νασμίδ (ι): γουρούνι ενός έτους
νήλα: σωματική ταλαιπωρία.
νιβατό τυρί: είδος τυριού το οποίο γίνεται με βρασμένο γάλα αφού μείνει για 2-3 μέρες να ξινίσει.
νίβουμι: πλένω το πρόσωπό μου με νερό.
νουματίζου: ονοματίζω, δίνω όνομα.
νουμάτοι: άτομα
νουρά: ουρά
νουστιμάδα: νοστιμιά
νουτίζου: υγραίνομαι, μουσκεύομαι
νόχτος: γκρεμός
νταβάς: αβαθές και πλατύ μαγειρικό σκεύος πιο μικρό από το ταψί
νουρά, νούρους: ουρά
νίβουμι: πλένω το πρόσωπό μου με νερό.
νιόνυφη: νέα νύφη, καινούρια νύφη.
νιος: νέος.
νιουγάμπρια: νεόνυμφοι.
νιούτσικους: νεαρός, παλικάρι.
νιώθου: αντιλαμβάνομαι, εννοώ.νουματίζου: ονοματίζω, δίνω όνομα.
νουμάτοι: άτομα
νουρά: ουρά
νουστιμάδα: νοστιμιά
νουτίζου: υγραίνομαι, μουσκεύομαι
νόχτος: γκρεμός
νταβάς: αβαθές και πλατύ μαγειρικό σκεύος πιο μικρό από το ταψί
νουρά, νούρους: ουρά
νταβίζου: ζητώ
νταής: εγωιστής, ο παλληκαράς.
νταϊάκι: στήριγμα.
ντραγάτ’ς, ντραγάτης: αγροφύλακας.
ντραγατσίκα: σάκκος από γίδινο δέρμα, στον οποίο φυλάγουν το ψωμί τους οι βοσκοί.
νταμάρι: ράτσα ζώου
νουβρός: Αυλή.
νουντάς: Κάμαρα.
νουντατζίκια: Μικροί οντάδες, δωμάτια.
ντιπ: τελείως.
ντιπ: τελείως.
ντ'βάρ '(ι): Ντουβάρι.
ντίρα: στενό πέρασμα, μονοπάτι.
ντιρλικώνου: τρώγω μέχρι σκασμού
ντιρλικώνου: τρώγω μέχρι σκασμού
ντάμα: Το τούβλο που προστίθεται για να γίνει διπλό το ντουβάρι στην τοιχοποιία.
ντιρτιλής: αυτός που έχει ντέρτι, καημό
ντιρτιλής: αυτός που έχει ντέρτι, καημό
ντιβάνι: Είδος υφαντού, κάλυμμα του κρεβατιού.
ντουζίνα: σύνολο από κουδούνια ή κυπριά
ντουλαμάς: επενδύτης
ντουνιάς: ανθρωπότητα.
ντουρής: κόκκινο άλογο
ντρασκίλια: Δρασκελιές.
ντυμασιά: ενδυμασία.
νυχτιρεύου: Νυχτερεύω.
νυχτιρεύου: Νυχτερεύω.
νυχτόμιρα: μέρες και νύχτες:
νυχτουσκαρίζου: σκαρίζω τα πρόβατα τη νύχτα
ν’φάδις: νύφες.
νυχτουσκαρίζου: σκαρίζω τα πρόβατα τη νύχτα
ν’φάδις: νύφες.
ξαγναντίζου: βρίσκομαι σε ξαγνάντιο
ξαίνου: ξανοίγω και καθαρίζω τα κουρεμένα μαλλιά.
ξακρίζου: πηγαίνω στην άκρη
ξαμώνου: απλώνω το χέρι μου να αγγίξω ή να πιάσω κάτι
ξανθουμαλλούσα: ξανθομάλλα
ξενούτσικους: αυτός που είναι από άλλο τόπο
ξέπλιγα μαλλιά: αχτένιστα
ξέρα: ξηρασία.
ξέρακας: δέντρο που ξεράθηκε όρθιο
Ξέφιξι: έφεξε για τα καλά
Ξέφιξι: έφεξε για τα καλά
ξέχασκο: Ορθάνοιχτο.
ξέχουρα (επίρρ.) ξεχωριστά.
ξήγα του: εξήγησέ το
ξηρ’κό: αυτό που δε χρειάζεται νερό για να φυτρώσει
ξηρόλακκας: λάκκος που δεν έχει νερό.
Ξηρουβόρι: κρύος και ξηρός βοριάς.
Ξηρουχρουνιά: χρονιά με ελάχιστες βροχές
Ξιακουστός: ξακουσμένος, σπουδαίος.
Ξιαλλάζου: φοράω καινούρια ρούχα
Ξιαπουσταίνου: ξεκουράζομαι.
Ξιαρματώνου: βγάζω την αρμάτα
Ξιαστουχάου: λησμονώ, ξεχνάω.
Ξιβράκουτις: ανήθικες γυναίκες, παρδαλές
Ξίγκι: λίπος.
Ξιζαρκώνου: ξεγυμνώνω.
Ξιθλήκουτους: ξεκούμπωτος
Ξικαλουκιριάζου: περνάω το καλοκαίρι μου.
Ξικάνου: εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω
ξίκι απού δω: χάσου από τα μάτια μου.
ξίκι να γένει: συγχωρώ κάποιον για κάτι που μου έκανε.
Ξικλάου: ξεσχίζω
Ξικόβο: αποχωρίζομαι
Ξικουπή: αποκοπή, ορισμός σταθερής τιμής
Ξιλέου: αναιρώ τα λόγια μου:
Ξιλουγαριάζουμι: κάνω τους λογαριασμούς μου με συνανθρώπους.
ξιμισ’μιριάζου: κάθομαι σε ένα μέρος για να περάσω το μεσημέρι μου.
Ξινάκι: ξενιτεμένος
Ξιουράφι: ξυράφι
Ξιπαθιάζου: διώχνω τις άσχημες στιγμές της ζωής ή τις δυσκολίες της με το γλέντι και την ψυχαγωγία
Ξιπιζεύου: κατεβαίνω από το άλογο
Ξιπίτηδις: επίτηδες.
Ξιπρουβουδάου : ξεπροβοδίζω
Ξιραγκιανός: ξερακιανός, ισχνός, αδύνατος.
Ξιράδια: ξερά ξύλα, παλιά καυσόξυλα.
Ξιράτια: δυσάρεστα, λυπητερά, συμφορές
Ξιριάς: ρέμα χωρίς νερό.
Ξιρουφαϊά: φτωχό γεύμα χωρίς προσφάι.
Ξισιλόιαστους: αυτός που δε σκέφτεται τα προβλήματά του
Ξισινιρίζουμι: παρακινούμαι εύκολα και καβγαδίζω.
Ξισαμαρώνου: βγάζω το σαμάρι από το ζώο.
Ξισιλλώνου: βγάζω από το άλογο τη σέλα.
Ξίσκιπους: ξεσκέπαστος.
Ξισταλίζου: βγάζω τα πρόβατα από το στάλο
Ξιστιριά: ξαστεριά.
Ξιστιρώνει: γίνεται αίθριος ο ουρανός.
Ξιτάζου: ερευνώ
Ξιτουπίζου: απομακρύνω, διώχνω από τον τόπο του κάποιον ή κάτι.
Ξιτρυπώνου: φανερώνομαι.
ξιτυριάζου: Χάνω την πύρα.
ξιτ 'λιγμένους: Αυτός που «ξετυλίχτηκαν» τα έντερα του, συνήθως από το πολύ νερό που ήπιε.
ξιχώ: Ξεχνώ, περνάω την ώρα μου.
Ξιφασκιώνου: λύνω τις φασκιές
Ξιχειμαδιό: τόπος που ξεχειμάζω, περνάω το χειμώνα με την οικογένειά μου και τα κοπάδια μου.
Ξιχειμάζου: πηγαίνω στα χειμαδιά μαζί με τα κοπάδια μου και περνάω το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω.
Ξιχαράζει: χαράζει για τα καλά:
Ξιχουρισμός: χωρισμός:
Ξιχρέουτους: αυτός που δε χρωστάει χρήματα σε κανέναν
Ξίψουμα: χωρίς ψωμί.
ξόμπλ(ι): Σχέδιο.
ξομπλιαστά: Είδος υφαντού που η υφάντρα αντιγράφει τα μοτίβα από άλλο σχέδιο. Είναι το πιο δύσκολο είδος υφαντού.
Ξόρκια: εξορκισμοί.
ξουδιάρ’ς: σπάταλος.
Ξουμάντρι: περιφραγμένος χώρος σε συνέχεια του μαντριού χωρίς σκεπή.
ξυαρνώ: Μαζεύω με το φτυάρι.
Ξυλουκιέρατα: χαρούπια.
Ξυλουχούλιαρα: ξύλινα κουτάλια
ξυλουφουτιά: Μαγική φωτιά προς απόκρουση επιδημιών των ζώων, ακόμα και των ανθρώπων.
ξυλόχτενο: Βασικό εξάρτημα του αργαλειού στο οποίο στηρίζεται το χτένι.
Ξώπιτσα: επιδερμικά ούρδα: μυζήθρα.
ουρδόπ’τα: πίτα με μυζήθρα και με αυγά.
οξαπουδώ: σατανάς, διάβολος.όρνια: αρπαχτικά πουλιά.
Ουβραίοι: Εβραίοι.
ούδι δώ: σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που είμαστε αυτή τη στιγμή
ούδι κεί: σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο
ούι: επιφώνημα απορίας, έκπληξης,
ουκά: οκά, μονάδα μέτρησης βάρους
ουλότιλα: εντελώς,
ουλούθι: παντού, από όλα τα μέρη, ολόγυρα
ουλουτρόυρα: ολοτρόγυρα.
ουμπλές: ίχνη από τις οπλές των ζώων.
ουργή: καταστροφή που στέλνει ο Θεός, κατάρα
ουρισμός: εντολή ή διαταγή
ουρκιόμι: ορκίζομαι.
ουρλιόμι: ουρλιάζω.
ουρμήνεια: συμβουλή, νουθεσία.
ουρμηνεύου: συμβουλεύω, νουθετώ.
ουρσούζης: γρουσούζης
ουχτρεύουμι: φέρομαι εχθρικά.
ουχτρός: εχθρός
ουψιάζει παίρνει χρώμα, παίρνει πέτσα.
ουρθούνια: ρουθούνια του ζώου.
ουχτρεύουμι: φέρομαι εχθρικά.
ουχτρός: εχθρός
ουψιάζει παίρνει χρώμα, παίρνει πέτσα.
ουρθούνια: ρουθούνια του ζώου.
όκνα: Ξύλινο καπάκι (α) βαρελιών ελλειψοειδούς σχήματος και (β) κοφινιών σε σχήμα μικρής καταπακτής.
ουψιάζω: Παίρνω όψη, στεγνώνω.
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου