαμε ότι «Στην  εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 500, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να βγει για την φυσική του ανάγκη. Όσοι πέθαιναν τους έβαζαν μέσα στο Ιερό, άταφους. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Σκοπίμως δεν επέτρεπαν την ταφή των νεκρών, μόνο και μόνο για να προκληθούν αρρώστειες και να πεθάνουν όλοι μέσα στο Ναό. Τους δε μικρότερους παιδιά και εφήβους, τους μετέφεραν λίγο παραέξω από την Κερασούντα κι εκεί οι άγριοι Τσέτες τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής, μέχρι να πεθάνουν».

Οι Έλληνες του Πόντου οργανώνονται και αναπτύσσουν αντάρτικη δράση ως δύναμη αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας του Ελληνισμού της περιοχής, εναντίον των εγκλημάτων της τουρκικής θηριωδίας και των μαζικών εκτοπισμών. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στην περίοδο ακμής του ήταν ενταγμένοι σ’ αυτό περισσότεροι από 18.000 ένοπλοι. Ο αγώνας τους ήταν πολύ σκληρός. Κορυφαία στιγμή του Ποντιακού αγώνα ήταν η απόπειρα κατάληψης της Σαμψούντας, τον Δεκέμβριο του 1916.

Φωτισμένοι Δεσπότες, στο πλευρό των Ανταρτών, παλεύουν με νηφαλιότητα να διαφυλάξουν το ποίμνιό τους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, από τη φωτιά και το μαχαίρι

Ανάμεσά τους  ο Μητροπολίτης Αμασείας  Γερμανός (Καραβαγγέλης) Τραπεζούντας Χρύσανθος, Σμύρνης Χρυσόστομος και ο Επίσκοπος Ζήλων Ευθύμιος.

Τα παλικάρια του Πόντου, οργάνωσαν ένα εκπληκτικό αντάρτικο που δυσκόλεψε κατά πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού αλλά και κατάφερε να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες οργανώνονται κυρίως στον Δ. Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού που ήταν έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών των εκτελέσεων και των βιασμών. Από τους πρώτους που πήρε τα βουνά ήταν ο Βασίλης Ανθόπουλος ή Βασίλ-αγάς, τρόμος και φόβος των τούρκων της Αμισού.

Το αντάρτικο (του Πόντου) κρατά μια δεκαετία περίπου. Από τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο- με μια μικρή ανάπαυλα ενός έτους- για να αρχίσει και πάλι το 1919 με τοννέο διωγμόκατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό. Στις 19 Μαΐου, με την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Με τη βοήθεια μελών του Νεοτουρκικού Κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη MutafaiMilliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει. Οι φωνές λιγοστεύουν.

Το Σεπτέμβριο του 1921 οι αντάρτες μαζί με  δυσκίνητο  σώμα  γυναικών και παιδιών δέχτηκαν επίθεση. Η διαφυγή ήταν δύσκολη και η μόνη λύση ήταν να σταλούν μόνες οι γυναίκες και τα παιδιά σε ασφαλές σημείο. Η απόφαση συνάντησε την άρνηση των γυναικών και η κατάσταση έγινε τραγική ακόμη περισσότερο με τα κλάματα των μικρών παιδιών. Τότε  όπως περιγράφει ο Χειμωνίδης «πολλά παιδιά επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να  σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».

(Σοφία Ναβροζίδου)

« Θυμάμαι…θυμάμαι το σκοτάδι στα μάτια μου και τον κόσμο να χάνεται από τα πόδια μου και μετά τίποτε άλλο… Οι άλλες στη σπηλιά, μού παν αργότερα, πως για ώρες χτυπούσα το κεφάλι μου στα βράχια, σα να θελα να περάσω τον πόνο της ψυχής  στο κορμί μου, και να τον ελαφρύνω…Ούτε πάλι θυμούμαι τις ώρες που έκλαψα πάνω από το πληγιασμένο κορμί του άντρα μου και τον παρακαλούσα να σηκωθεί από το λήθαργο και να με βοηθήσει να διαλέξω. Ποιόν…ποιόν να κρατήσω και ποιόν να δώσω πίσω στο Θεό; Αυτόν και τα μεγαλύτερά μας ή το μωρό που βύζαινε ακόμα στο στήθος μου;  Θυμάμαι μόνο πως αργά τη νύχτα, αντάρτες με ξύπνησαν, και με τη βία μου πήραν το μωρό που έπνιξα από το σφιχταγκάλιασμα στον κόρφο μου…»

(Ευαγγελία Σοφρώνη)

Συγκλονίζει η ιστορία του Ταγκάλ Γιώργη (Παπάζογλου). «…Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου, που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με 600 και πλέον γυναικόπαιδα, τελείωναν. Άλλη λύση δεν υπήρχε, παρά μόνον η παράδοση. «Υπάρχει και άλλη λύση» φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλο για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα». Κοιτάζονται ίσα στα μάτια τα παλικάρια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη. «Θα μας σκοτώσεις όλους, και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς κι εσύ». Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρια στα μάτια. «Για την Πίστη και την Πατρίδα μας» φωνάζει ο καπετάνιος. Ο Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής πέφτει. Ύστερα κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δυο του παιδιά. Τα κοιτάζει στα μάτια και τους ρίχνει. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ρίχνει συνέχεια. Κι όταν οι τούρκοι μπαίνουν στη σπηλιά, κοιτάζει κατάματα την κάνη του περιστρόφου και πυροβολεί…»

(Τραγούδι τίτλος ¨αητέντς επαραπέτανεν)

(Σοφία Ναβροζίδου)

«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος, άλλοι είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε σταύλους, τρύπωσαν σ’ αυτές. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δούν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.

Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.

Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι τσέτες, είχαν πιάσει τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν εκεί, τρέχοντας κάποιες κοπέλες, δέχτηκαν, από αυτούς πυροβολισμούς εν ψυχρό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.

Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπεδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο ΤοπάλΟσμάν για την «πατριωτική» του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.

Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον χτηνώδη αυτόν τρόπο, σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς.

Οταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν, οι τσέτες διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούϊζε στα γύρω βουνά και δάση…

Μιά αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα και η φωτιά άναψε. Σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τί ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες  έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!

Μερικές γυναίκες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, τις πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.

Δεν κράτησε πολλά λεπτά, κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί από κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».

(Τραγούδι τίτλος ¨Την πατρίδαμ έχασα¨)

 (Σοφία Ναβροζίδου)

«Κοντά στο Θεό ζούσαμε, ψηλά, ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον κάμπο. Στις γιορτές όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα ακούγονταν ο γλυκός ήχος της λύρας. Κάτω από τα δέντρα στήνονταν χοροί και τα κορμιά ξελευτερωμένα  από τον καθημερινό μόχθο, πηδάγανε σαν φλόγες κατά τον ουρανό και τα φιλούσε το αεράκι και τα χάιδευε το φεγγάρι κι εκεί δα τά ‘βρισκε το σήκωμα του ήλιου.

(Άννα)

Τρανόνφωνήν… Τρανόνβοήν… Οργή… και Παρακάλια…

Ανοίξτεν  νέα μνήματα και παλαιά ταφία,

ανοίξτεν σιδερόπορτας τη Άδ’, αραχνιασμένα.

Ανοίξτεν κλειστά στόματα, δίχως γλώσσαν και σείλα

Ανοίξτενσέριαάκλερα και αγκάλιαςστουδένια…

Εσκέρται τ’ αίμαν το χουλέν, ντ’ εφέκετεσονκόσμον…

Ο Θάνατον και η Ζωή, αγκαλιασμέν’ ας κείνταν…

 

(Τραγούδι τίτλος ¨Εκάηκεν το τσάμπασιν¨)

 (Ευαγγελία Σοφρώνη)

Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας  στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.221.489 Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 355.000 - 400.000 Μουσουλμάνους από την Ελλάδα), οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους. Ποιοι Έλληνες όμως; Πόσοι είχαν απομείνει από το μακελειό του προγραμματισμένου αφανισμού, και που βρισκόντουσαν;  Λίγοι περισώθηκαν από τα δεινά που τους εξασφάλισε ο Τουρκικός πολιτισμός.

 Είναι το μέρος της Ελληνικής τραγωδίας που λιγότερο αναφέρεται στη σύγχρονη Ιστορία μας, συνήθως με τις φράσεις  «Τουρκικές ωμότητες» και «ανταλλαγή πληθυσμών». Πίσω απ’ αυτές τις φράσεις κρύβεται το απέραντο δράμα ενός ολόκληρου λαού Ελληνικού, με Ιστορία 25 αιώνων, που είχε δοκιμαστεί στο σίδερο και τη φωτιά της Τούρκικης βαρβαρότητας, άντεξε, αγωνίστηκε, έγινε η κύρια οικονομική δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τώρα ξεριζωνόταν βίαια, οριστικά για πάντα.

Έτσι ξεσηκώθηκαν  τ’ απομεινάρια του πληθυσμού, από τους μακρινούς τόπους της εξορίας, ερείπια ανθρώπων,… που σχηματίζονταν ξανά σε καραβάνια εξαθλιωμένα, για να πάρουν πάλι με τα πόδια, τους ατέλειωτους δρόμους του γυρισμού.

(Σοφία Ναβροζίδου)

“Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμένα ο νους μου να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά. 

Να ‘ταν, λέει, όλα ψέμα, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας… στα δάση μας… στις ανθισμένες κερασιές…

(Ευαγγελία Σοφρώνη)

Μέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων αύριο, έναν αιώνα και πλέον από τον βάρβαρο ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, περίπου 350.000, και πάνω από 1 εκατομμύριο εκτοπισμένους, που οδηγήθηκαν στην προσφυγιά.

Η Γενοκτονία των Ποντίων διδάσκει ότι οι λαοί δεν αποτελούν παρά κρέας για τα κανόνια των αντίπαλων στρατοπέδων, διαπραγματευτικά χαρτιά και πιόνια σε μια γεωστρατηγική σκακιέρα.

Χορός ¨΄Αγγελος με τα φτεράτ¨


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *