Οι πηγές, από τις οποίες αντλούνται οι πληροφορίες, ονομάζονται ↴↴↴
κανουνναμέδες, κώδικες της περιόδου του Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566). Οι κώδικες αυτοί παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους και έτσι δίνεται η δυνατότητα να σχηματιστεί μια γενικότερη εικόνα για την επικρατούσα φορολογική κατάσταση στην κεντρική Ελλάδα.
κανουνναμέδες, κώδικες της περιόδου του Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566). Οι κώδικες αυτοί παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους και έτσι δίνεται η δυνατότητα να σχηματιστεί μια γενικότερη εικόνα για την επικρατούσα φορολογική κατάσταση στην κεντρική Ελλάδα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον κώδικα της Λαμίας οι γεωργοί έπρεπε να παραδίδουν στους κυρίους τους (τιμαριούχους, σπαχήδες κ.α.) τη δεκάτη από τα προϊόντα της γης, από τα μελίσσια (το μελισσονόμιον των Βυζαντινών) και από τον μούστο. Οι κανουνναμέδες της Εύβοιας και των Τρικάλων αναφέρουν, ότι οι γεωργοί κατέβαλλαν την δεκάτη και για άλλα προϊόντα, όπως το κύμινο, τη ζαφορά, τα φασόλια, τα ρεβύθια, τα καρύδια, τα αμύγδαλα και τα φρούτα. Επίσης οι άρχοντες λάμβαναν ως φόρο έναν ακτσέ για δύο πρόβατα ή δύο κατσίκια.
Εκτός όμως από αυτούς τους φόρους σε είδος υπήρχαν και οι χρηματικοί φόροι. Υπήρχε το δικαίωμα των αρραβώνων, σύμφωνα με τον κώδικα της Αθήνας, 30 άσπρα για την ανύπαντρη γυναίκα και 15 άσπρα για την χήρα. Επιπλέον κάθε χριστιανός ενήλικος άνδρας ικανός για εργασία έπρεπε να πληρώνει τον έγγειο φόρο (ispence) 25 άσπρα τον χρόνο. Επίσης τον ίδιο φόρο πλήρωναν και οι χήρες, αν είχαν δικό τους αγρόκτημα.
Κάθε παντρεμένος πλήρωνε 6 άσπρα για δικαίωμα βοσκής (το εννόμιον των Βυζαντινών). Οι χριστιανοί πλήρωναν στον σπαχή φόρο για τους χοίρους (η χοιροδεκατία των Βυζαντινών), ένα άσπρο στους δύο, αν τα ζώα έβοσκαν σε έρημα χωράφια και ένα άσπρο κατά κεφαλήν αν τους χοίρους τους έτρεφαν για τις δικές τους ανάγκες.
Αν ένας χριστιανός άφηνε το κτήμα του ,άρα και το δικαίωμα χρησικτησίας (tasarruf), και ο σπαχής του, τον έβρισκε έπαιρνε ως πρόστιμο 75 άσπρα. Ένας χωρικός σε ένα νέο χωριό όφειλε να καταβάλλει την δεκάτη και αν δεν καλλιεργούσε τη γη, τον φόρο εστίας.
Ακόμα σύμφωνα με τους κανουνναμέδες ο σπαχής είχε το δικαίωμα να έχει το μονοπώλιο στον μούστο, που έπαιρνε από την δεκάτη, για δύο μήνες. Δηλαδή είχε την δυνατότητα να πουλήσει πρώτος και σε πολύ καλύτερη τιμή τον μούστο, που του έδιναν οι χωρικοί και μετά οι τελευταίοι να πουλήσουν τον δικό τους. Οι φόροι αυτοί σε είδος και σε χρήμα πήγαιναν στον σπαχή.
Πέραν από αυτούς τους φόρους, οι ραγιάδες έπρεπε να πληρώνουν και φόρους στο κρατικό ταμείο καθώς επίσης και κάποιους έκτακτους, που πλήρωναν μόνο οι χριστιανοί. Ένας από αυτούς ήταν ο κεφαλικός φόρος ( χαράτς ή τζιζιέ κατά τον ισλαμικό νόμο) ανάλογα με τα οικονομικά τους. Για παράδειγμα στα νησιά ο κεφαλικός φόρος ήταν 4 άσπρα τον χρόνο και τον πλήρωναν μόνο οι άρρενες δηλαδή όσοι είχαν συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας τους. Από 15 έως 20 ετών πλήρωναν τα μισά.
Πέραν των φορολογικών επιβαρύνσεων οι χριστιανοί ραγιάδες είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα άλλο φαινόμενο. Κατά καιρούς η άφιξη των νέων διοικητών, πασάδων και σαντζάκ μπέηδων, οι οποίοι είχαν πληρώσει για να αποκτήσουν αυτές τις θέσεις, οδηγούσε σε αυθαιρεσίες με απώτερο σκοπό την περαιτέρω οικονομική αφαίμαξη των ραγιάδων. Επίσης οι καδήδες (δικαστικοί) και οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι έπαιρναν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τα οικονομικά κέρδη, που θα μπορούσαν να έχουν από τις διάφορες υποθέσεις των χριστιανών και όχι σύμφωνα με το δίκαιο.
Η άμυνα των ραγιάδων ήταν ανίσχυρη. Οι χριστιανοί προκειμένου να δικαιωθούν στην διαφθορά έπρεπε να στείλουν αντιπροσωπεία στον Σουλτάνο, υπερνικώντας διάφορες δυσχερείς καταστάσεις, προκειμένου να έχουν ακρόαση. Όσοι λοιπόν χριστιανοί δεν ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη τύγχαναν μεγαλύτερης εκμετάλλευσης. Καλύτερη ίσως τύχη είχαν όσοι ζούσαν σε απομονωμένα νησιά γιατί δεν υπήρχαν μόνιμοι Τούρκοι αξιωματούχοι. Αλλά και εκεί έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους πειρατές καθώς και τις καταπιέσεις των πληρωμάτων του Τουρκικού στόλου κατά την ετήσια έξοδο του στο Αιγαίο, για την είσπραξη των φόρων.
Α. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική ιστορία , 1204-1985, Θεσσαλονίκη, 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου