τάβλα: υφαντό που το στρώνουμε καταγής για να φάμε, υφαντό τραπεζομάντιλο
ταβλιάζου: τραπεζώνω, φιλοξενώ
τάδις: τάδε, ένας, κάποιος
ταή: τροφή για ζώα
ταηστάρι: σακούλι στο οποίο βάζουμε τροφή για τα άλογα ή τα μουλάρια και το κρεμάμε στο λαιμό του ζώου
ταμπακιέρα: χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάζουμε καπνό, τσιγαροθήκη
ταμπούρ: φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα
ταντέλις: δαντέλες
ταπεινουμένα: ταπεινά
τάραγμα: σκίρτημα, κούνημα
ταχιά: αύριο
ταλαγάνι: πανωφόρι, ελαφρότερο από την κάπα έχει κατσιούλα και γίνεται από γιδόμαλλο.
τέλια: νυφικό στόλισμα κεφαλιού
τέμπλα: ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα
τέρατου: τέρας
τέσσιρου: τέσσερα
τζιουμπάνους: τσοπάνος, βοσκός
τραί, τραγί: ο τράγος
τραούσια: γίδα η οποία έχει τα κέρατά της ίσια προς τα πάνω.
τρουβάς: τουρβάς.
τρουμπάσ’καν, τρουμπιάστηκαν: έπιασε τα πρόβατα η ζέστη και τρέχουν να βρουν ίσκιο για να σταλίσουν.
τσαπούλ’τς, τσαπούλης: βόδι με τα κέρατα μπροστά.
τυρουφάης: δερμάτινος σάκος από κατσίκι, στον οποίο οι βοσκοί τοποθετούν το τυρί που παίρνουν μαζί τους.
τσαπουρνουμά: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα και μαύρα στίγματα γύρω από τα μάτια της.
τσάρκος: χώρισμα του μαντριού για αρνιά ή κατσίκια (για να μη βυζαίνουν)
τσάρκος: χώρισμα του μαντριού για αρνιά ή κατσίκια (για να μη βυζαίνουν)
τσιούγκου: βόδι ή άλλο ζώο με σπασμένο το ένα κέρατο.
τσιουκάνι: μικρό κουδούνι για αρνιά και κατσίκια.
τσιουκαλίζου: ευνουχίζω.
τσιούλα: προβατίνα ή γίδα με μικρά αυτιά.
τσιρλίζιτι, τσιρλίζεται: ζώο το οποίο έχει ευκοιλιότητα.
τσίλις, τσίρλες: νερουλά κόπρανα των ζώων.
τ'λίξιμου (τυλίξιμο, τύλιγμα): Μαγικός τρόπος θεραπείας του κοιλόπονου.
τ'λίχτρα: Ο χώρος, αλλά και τα εργαλεία για το τύλιγμα του στημσνιού στο πίσω αντί.
τ 'λούπα: Η ποσότητα μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα για γνέσιμο.
τζαμάρα: μακριά φλογέρα
τζαμπούνα: σφυρίχτρα ή καλαμάκι
τζαφάρου: γυναίκα με μακριά πόδια
τζιτζιβές: μπρίκι
τζιαντές: αυτοκινητόδρομος
τζιλέπ’ς: φοροεισπράχτορας
τζιλέπια: φόροι
τζέτζηρας: Είδος κολεόπτερου του οποίου ο βόμβος είναι προάγγελος θανάτου.
τζιατζιαρούτα: Φωτιά με φλόγα.
τζέτζηρας: Είδος κολεόπτερου του οποίου ο βόμβος είναι προάγγελος θανάτου.
τζιατζιαρούτα: Φωτιά με φλόγα.
τζιόμπανους: τσομπάνος
τζιουμπαν’λίκι: επάγγελμα του τσομπάνου
τζιουμπαν’λίκια: έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων
τζιουμπανεύου: γίνομαι τσοπάνος
τζιουμπανόκλιτσα: κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα
τζούφους: τζίφος, τίποτα, μηδέν
τηλιφουνεία: τηλεφωνικές επικοινωνίες
τηράου: κοιτάζω, παρατηρώ
τιμουριώμι: ταλαιπωρούμαι
τιμπέλ’σσα: τεμπέλα
τιμπέλου: τεμπέλα
τιμπλάρι: οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης
τιμπλί: μακρύ και χοντρό ξύλο
τινικιδάκια: παιδικό παιχνίδι
τιντιλίνα είμι: είμαι άφραγκος, πανί με πανί
τιντόξ’λα: ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
τιντώνουμι: κοιμάμαι
τίπουτας: τίποτα
τιρλαίνουμι: τρελαίνομαι
τιριάζου: συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά
τιρόγαλου: υγρό γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού
Τιτράδη: Τετάρτη
τιτράκλουνους: αυτός που έχει τέσσερις κλώνους
τιτράξανθα μαλλιά: μαλλιά πολύ ξανθά
τιτραπέρατους: πανέξυπνος
τιτραμήδις: στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα
τηράου: κοιτάζω, παρατηρώ
τιμουριώμι: ταλαιπωρούμαι
τιμπέλ’σσα: τεμπέλα
τιμπέλου: τεμπέλα
τιμπλάρι: οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης
τιμπλί: μακρύ και χοντρό ξύλο
τινικιδάκια: παιδικό παιχνίδι
τιντιλίνα είμι: είμαι άφραγκος, πανί με πανί
τιντόξ’λα: ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα
τιντώνουμι: κοιμάμαι
τίπουτας: τίποτα
τιρλαίνουμι: τρελαίνομαι
τιριάζου: συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά
τιρόγαλου: υγρό γάλακτος που αποχωρίζεται με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού
Τιτράδη: Τετάρτη
τιτράκλουνους: αυτός που έχει τέσσερις κλώνους
τιτράξανθα μαλλιά: μαλλιά πολύ ξανθά
τιτραπέρατους: πανέξυπνος
τιτραμήδις: στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα
τιμπλάρια: Γερά ξύλα που στήριζαν τη σκεπή των ξύλινων παραπηγμάτων.
τρουβάς: τουρβάς.
τράπεζα: Χαμηλό στρογγυλό τραπέζι φαγητού, σοφράς.
τρυπογάζι: Είδος βελονιάς στα κεντητά. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή της φάσας
τόπια: μέρη, τοποθεσίες
του τίνους είνι: ποιανού είναι
τούμπα: μικρή συστάδα από δέντρα
τουρκόιπουλου, του 1. Τουρκάκι. 2. (μτφ.) παλιόπαιδο, κακό παιδί.
τουρκόπαπας: παπάς που τα έχει καλά με τους Τούρκους ή παπάς που είναι ανήθικος,
τουρλώνου: αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω
τούτουια: αυτό εδώ, αυτό εδώ ακριβώς
τούφα: δέσμη από τρίχες ή από θάμνους
τραβιώμι: ταλαιπωρούμαι
τραγόκυπρους: κυπρί για τον τράγο
τραγουδιστά: με τραγούδι λέω κάτι που θέλω να πω
τραγούσια: γίδα που έχει κέρατα όμοια με αυτά του τράγου
τραΐ: τράγος
τράμπα: ανταλλαγή σε ζώα ή σε πράγματα
τρανεύου: μεγαλώνω
τρανός: μεγάλος
τραουψάλ’δου: γιδοψάλιδο, ψαλίδι με το οποίο κουρεύουμε τα γίδια
τραπέτσι: κάτι που είναι πολύ ξινό
τριανταφυλλιένια: ροδομάγουλη κι όμορφη γυναίκα
τριβλός: ψευδός, βραδύγλωσσος
τριβόλι: είδος από αγκάθι
τρίκλουνους: αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές (κλωστές) ή τρία κλωνιά (κλωνάρια)
τρίμματα: ψίχουλα
τριμουλιάζου: τρέμω
τριότα: προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και παιδικό παιχνίδι
τριπιδουκλιά: τρικλοποδιά
τριπλόκυπρους: κυπρί που έχει στο κοίλωμά του κι άλλα δυο μικρότερα κυπριά (το ένα μέσα στο άλλο)
τρισκαταραίοι: τρισκατάρατοι
τρουβαδένιου: ύφασμα για να κάνουμε τροβάδες
τρουβαδιάζου: γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα
τρουβάς: τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι
τρουβάς: τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι
τρόυρα: τριγύρω
τρουϋρίζου: τριγυρίζω, περιπλανιέμαι
τρουύρου: τριγύρω
τρυπ’τήρι: μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργασμένο ξύλο
τρυπώνου: κρύβω κάτι, κρύβομαι
τρυπώνου: κρύβω κάτι, κρύβομαι
τσακνίσιου: Είδος αραιού χτενιού, ειδικού για την κατασκευή χοντρών μάλλινων υφαντών.
τσαντίλα: Το ύφασμα χρησιμοποιούνταν για το στράγγισμα του τυριού.
τσαρ 'χόσκ 'να: Σχοινιά για τα τσαρούχια.
τσέργα: Βελέντζα
τσιάμπρα: Σπίτι.
τσιαρδάκ '(ι): Είδος υπόστεγου με πρόχειρα ξύλινα υλικά.
τσιατί: Το ψηλότερο σημείο της στέγης.
τσιατμάς: Φράχτης σοβαντισμένος με χώμα. Χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό στα δωμάτια.
τσιάτσιαρας: Ξύλο με γυριστή απόληξη. Είναι εξάρτημα του φούρνου και
χρησιμοποιείται για την αφαίρεση των κάρβουνων πριν το «ρίξιμο» του
ψωμιού.
τσιβέτις: Οι σιδερόβεργες που τοποθετούνται στα παράθυρα αντί παντζουριών.
τσιβίκια: Μικρές πέτρες που καλύπτουν τα κενά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες κατά το χτίσιμο.
τσιγαρίδες: Κομμάτια τσιγαρισμένου λιπαρού κρέατος.
τσιγκέλι: Είδος κλειδαριάς.
τσικρίκι: Ροδάνι.
τσιμπίδια: Γερά ξύλα που τοποθετούνται στην οροφή για τη στήριξη της στέγης.
τσιόλια: Ρούχα παλιά, χωρίς αξία.
τσιουτάλια: Οι άκρες των κομμένων κλαδιών που παραμένουν στα δέντρα.
τσιρέπια: Μάλλινες κάλτσες.
τσφιπόν(η)μα: Κλωστή για την κατασκευή των τσιρεπιών.
τσιφτσήδες: Οι κολλήγοι που έχουν δικό τους ζευγάρι βοδιών για όργωμα
τσουκάνι: Είδος κουδουνιού.
τ’λίχτρα: μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).
τ’λίχτρα: μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).
τ’λούπα: τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα και τη γνέθουμε.
τ’λούπις ρίχνει: χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες
τ’λούπα του κιφάλι: άσπρισε.
τ’λούπις ρίχνει: χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες
τ’λούπα του κιφάλι: άσπρισε.
τ’λούπιασμα: ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να φτιάξει το γνεσμένο μαλλί τ’λούπα
τσιγαρίδες: ό,τι απομένει από το λίπος που το ζεσταίνουμε για να λιώσει
τσ’κάλι: τσουκάλι
τσ’κάρια: ράχες
τσαγκάδα: γαλάρα γίδα ή προβατίνα που δεν έχει αρνί (ψόφησε ή το πουλήσαμε)
τσαγκάδια: κοπάδι πρόβατα που το αποτελούν τσαγκάδες προβατίνες
τσακ’στός τόπους: πλαγιά με απότομη κλίση
τσακίζει η μέρα: αρχίζει να πηγαίνει προς το απόγευμα
τσάλαλους: αυτός που δεν ξέρει τι λέει, χαζός, παλαβός
τσαντίλα: αραιό μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί
τσάπρουνα: καρποί από την τσαπρουνιά
τσαρδάκι: κιόσκι, ίσκιος τεχνητός με κλαδιά από δέντρο
τσάρκους: καλυβάκι ή μαντράκι στο οποίο βάζουνε τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μανάδες τους
τσαρουχάδις: τεχνίτες που κάνουν τα τσαρούχια
τσέλιγκας: αρχηγός από το τσελιγκάτο
τσέργα: βελέντσα
τσέρλα: υγρά κόπρανα των προβάτων
τσιακατούρα: συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση
τσιακμακάου: προσπαθώ να βγάλω φλόγα από τον αναπτήρα
τσιακμάκι: ατσάλινος αναπτήρας
τσιαμαντάνι: είδος από γιλέκο, κοντοσέγκουνο
τσιαμπάς: μαλλιά από το κεφάλι του ανθρώπου
τσιντσιά: ούλα
τσιαούλι: πιγούνι
τσίκνα: λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη
τσίκνισι του φαΐ: έπιασε τσίκνα
τσιλιγκόιπουλου: γιος του τσέλιγκα, κόρη του τσέλιγκα
τσιλιγκόκλιτσα: κλίτσα του τσέλιγκα, κλίτσα για επίσημες εμφανίσεις
τσιλίκα: παιδικό παιχνίδι
τσιλώνου: στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα
τσιμπουρουβύζαQ πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι
τσινάου: αντιδράω, αντιδράω απότομα
τσιόλι: μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη χειροποίητη αργαλίσια
τσιουγκράου: συγκρούω ελαφρώς
τσιούκα: κορυφή από λόφο ή από βουνό
τσιουκανάν’ τα χέρια: από το πολύ κρύο με πονάνε σαν να με τρυπάνε με το βελόνι
τσιουκάνι: κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάζουμε στα γίδια ή στα άλογα
τσιούλα: ζώο με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά.
τσιούμπα: μικρό ύψωμα
τσιουμπάου: σπάζω τα κάρβουνα
τσιούπρα: κορίτσι
τσιουτίνα: κορυφή από το κεφάλι, ύψωμα
τσίπα: πέπλο της νύφης
τσιρλιάρ’ς: φοβητσιάρης
τσιτσί: κρέας στη γλώσσα των νηπίων
τσιφτιλής: γρουσούζης
τσουπουτός: παχουλός, στρογγυλεμένος
τύλους: τάπα, βούλωμα
τυρουκουμάου: φτιάχνω τυρί
τυροφάγος: μικρό τομάρι με τυρί για το τσομπάνο
τώραϊα: αυτήν τη στιγμή
υγιός: γιος
υπνουβέλιντσα: βελέντσα που τη χρησιμοποιούμε για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο το βράδυ.
υπνουβότανου: βοτάνι που φέρνει ύπνο
υφάδι: νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας
υφαίνου: διαπλέκω το υφάδι με το στημόνι στον αργαλειό για να κάνω κάποιο ύφασμα
ύψουμα: λοφίσκος, πρόσφορο στην εκκλησία.
φ 'λιά: Φιλιά, τραπέζι σε φιλικά πρόσωπα.
φακιόλια ρίχνει: ρίχνει πολύ χιόνι
φαλάγγια: ομάδες
φαμπ’λεύου: αποκτώ οικογένεια
φαμπλιά: φαμελιά, οικογένεια
φαντασιά: φαντασία.
φαντασμένους: αυτός που περηφανεύεται, εγωιστής.
φαούρα: φαγούρα
φάρα: φυλή, σόι
φασκιά: μικρή μάλλινη τριχιά με την οποία δένουμε τα σπάργανα του μωρού
φασκιώνου: σπαργανώνω
φάσα: Το περίγραμμα των υφαντών.
φέγγος: Ο φεγγίτης.
φέσι: σκούφια
φέτου: εφέτος
φιλικούδις: Πελεκούδια.
φιλτιρέ(ς): Είδος κεντητού. Κατασκευάζεται με την αφαίρεση κλωστών από το
ύφασμα.
φιλεύου: φιλοξενώ
φιλλάδα: βιβλίο, σημειωματάριο
φιγγίστρα: μικρό παραθυράκι της καλύβας για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός που ανάβουμε σ’ αυτή
φιδιάζιτι του ζώου: δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού
φιδιατίσκα: δαγκώθηκα από φίδι
φιδόκαμψου: δέρμα που αλλάζει το φίδι
φιλιώνου: ενώνω, συμφιλιώνομαι
φιλλύκι: φυτό φιλλυρέα η πλατύφυλλος που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια.
φκιαστός (αργαλειός): Ο αργαλειός που κατασκευάζει μόνος του ο κάθε νοικοκύρης.
φκιασιά: κατασκευή του σώματος, καμωσιά
φκιασίδια: καλλωπιστικά υλικά
φλάμπουρας: γαμήλιο λάβαρο, σημαία του γάμου
φλαμπουριάρ’ς: μπράτμος, αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο
φλαμπουρόξ’λου: ξύλο γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάζουνε μήλα ή ρόδια
φλόκια: κρόσσια
φλόκους: δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες
φλουιέρα: φλογέρα
φλουκάτα: βελέντζα με κρόσσια
φλουκιάζου: περνάω τα φλόκια
φλουριά: τούρκικα χρυσά νομίσματα
φλώρους: άσπρος
φλαμπουριάρ’ς: μπράτμος, αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο
φλαμπουρόξ’λου: ξύλο γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάζουνε μήλα ή ρόδια
φλόκια: κρόσσια
φλόκους: δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες
φλουιέρα: φλογέρα
φλουκάτα: βελέντζα με κρόσσια
φλουκιάζου: περνάω τα φλόκια
φλουριά: τούρκικα χρυσά νομίσματα
φλώρους: άσπρος
φλόρα: ολόασπρη γίδα.
φουρλέτσκας: ξύλινο κοντάρι με τρυπητό δίσκο στην άκρη, με το οποίο χτυπούν το γάλα για να πάρουν το βούτυρο.
φόρτωμα: Σχοινί απαραίτητο για τη μεταφορά αγαθών με τα υποζύγια.
φουκάλ '(ι): Είδος σκούπας που γίνεται από το φυτό φουκαλιά
φούρκις: Χοντρά διχαλωτά ξύλα που χρησιμοποιούνται ως κολώνες σε ξύλινες κατασκευές.
φουρνόφκυαρο: Το ξύλινο φτυάρι που χρησιμοποιείται για το «ρίξιμο» του ψωμιού στο φούρνο.
φούσκα (τζακιού): Το τύμπανο του τζακιού.
φράψος: Είδος δέντρου κατάλληλο στη βαφική (μελία).
φουκαλίζου: σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω
φόντας: όταν, από τότε που
φόρτουμα: φορτίο
φουλιάζου: κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος
φουλιάζου: κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος
φουλτάκα: φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο
φουλτακιάζου: βγάζω φουσκάλα
φουράδα: θηλυκό άλογο
φούρκα: χοντρό ξύλο με διχάλα
φουρκούλις: πολύ μικρές φούρκες
φουρλατίζου: σκορπάω, εκσφενδονίζω
φουρνατζής: φούρναρης
φουρτουτήρα: λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων
φούσκα: ουροδόχος κύστη
φουσκή: κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό
φουσκή: κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό
φουσκαλήθρα: φυσσαλίδα αέρος
φούσκουμα: ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός
φράξους: φυτό τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα
φρέζα: στενή ταινία με την οποία πλαισιώνουμε και στολίζουμε τα υφαντά
φρουξ’λιά: δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος
φτιλιά: δέντρο με ανθεκτικό ξύλο, καραγάτσι
φτινά: λεπτά ρούχα
φτουχαίνου: γίνομαι φτωχός
φτσιέλα: πεπλατυμένο βαρελάκι με στενό στόμιο για να αποθηκεύουμε, συντηρούμε και μεταφέρουμε νερό
φτσιλάκι: ξύλινο σκεύος στο οποίο βάνουν οι τσομπαναραίοι νερό (αντί για παγούρι)
φτύματα: μικρά άσπρα σκουλήκια που σχηματίζονται από τα αβγά που ρίχνει η μύγα φτύνοντας πάνω στα τρόφιμα
φυλλουκάρδια: μύχια συναισθήματα
φύρα: φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους
φύτρα: γενιά, καταγωγή
φώτιζαν: Έριχναν αγιασμό (στα χωράφια, στα σπίτια, στα μαντριά).
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
φώτιζαν: Έριχναν αγιασμό (στα χωράφια, στα σπίτια, στα μαντριά).
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου