κ’λιάστρα η κουλιάστρα ή γκουφρίκος: το πρώτο γάλα μετά τη γέννα της προβατίνας ή γίδας που είναι πολύ παχύ και πολύ νόστιμο
κ’λός: ανάπηρος.
κ’λούρα: κουλούρα, ψημένο ψωμί σε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο μέγεθος.
κ’λουριάζουμι: κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι.
κ'λαμάρα: Κουλαμάρα.
κ 'λουράς: Κουλουράς.
κ 'λούρις: κουλούρες.
κ'λουρουμάντρι: Ο τύπος μαντριού που έχει κυκλικό σχήμα.(κουλούρα).
κ’λουρουκέρατη: γίδα με γυριστά τα κέρατά της σαν κουλούρια.
καλέσια: προβατίνα με μαύρα στίγματα στη μούρη και στα πόδια της.
κ'λαμάρα: Κουλαμάρα.
κ 'λουράς: Κουλουράς.
κ 'λούρις: κουλούρες.
κ'λουρουμάντρι: Ο τύπος μαντριού που έχει κυκλικό σχήμα.(κουλούρα).
κ’λουρουκέρατη: γίδα με γυριστά τα κέρατά της σαν κουλούρια.
καλέσια: προβατίνα με μαύρα στίγματα στη μούρη και στα πόδια της.
καλέσιαβους: όποιος έχει πρέκνες (φακίδες) στο πρόσωπο.
καμάκι: μαντρί καμωμένο με ξύλα και ξεσκέπαστο.
καναράς: κοπάδι με απογαλακτισμένα αρνιά ή κατσίκια τα οποία παχαίνουν για σφαγή.
κανούτους-α-ου: γίδι με σταχτόχρωμο τρίχωμα.
καπρί, κάπρος: αρσενικός χοίρος
καραμάν’τς – καραμάνης : σκυλί με μαύρο τρίχωμα.
καράς: βόδι με μαύρο τρίχωμα.
καράσου: αγελάδα με μαύρο τρίχωμα.
κατσιούλα: κουκούλα
κατσιούλη: παλτό από γιδόμαλλο. Υφαίνεται στον αργαλειό και μετά το στέλνουν στο μαντάνι, μετά βάφεται και το φορούν οι βοσκοί το χειμώνα και έχει κατσιούλα.
κλαδαριά: στιβαγμένα σε σχήμα κώνου, σαν θημωνιά, γύρω από ένα δέντρο, πράσινα κλαδιά βελανιδιάς. Με αυτά τρέφουν το χειμώνα τα γιδοπρόβατα.
κλούτσα: ξύλινο ποιμενικό ραβδί με γυριστή λαβή, συνήθως σκαλιστή.
κλούτσαβους-η-ου: στραβό ξύλο, μτφ. καμπούρης
κόρδα: κυκλικός φράκτης με αγκαθωτά ξερά ξύλα, στον οποίο κλείνουν του καλοκαιρινούς μήνες οι βοσκοί τα γιδοπρόβατα.
κοκκίνου: κοκκινόχρωμη αγελάδα.
κόπρια: τα σκουπίδια (από το σπίτι) / βουνιές.
κουτάρ(ι): ο χώρος παραμονής των σκυλιών.
κουκίν’τς: κοκκινόχρωμο βόδι.
κουκκινουλάια: προβατίνα με καστανοκαφέ τρίχωμα.
κουλουκούρ’σμα: το κούρεμα των προβάτων στη γραμμή: ουρά, στήθος, λαιμός. Αυτό γίνεται την άνοιξη για να ακολουθήσει το κανονικό κούρεμα όταν πάρουν οι ζέστες.
κουτ κουτ: επιφώνημα για σκυλιά όταν τα καλούν για φαγητό.
κουτσιάφτ’κους: ζώο με το ένα αυτί κομμένο στην άκρη.
κυπρί, κιουπρί: μικρό κουδούνι για γίδες με λεπτό ήχο.
καβαλ’κιεύου: ανεβαίνω καβάλα, ιππεύω.
καβαλάρ’ς: καβαλάρης
καβαλαραίοι: καβαλάρηδες.
καβαλίκα: έμπα καβάλα
καβαλίνα: κοπριά προβάτου.
καβάλις: αντρικό παιχνίδι
καβουρμάς: κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται.
καβουρντίζου: ξερoψήνω, τσιγαρίζω.
καβαλίκα: έμπα καβάλα
καβαλίνα: κοπριά προβάτου.
καβάλις: αντρικό παιχνίδι
καβουρμάς: κρέας καβουρδισμένο που συντηρείται.
καβουρντίζου: ξερoψήνω, τσιγαρίζω.
καβαλάρ '(η)ς : Το τελευταίο οριζόντιο ξύλο της στέγης.
καγκιλουφρύδα: γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.
καδένα: αλυσίδα.
καένας: κανένας.
καγκιλουφρύδα: γυναίκα με λεπτά και καμαρωτά φρύδια.
καδένα: αλυσίδα.
καένας: κανένας.
καζάκα: Σανιδένια μικρή πλατφόρμα μεταφοράς λάσπης.
καθάριου: σιταρένιο ψωμί
καθάριου: σιταρένιο ψωμί
καθαροβδόμαδο: Η εβδομάδα με πρώτη μέρα την Καθαρή Δευτέρα
καϊπώνου: κρύβω κάτι και δύσκολα το βρίσκει κάποιος
κακάβι: Μικρό δοχείο τοποθέτησης υγρών, κυρίως νερού ή γάλακτος.
κακαράντζα: κοπριά από γίδι
κακαρώνου: μένω ακίνητος και άναυδος,
κακιώνου: θυμώνω
καλαμίδια: Μικρά ξύλα που βοηθούν στο σωστό τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί.
καϊπώνου: κρύβω κάτι και δύσκολα το βρίσκει κάποιος
κακάβι: Μικρό δοχείο τοποθέτησης υγρών, κυρίως νερού ή γάλακτος.
κακαράντζα: κοπριά από γίδι
κακαρώνου: μένω ακίνητος και άναυδος,
κακιώνου: θυμώνω
καλαμίδια: Μικρά ξύλα που βοηθούν στο σωστό τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί.
καλιγώνου: πεταλώνω τα ζώα.
κάλισμα: προσκλητήριο του γάμου
καλιστάδις: καλεσμένοι του γάμου.
καλημιράου: καλημερίζω
καλησπιρίζου: εύχομαι καλησπέρακάλισμα: προσκλητήριο του γάμου
καλιστάδις: καλεσμένοι του γάμου.
καλκάν(ι): Το στέγαστρο που αντικατέστησε το χαγιάτι και στα χαμηλά σπίτια και το ανώι στα ψηλά.
καλόιμοιρη: καλότυχη,
καλουκιρίσιους: καλοκαιρινός.
καλόιμοιρη: καλότυχη,
καλουκιρίσιους: καλοκαιρινός.
καλούδια: δώρα για τα παιδιά, γλυκίσματα,
καλουφουριώμι: φοράω όμορφα ρούχα,
καλουκιρ 'νή: Καλοκαιρινή.
καλουφουριώμι: φοράω όμορφα ρούχα,
καλουκιρ 'νή: Καλοκαιρινή.
κάμα: αφόρητη ζέστη, καύσωνας
καμάκι: Υπόστεγο.
καμάρα: Μικρές εσοχές στους τοίχους για διάφορες χρήσεις.
καμαρώνου: κορδώνομαι
καμαρώνου: κορδώνομαι
καμβάς: Είδος υφάσματος.
καμουμένα: Τα σκουτιά που έπηξαν στο μαντάνι.
κάμπος: Το μέρος του υφαντού που δεν καλύπτεται από σχέδιο.
καμωμένα: Τα σκουτιά που περνάνε από το υδροτριβείο και πήζουν.
κάνα κιρό: κάποια φορά, κάποτε
καναράς: αρνοκάτσικα, που αγοράζει κάποιος και τα ξαναπουλάει αργότερα κι έχει σκοπό το κέρδος
κανίστρα: Κάνιστρο.
κάνα κιρό: κάποια φορά, κάποτε
καναράς: αρνοκάτσικα, που αγοράζει κάποιος και τα ξαναπουλάει αργότερα κι έχει σκοπό το κέρδος
κανίστρα: Κάνιστρο.
κανιστρομάντηλο: Κεντητό κάλυμμα της κονίστρας.
κάνουρα: Το υφάδι.
κανούτα: γίδα με γκρίζο - σταχτί τρίχωμα
καντίπουτας: τίποτα τελείως
κάπα: χοντρός μάλλινος επενδύτης των τσομπαναραίων
καπάκια: Τρόπος τοποθέτησης των κεραμιδιών κατά τη στέγαση με την κυρτή επιφάνεια προς τα πάνω.
κανούτα: γίδα με γκρίζο - σταχτί τρίχωμα
καντίπουτας: τίποτα τελείως
κάπα: χοντρός μάλλινος επενδύτης των τσομπαναραίων
καπάκια: Τρόπος τοποθέτησης των κεραμιδιών κατά τη στέγαση με την κυρτή επιφάνεια προς τα πάνω.
καπακώνου: σκεπάζω, καλύπτω.
καπίστρι: χαλινάρι.
καπιτάνους: καπετάνιος
κάπνα: καπνός
καπούλια: τα νώτα από τα μεγάλα τετράποδα ζώα
κάπουτις: κάποτε.
καπρί : Αρσενικός χοίρος (κάπρος)
καπίστρι: χαλινάρι.
καπιτάνους: καπετάνιος
κάπνα: καπνός
καπούλια: τα νώτα από τα μεγάλα τετράποδα ζώα
κάπουτις: κάποτε.
καπρί : Αρσενικός χοίρος (κάπρος)
καραλίβανους: Ο πολύ μαύρος (για το φούρνο).
καραμελωτές: Είδος πατανίας. Κάλυμμα για το κρεβάτι.
καρδάρια: Δοχεία στα οποία αρμέγεται το γάλα.
καρκαντζάλια: Καλικάντζαροι.
καρούλια: Εξάρτημα του αργαλειού, όπου δένονται τα μιτάρια. Βοηθούν την
εναλλαγή των πατηθρών.
καραούλι: θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις μια περιοχή
καράς: μαύρο άλογο
κάργας: ψευτοπαλληκαράς.
καρδάρι: ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο στο οποίο αρμέγω τα πρόβατα ή τα γίδια
καρκαλέτσι: κοκκύτης
καρκάντζαλους: καλικάντζαρος, σατανάς, διάβολος
καρκαριώμι : γελάω επιδεικτικά, δυνατά
καρπολόι: Ξύλινο εργαλείο, όπως η τσουγκράνα, κατάλληλο για το μάζεμα των καρπών.
καρυά: καρυδιά.
καραούλι: θέση από την οποία μπορείς να ελέγχεις μια περιοχή
καράς: μαύρο άλογο
κάργας: ψευτοπαλληκαράς.
καρδάρι: ξύλινο ή τενεκεδένιο δοχείο στο οποίο αρμέγω τα πρόβατα ή τα γίδια
καρκαλέτσι: κοκκύτης
καρκάντζαλους: καλικάντζαρος, σατανάς, διάβολος
καρκαριώμι : γελάω επιδεικτικά, δυνατά
καρπολόι: Ξύλινο εργαλείο, όπως η τσουγκράνα, κατάλληλο για το μάζεμα των καρπών.
καρυά: καρυδιά.
κασταλαή: Η αλισίβα.
καστραβέτσι: αγγούρι.
κατ’ιμένα: προς εμένα
κατ’ισένα: προς εσένα
καστραβέτσι: αγγούρι.
κατ’ιμένα: προς εμένα
κατ’ισένα: προς εσένα
κατάβαθα: εντελώς στο βάθος
καταδέχουμι: είμαι καταδεχτικός, αποδέχομαι.
καταΐ: καταγής.
κατάματα: Αντίκρυ
κατάντια: προκοπή.
καταούλα: καταγής.
κατάρραχα: ακριβώς επάνω στη ράχη.
κατάντια: προκοπή.
καταούλα: καταγής.
κατάρραχα: ακριβώς επάνω στη ράχη.
κατάσαρκα: πάνω στη σάρκα
κατασάρκι: μάλλινη φανέλα.
κατάσυρμα: Διαβολή
καταχνιά: ομιχλώδης ατμόσφαιρα
καταχουνιάζου: εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το.
κατέχου: γνωρίζω, ξέρω.
καταχνιά: ομιχλώδης ατμόσφαιρα
καταχουνιάζου: εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το.
κατέχου: γνωρίζω, ξέρω.
κατηγόριου: κατηγορία.
κατιβασιά: φούσκωμα ποταμού ύστερα από νεροποντή
κατιπούθι: κατά πού
κατοίκιψι: κατοίκησε
κατρήθρα: ουροδόχος κύστη.
κατριγάρ’ς: κατεργάρης
κατσάνος: Πλανόδιος μικροπωλητής.
κατρήθρα: ουροδόχος κύστη.
κατριγάρ’ς: κατεργάρης
κατσάνος: Πλανόδιος μικροπωλητής.
κατσιαμάκι: χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι
κατσίκι: νεογέννητο της γίδας.
κατσικουπ’τιά: κατσικίσια πυτιά.
κατσιό: καθησιό.
κατσιούλα: Κουκούλα.
καψάλα: καμένη βουνοπλαγιά,
καψάλα: καμένη βουνοπλαγιά,
καψαλήθρις:Τα κόκκινα σημάδια που δημιουργούνται στα πόδια από την έκθεση τους στη φωτιά, στο τζάκι.
καψώνου: νιώθω υπερβολική ζέστη.
κείθι: από εκεί, από εκείνη τη μεριά.
καψαλός: αυτός που έχει στο τρίχωμά του πολλά χρώματα ανακατωμένα.
καψαρός: καημένος.καψώνου: νιώθω υπερβολική ζέστη.
κείθι: από εκεί, από εκείνη τη μεριά.
κεντητά (σαίσματα): Είδος υφαντού με σχέδιο.
κεφαλάρι: Οι απολήξεις του υφαντού που είναι διακοσμημένες.
κεφαλοστρούγκ'(ι): Το σημείο της στρούγκας που κάθονται οι αρμεχτάδες και αρμέγουν.
κηπάρια: χώρος που καταλαμβάνουν οι κήποι.
κηπάρια: χώρος που καταλαμβάνουν οι κήποι.
κηπούλτ 'ς: Μικρός κήπος.
κιαρατάς: κερατάς.
κιβούρι: μνήμα.
κιδρίσιους: κέδρινος.
κιδρόξ’λα: ξύλα από τον κέδρο.
κιλαράκια: Μικρά κελιά, τετραγωνάκια.
κιλίμ(ι): Είδος υφαντού, κάλυμμα κρεβατιού.
κιουτής: φοβητσιάρης
κιντητό: Είδος υφαντού με παραστάσεις.
κιουτής: φοβητσιάρης
κιντητό: Είδος υφαντού με παραστάσεις.
κιντώ: Υφαίνω κεντητά.
κιραμαριό: Κεραμοποιείο.
κιράσματα: χρήματα που δίνουν στη νύφη
κιρατίνα: γυναίκα που κεράτωσε τον άντρα της.
κιράσματα: χρήματα που δίνουν στη νύφη
κιρατίνα: γυναίκα που κεράτωσε τον άντρα της.
κιφαλάρ(ι): κεφαλάρι.
κλαδαριές: Αποθηκευμένο κλαδί πάνω σε κομμένο δέντρο, σε σχήμα πυραμίδας.
κλάρα: κλαδί.
κλειδουπίνακου: μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας
κλανιάρ’ς: φοβητσιάρης.
κλάπα: σιδερένιο έλασμα που μπαίνει στο στεφάνι του κουδουνιού για να στερεωθεί το κουδούνικλάρα: κλαδί.
κλειδουπίνακου: μικρό ξύλινο σκεύος για φαγητό με καπάκι ασφάλειας
κλάρες: Μοτίβο των κεντητών υφαντών που παριστάνουν κλαδιά αμπελιού.
κλείδουση: άρθρωση, σύνδεση μελών του σώματος.
κλειδουτή ρόκα: ρόκα που αποτελείται από δυο κομμάτια και συνταιριάζεται
κλειδώματα: κόσμημα (πόρπη) στη γυναικεία φορεσιά
κλεισούρα: πυκνό δάσος.
Κλήδονα: γιορτή αφιερωμένη στη γέννηση του Προδρόμου
κληματσίδα: αναρριχώμενο φυτό που μοιάζει με αγριόκλημα.
κλούρα: Κουλούρα.
κλουστή: Κλωστή.
κλούτσα: Γκλίτσα. Το ξύλο στο οποίο στηρίζεται ο τσοπάνος / Ξύλο με κυρτό
άκρο που χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της καλαμωτής στέγης στο μαντρί.
κλ(ε)ιτσόξ’λου: ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.
κλ(ε)ιτσόξ’λου: ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται, στερεώνεται η κλ(ε)ίτσα.
κλώθου: γυρίζω γύρω γύρω,
κόβου: Κόβω.
κόθουρους: το υψωμένο ζυμάρι γύρω από την πίτα.
κοινουνιά: θεία κοινωνία.
κόκκα: εγκοπή, σκαλόκωμμα
κόκουτας: κόκορας
κοκκαλοραχιά: Σπονδυλική στήλη.
κόθουρους: το υψωμένο ζυμάρι γύρω από την πίτα.
κοινουνιά: θεία κοινωνία.
κόκκα: εγκοπή, σκαλόκωμμα
κόκουτας: κόκορας
κοκκαλοραχιά: Σπονδυλική στήλη.
κομποδέτρα: Εξάρτημα του αργαλειού, όπου στηρίζεται το στημόνι πριν αρχίσει η ύφανση.
κόν’σμα: εικόνισμα.
κόντις: αβγά της ψείρας
κόπανους: ειδικό ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπάω δυνατά τα υφαντά, όταν τα πλένουν
κόν’σμα: εικόνισμα.
κόντις: αβγά της ψείρας
κόπανους: ειδικό ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπάω δυνατά τα υφαντά, όταν τα πλένουν
κόπρια: Τα σκουπίδια γενικά που δημιουργούνται στο σπίτι
κόπτσα: μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
κόπτσα: μικρή πόρπη, θηλύκωμα.
κόρδα: Ο αύλειος χώρος του μαντριού.
κόρδα (κλωστή): Χορδή.
κόρφιασμα: Το τελείωμα της σκεπής με σάλωμα (βλ. λέξη) στα ξύλινα παραπήγματα.
κοτάρι: Ο χώρος παραμονής των σκυλιών.
κότσιαλου: φρύγανα - προσανάματα
κότσιαλου: φρύγανα - προσανάματα
κουδαραί(οι): Ομάδα μαστόρων (οικοδόμων).
κουλόπανα: ταινίες από ύφασμα με τις οποίες περιτυλίγουμε τα βρέφη.
κουλόπανα: ταινίες από ύφασμα με τις οποίες περιτυλίγουμε τα βρέφη.
κουκότια: Οι κότες (και οι πετεινοί).
κουκουτσέλια: Τα πετεινάρια (συνεκδοχικά και τα μικρά αγόρια).
κουλουκούρ 'ζμα: Το κούρεμα των προβάτων γύρω από την ουρά και το λαιμό.
κουμάς: Η στενή πλευρά της στέγης.
κουμπουδιτά: Κομποδεμένα.
κουπάνα: Η λεκάνη της βρύσης που βρίσκεται έξω από το σπίτι.
κουμπιάζου: πνίγομαι, μπουκώνω
κουμπουδιάζου: φτιάχνω κόμπους
κουντεύου: πλησιάζω.
κουντύλι: κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.
κούπα: ποτήρι,
κουμπιάζου: πνίγομαι, μπουκώνω
κουμπουδιάζου: φτιάχνω κόμπους
κουντεύου: πλησιάζω.
κουντύλι: κομμάτι σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι.
κούπα: ποτήρι,
κουπάδι: σύνολο από ζώα.
κουπαδιάζου: χωρίζω τα πρόβατα σε κοπάδια, γαλαροκόπαδα, στερφοκόπαδα,
κουπανίζου: χτυπάω τα ρούχα που πλένω με τον κόπανο.
κουράσιου: κορίτσι, κοριτσόπουλο
κούρνια: φωλιά.
κουρνιάζου: φωλιάζω.
κουρνιαχτίζου: σηκώνω σκόνη
κουρνιαχτός: σκόνη.
κουριλές: Οι κουρελούδες.
κούρνια: φωλιά.
κουρνιάζου: φωλιάζω.
κουρνιαχτίζου: σηκώνω σκόνη
κουρνιαχτός: σκόνη.
κουριλές: Οι κουρελούδες.
κουρμνιά (η): Το σπίτι.
κουρουψάλ’δου: ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων
κουσκουσένια: Είδος υφαντού (θηλιαστό).
κουρουψάλ’δου: ψαλίδι για το κούρεμα των ζώων
κουσκουσένια: Είδος υφαντού (θηλιαστό).
κουσμάρι: πρόχειρο φαγητό (φρέσκο ανάλατο τυρί και αλεύρι)
κουσμούρα: πλήθος κόσμου.
κουσσιεύου: τρέχω
κούτουλους: Μονάδα μέτρησης γάλακτος ίση με μία οκά.
κουτ’ρού: κουτουρού, χωρίς λογαριασμό, απερίσκεπτα.
κούτρα: μέτωπο ή κεφάλι.
κουτρουμπέλι: αυτός που πάχυνε και στρογγύλεψε
κούτσ(ι)κα: Μικρά παιδιά.
κούτρα: μέτωπο ή κεφάλι.
κουτρουμπέλι: αυτός που πάχυνε και στρογγύλεψε
κούτσ(ι)κα: Μικρά παιδιά.
κουτσιουμύτα: γυναίκα με κοντή μύτη.
κουτσουνόρα: προβατίνα με κοντή ουρά.
κουτσουνόρα: προβατίνα με κοντή ουρά.
κούφαλους: μεγάλη κουφάλα σε δέντρο.
κουφουξλιά: δέντρο με κούφιο και ελαφρύ ξύλο
κόφις (η κόφα): Είδος ξύλινων δοχείων που βάζουν κρασί για το γάμο.
κόχις: Οι γωνιές δίπλα στο τζάκι.
κράζου: φωνάζω
κρανένια κλ(ε)ίτσα: κλ(ε)ίτσα με κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο
κρατάου: βαστάω.
κρατμάρα: αρρώστια των γιδοπροβάτων κατά την οποία πιάνονται τα πόδια και δεν μπορούν να βαδίσουν.
κρατώ (νηστεία): Νηστεύω.
κράζου: φωνάζω
κρανένια κλ(ε)ίτσα: κλ(ε)ίτσα με κρανίσιο κλ(ε)ιτσόξυλο
κρατάου: βαστάω.
κρατμάρα: αρρώστια των γιδοπροβάτων κατά την οποία πιάνονται τα πόδια και δεν μπορούν να βαδίσουν.
κρατώ (νηστεία): Νηστεύω.
κρεβατιάρα: Η «μπαχτή» κουβέρτα που στρώνεται στο κρεβάτι.
κριαρουκούδουνα: κουδούνια που βάζουν στα γκισέμια
κριβάτα: πρόχειρο κρεβάτι για ύπνο ή για πράγματα όταν στάλιζαν τα ζώα
κριβαταριά: βεργόπλεχτο ράφι πάνω στο οποίο τοποθετούν διάφορα πράγματα
κριαρουκούδουνα: κουδούνια που βάζουν στα γκισέμια
κριβάτα: πρόχειρο κρεβάτι για ύπνο ή για πράγματα όταν στάλιζαν τα ζώα
κριβαταριά: βεργόπλεχτο ράφι πάνω στο οποίο τοποθετούν διάφορα πράγματα
κριμαντζλιόμι: κρέμομαι.
κρίματα: αξιόποινες πράξεις, εγκλήματα.
κριμώ: Κρεμώ. Λέγεται όταν φεύγει και το τελευταίο νήμα από το πίσω αντί, οπότε στηρίζεται στα καλαμίδια (λεπτά ξύλα).
κριτσμάς: Το τραπέζι με τη λήξη ενός δύσκολου έργου, όπως κτίσιμο σπιτιού, τελείωμα του θερισμού.
κρούσταλλα: πάγοι
κρουσταλλιάζου: παγώνω
κρυόβρυση: βρύση με κρύο νερό.
κυπρουκούδ’να: κυπριά και κουδούνια
κυράτσα: κυρά, αρχόντισσα.
κρούσταλλα: πάγοι
κρουσταλλιάζου: παγώνω
κρυόβρυση: βρύση με κρύο νερό.
κυπρουκούδ’να: κυπριά και κουδούνια
κυράτσα: κυρά, αρχόντισσα.
κτουπίστι (κτουπίζω): Κουρέψτε (τα πρόβατα, όταν παράκαιρα χρειάζεται μαλλί για την ύφανση).
λαβή: αφορμή.
λαβουματιά: πληγή, τραύμα.
λαζαρ 'ς: Έθιμο σχετικό με τη νεκρανάσταση της φύσης που γίνεται το Σάββατο του
Λαζάρου, στο οποίο συμμετέχουν μόνο ανύπαντρα κορίτσια.
Λαζάρου, στο οποίο συμμετέχουν μόνο ανύπαντρα κορίτσια.
λαζαρίνι (ε)ς: Τα κορίτσια που παίρνουν μέρος στο έθιμο του Λαζάρου.
λαθομάλλια: Τα πολύ σκληρά μαλλιά. Επειδή είναι δύσκολο να βαφούν, γι' αυτό αποφεύγεται η χρήση τους στην υφαντική.
λάια: Μαύρα.
λακιά: λάκκος, ρέμα:
λάια πουδαρούσια: μαυρόχρωμη προβατίνα με άσπρο το ένα πόδι της.
λαλάου, λαλάω: προωθώ τα πρόβατα στην έξοδο της στρούγκας για να τα αρμέξουν.
λαλιά: λόγος, ομιλία
λαλ 'τστής: Αυτός που οδηγεί τα γαλακτοφόρα πρόβατα για άρμεγμα.
λαλιά: λόγος, ομιλία
λαλ 'τστής: Αυτός που οδηγεί τα γαλακτοφόρα πρόβατα για άρμεγμα.
λαλ 'τστής: αυτός που οδηγεί τα γαλακτοφόρα πρόβατα για άρμεγμα.
λαλούν κουδούνια: ακούγονται (χτυπούν) τα κουδούνια.
λαλούν πουλιά: κελαηδούν.
λαμπουγιάλι: γυαλί για τη λάμπα.
Λαμπρή: Πασχαλιά.
λαμπριάτ’κου αρνί: αρνί που προετοιμάζεται για τη Λαμπρή.
λανάρ(ι), λανάρια: Το μέσο με το οποίο ετοιμάζονται τα μαλλιά για γνέσιμο.
λανάρ 'ζμα: Το άνοιγμα των μαλλιών στα λανάρια. Διαδικασία πριν το γνέσιμο.
λαναρ 'στια: Η κίνηση του πάνω λαναριού για να ανοίξει το μαλλί.
λαναρόξυλο: Το ξύλο πάνω στο οποίο ήταν σταθεροποιημένο το κάτω λανάρι.
λαναρτζής: Ο ιδιοκτήτης μηχανής που λανάριζε τα μαλλιά.
λαναρίζου: ξαίνω τα μαλλιά με το λανάρι για να γίνουν πιο απαλά.
λαναρίστρα: γυναίκα που λαναρίζει
λαχανόπ’τα: πίτα με λάχανα.
λάπατα: Είδος λαχανικού.
λαχτάρ 'σι (λαχταρνώ): Φοβήθηκε πάρα πολύ.
λαχούρι: μαύρο μαντίλι για το αντρικό κεφάλι.
λαψάνα: φυτό πόα σινάπι το αρουραίο.
λ(ε)ιανίζου: κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια.
λ(ε)ιανουκούδουνα: είδος από κουδούνια.
λ(ε)ιανώματα: κέρματα, ψιλά χρήματα
λ(ε)ιανίζου: κατατεμαχίζω, κάνω κομμάτια.
λ(ε)ιανουκούδουνα: είδος από κουδούνια.
λ(ε)ιανώματα: κέρματα, ψιλά χρήματα
λειτουργιά: πρόσφορο.
λειψουχρουνιά: χρονιά με ελλείμματα, κακή χρονιά.
λελέκι: Είδος δρεπανιού.
λέρις: Τα ακάθαρτα νερά μετά το πλύσιμο των πιάτων που περιέχουν και κάποια αποφάγια. Κατάλληλη τροφή για τους οικόσιτους χοίρους.
λεφτοκαρυά: Φουντουκιά.
λισγκάρι: Φτυάρι.
λημιριάζου: μένω στο λημέρι.
λιάρους -α-ου: ζώο το οποίο έχει άσπρα τμήματα στο μαύρο τρίχωμά του.
λιβακώνουμι: ζεσταίνομαι πολύ, με πνίγει ο πολύ ζεστός αέρας
λίγδα: λίπος, η λέρα.
λιγδιάζου: λερώνομαι πολύ, μαζεύω πολύ λέρα.
λιγδιρός: λιπαρός.
λιγκιέρια: μπρούτζινα πιάτα
λιγουστός: λίγος.
λιγώνου: πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω
λίμα: κατάσταση μεγάλης πείνας
λιμαριά: είδος τραχηλιάς (άσπρο πανί που κουμπώνει με κόπτσες πίσω από το λαιμό και φτάνει μπροστά ως τη μέση)
λιμπά: όρχεις.
λίπα: λίγδα, λιωμένο λίπος από γουρούνι
λιφτουκαρυά: φουντουκιά.
λιχνιστής: αυτός που λιχνίζει, δηλ. με τη βοήθεια του αέρα καθαρίζει τα σιτηρά ή τα όσπρια από άγανα
λόγγους: δάσος με θάμνους.
λόντρα: Ακαταστασία.
λοζιά: Χρωματιστά νήματα.
λουκανικόξυλο: Ξύλο που κρέμαγαν τις θηλιές από λουκάνικα μετά τα χοιροσφάγια των Χριστουγέννων.
λούκια: Τρόπος τοποθέτησης των κεραμιδιών με την κοίλη επιφάνεια προς τα πάνω. (Ο συνολικός τρόπος στέγασης ήταν: Ένα κεραμίδι λούκι - ένα καπάκι).
λούρα: Λεπτές βέργες που κατασκεύαζαν το φράχτη στις ξύλινες κατασκευές.
λυσιά: Η πρόχειρη κατασκευή από κλαριά που χρησίμευε ως πόρτα της καλύβας.
λόρθους: ολόρθος
λουβουδιά: άγριο λαχανικό.
μαγαρ’σιά: περιττώματα από ανθρώπους, ακαθαρσίες.
μαγάρα: ακαθαρσία, βρόμα.
μαγαρίζου: λερώνω, μολύνω.
μαγκούφ’ς: έρημος
μαδάου: ξεπουπουλιάζω τα πουλιά
μαδιώμι: πέφτει το τρίχωμά μου.
μαέριμα: μαγείρεμα
μάζουξη: συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων.
μαζώνουμι: μαζεύομαι, συμμαζεύομα
μαζγκάλια: Μικρά παράθυρα του κατωγιού και του πατώσπιτου.
μαθητούδια: μαθητές
μαϊλίκια: ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
μαϊά: Μαγιά.
μαγκούφ’ς: έρημος
μαδάου: ξεπουπουλιάζω τα πουλιά
μαδιώμι: πέφτει το τρίχωμά μου.
μαέριμα: μαγείρεμα
μάζουξη: συγκέντρωση, σύναξη ανθρώπων.
μαζώνουμι: μαζεύομαι, συμμαζεύομα
μαζγκάλια: Μικρά παράθυρα του κατωγιού και του πατώσπιτου.
μαθητούδια: μαθητές
μαϊλίκια: ενέργειες, διεργασίες που κάνω για να μαγέψω κάποιον.
μαϊά: Μαγιά.
μακροτράπεζος: Το μακρύ τραπέζι που χρησιμοποιούσαν στο γάμο.
μακιλλεύουμι: τραυματίζομαι σε πολλά μέρη του σώματός μου.
μάκινα: μηχανή
μάκου: γιαγιά.
μακρόκουρμη: προβατίνα ή γίδα με μακρύ κορμί.
μακρουπρόσουπους: αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο.
μαλαγάνα: αυτός που πετυχαίνει το σκοπό του με κολακείες και πονηριές.
μάλαμα: χρυσός, χρυσάφι.
μαλαματένιους: αυτός που γίνεται από χρυσό.
μαλλάς: έμπορος μαλλιών.
μαλλάτη: προβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά
μαλλιότου: πανωφόρι με κουκούλα που γίνεται από μαλλί προβάτου
μαλλινοσέντονα: Μάλλινα σεντόνια.
μάλαμα: χρυσός, χρυσάφι.
μαλαματένιους: αυτός που γίνεται από χρυσό.
μαλλάς: έμπορος μαλλιών.
μαλλάτη: προβατίνα με μακριά και πολλά μαλλιά
μαλλιότου: πανωφόρι με κουκούλα που γίνεται από μαλλί προβάτου
μαλλινοσέντονα: Μάλλινα σεντόνια.
μαλλίσιο (στημόνι): Στημόνι γνεσμένο στη ρόκα.
μανάρι: χαϊδεμένο αρνί.
μανάρι: χαϊδεμένο αρνί.
μαναχά: μόνον.
μαναχούλα: ολομόναχη.
μανγκαφάς: μίξα των γιδιών
μανέλα: μεγάλη ταλαιπωρία.
μανία: πείσμα, επιμονή.
μανιώνου: κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι
μάνες: Τα οριζόντια ξύλα που σταθεροποιούν τα κάθετα ξύλα του αργαλειού.
μανγκαφάς: μίξα των γιδιών
μανέλα: μεγάλη ταλαιπωρία.
μανία: πείσμα, επιμονή.
μανιώνου: κακιώνω, θυμώνω, οργίζομαι
μάνες: Τα οριζόντια ξύλα που σταθεροποιούν τα κάθετα ξύλα του αργαλειού.
μάνες : Φύλλα του υφαντού.
μανούρι: είδος τυριού
μαντάνι: Υδροτριβείο.
μανούρι: είδος τυριού
μαντάνι: Υδροτριβείο.
μαντατζής: Ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος του μαντανιού. Αυτός περιέρχεται τα χωριά και συγκεντρώνει τα σκουτιά που είναι για «κάμουμα».
μαντζάτο: Το δωμάτιο που, εκτός των άλλων, χρησιμοποιείται και ως καθιστικό.
μαντρί: Η στάνη, περιφραγμένος και σκεπαστός χώρος (σημερινός σταύλος) για τα γιδοπρόβατα.
μαραγκίσιος (αργαλειός): Αργαλειός που τον κατασκευάζει ο μαραγκός.
μαντρί: Η στάνη, περιφραγμένος και σκεπαστός χώρος (σημερινός σταύλος) για τα γιδοπρόβατα.
μαραγκίσιος (αργαλειός): Αργαλειός που τον κατασκευάζει ο μαραγκός.
μαραζώνου: παθαίνω μαρασμό, μαραίνομαι.
μαρμάρα: προβατίνα που μένει στέρφη (δεν γεννά) πολλά χρόνια
μάρμαρα: βράχια γκριζόασπρα από γυαλιστερή πέτρα.
μαρτζιλάτα: ζώα που έχουν σκουλαρίκια (σαρκώδεις και επιμήκεις προεξοχές)
μαρτυριά: μαρτυρία, ομολογία
μασούρια: Το νήμα του υφαδιού τυλιγμένο σε σχήμα ατράκτου. Το μήκος του είναι όσο το εσωτερικό μήκος της σαΐτας.
μαρκαλιώντι τα ζώα: ζευγαρώνουν.
μαρκάλους: ζευγάρωμα του κριαριού με την προβατίνα
μαρκιώντι τα ζώα: αναμασάνε την τροφή τους, μηρυκάζουνμαρμάρα: προβατίνα που μένει στέρφη (δεν γεννά) πολλά χρόνια
μάρμαρα: βράχια γκριζόασπρα από γυαλιστερή πέτρα.
μαρτζιλάτα: ζώα που έχουν σκουλαρίκια (σαρκώδεις και επιμήκεις προεξοχές)
μαρτυριά: μαρτυρία, ομολογία
μασούρια: Το νήμα του υφαδιού τυλιγμένο σε σχήμα ατράκτου. Το μήκος του είναι όσο το εσωτερικό μήκος της σαΐτας.
μασέλις: εγκοπές που έχει το ξυλόχτενο και μέσα τους μπαίνει το χτένι
μάσια: σιδερένια διπλή βέργα που τη χρησιμοποιούμε για να πιάνουμε κάρβουνα και να σκαλίζουμε τη φωτιά.
μασκάλη: εξάρτημα του αργαλειού (γυριστά ξύλα) που πάνω του στηρίζονται τα αντιά.
μασκαλήθρα: τριχιά που περνάει από τη μασχάλη των ζώων και τη συνδέουμε με το σαμάρι.
μασκαρ’λίκι: γελειοποίηση.
μασλάτια: κουβέντες χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο, κουβέντες για να περνάει η ώρα.
μαστάρι: μαστός από ζώα
μασταράς: Αρρώστια που προσβάλλει τους μαστούς των γαλακτοφόρων ζώων.
μαστάρι: μαστός από ζώα
μασταράς: Αρρώστια που προσβάλλει τους μαστούς των γαλακτοφόρων ζώων.
μαστιόρ 'σις: Οι τεχνίτρες.
μασούρι: νήμα (υφάδι) που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο.
μαστραπάς; γυάλινο δοχείο για νερό ή για κρασί
ματουτσίνουρα: βλεφαρίδες:
μαυρουκιέφαλου: ζώο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι
μαυρουμύτα: πένα, μολύβι.:
μαύρους: δυστυχής, φτωχός
μαχιά: Τα ξύλα της σκεπής που σχηματίζουν τα δυο αετώματα.
μασούρι: νήμα (υφάδι) που το περιτυλίγουμε στο σαϊτόξυλο.
μαστραπάς; γυάλινο δοχείο για νερό ή για κρασί
ματουτσίνουρα: βλεφαρίδες:
μαυρουκιέφαλου: ζώο που έχει άσπρο τρίχωμα στο κορμί και μαύρο στο κεφάλι
μαυρουμύτα: πένα, μολύβι.:
μαύρους: δυστυχής, φτωχός
μαχιά: Τα ξύλα της σκεπής που σχηματίζουν τα δυο αετώματα.
μαλλιότου: πανωφόρι από γιδόμαλλο σαν το κατσιούλι, χωρίς όμως κουκούλα.
μαρκάτι: το γιαούρτι
μαρκατουπ’τιά, μαρκατοπυτιά: το γιαούρτι που κρατούν για να πήξουν το γάλα.
ματούλης: άσπρο σκυλί με μαύρο χρώμα γύρω από το μάτι του.
μαυρουκόκκ’νου: βόδι με κοκκινόμαυρο τρίχωμα.
μιλ’τσό, μελισσό: βόδι με τρίχωμα σταχτόχρωμο.
μι τ’ ιμένα: με εμένα, μαζί μου.
μιγαλουδύναμους: Θεός
μικρουδείχνου: δείχνω μικρός στην ηλικία.
μιλιούνια: πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.
μιλισσουχόρταρου: βοτάνι.
μιράντζα: δέντρο.
μιρεύου: ησυχάζω, ηρεμώ.
μιρουμένα: ήμερα.
μιρουτόπι: τόπος με καλό χορτάρι κατάλληλο για βοσκή
μισάλι: τραπεζομάντιλο (χειροποίητο ριγέ πανί) , κάλυμμα για τα ψωμιά
μισαριά: άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
μισιάζει η νύχτα: γίνεται μεσάνυχτα.
μόλαβους: πράος, ήρεμος, καταδεχτικός.
μόλτσα: έντομο που «τρώει» τα ρούχα.
μουαμπέτι: μοχαμπέτι, διασκέδαση
μούλα: θηλυκό μουλάρι:
μουναχουγιός: μοναχοπαίδι
μουναχουδυχατέρα: μοναχοκόρη
μουνουβύζα: προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).
μουνούχι: ευνουχισμένο ζώο.
μουνουχίζου: ευνουχίζω το ζώο
μι τ’ ιμένα: με εμένα, μαζί μου.
μιγαλουδύναμους: Θεός
μικρουδείχνου: δείχνω μικρός στην ηλικία.
μικρουπαντριμένους: αυτός που παντρεύεται σε μικρή ηλικία.
μικρουτσιέλιγκας: τσέλιγκας που έχει μικρή στάνη, λίγα κονάκια.
μικρουφέρου: συμπεριφέρομαι σαν μικρός.
μιλαδέρφι: ετεροθαλής αδερφός μιλιούνια: πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια.
μιλισσουχόρταρου: βοτάνι.
μιράντζα: δέντρο.
μιρεύου: ησυχάζω, ηρεμώ.
μιρουμένα: ήμερα.
μιρουτόπι: τόπος με καλό χορτάρι κατάλληλο για βοσκή
μισάλι: τραπεζομάντιλο (χειροποίητο ριγέ πανί) , κάλυμμα για τα ψωμιά
μισαριά: άσπαρτο χωράφι ανάμεσα σε δυο σπαρμένα.
μισιάζει η νύχτα: γίνεται μεσάνυχτα.
μόλαβους: πράος, ήρεμος, καταδεχτικός.
μόλτσα: έντομο που «τρώει» τα ρούχα.
μουαμπέτι: μοχαμπέτι, διασκέδαση
μούλα: θηλυκό μουλάρι:
μουναχουγιός: μοναχοπαίδι
μουναχουδυχατέρα: μοναχοκόρη
μουνουβύζα: προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί (το άλλο καταστράφηκε).
μουνούχι: ευνουχισμένο ζώο.
μουνουχίζου: ευνουχίζω το ζώο
μούργκας: σκυλί με μαύρο τρίχωμα.
μούρνους η-ου: πρόβατο με τρίχωμα πολύ μαύρο.
μουρναίνου: σκουραίνω, σκοτεινιάζω.
μούρτζιου: πρόβατο με πολύχρωμη τη μούρη του.
μούρτζιους: μουτζουρωμένος άνθρωπος στο πρόσωπο.
μουντζουφλιάζου: μουντζώνω.
μούργκους: αυτός που το χρώμα του είναι σκούρο γκρίζο.
μουντζουφλιάζου: μουντζώνω.
μούργκους: αυτός που το χρώμα του είναι σκούρο γκρίζο.
μουρσεύου: γλυκαίνομαι σε κάτι.
μουρτζιά: θάμνος με δυνατά αγκάθια.
μούσκιους: μούσκεμα
μούτα: υφαντά χωρίς σχέδια
μουτεύου: χάνω την ομιλία μου.
μούτους: άλαλος.
μπαγράτσι: μικρό χάλκινο σκεύος.
μπαϊρια: Χωράφια ακαλλιέργητα.
μπακαταραί'(οι): Οι βοσκοί με λίγα πρόβατα.
μπακλαντί: Το ταβάνι το κατασκευασμένο από ξύλινο πλέγμα και αλειμμένο με λάσπη.
μπάλα: Η μακρυά πλευρά της στέγης.
μπαμπούκες: Πρόσφορα.
μπαντανία: Πατανία, είδος υφαντού κάλυμμα του κρεβατιού.
μπάντες: Διακοσμητικά των τοίχων.
μπαντιάρ 'κο: Νήμα αποτυχημένο στη βαφή. Αυτό που δεν έχει σταθερή χρωματική απόχρωση.
μπάρες: Λεκάνες νερού στο χώμα.
μπατζιό: Το τυροκομείο.
μπατικός: Τρόπος χτισίματος των τούβλων. Το αντίθετο είναι δρομικός.
μπάιλας: λιποθυμία.
μπαϊλίζου λιποθυμώ.
μπάκα: μεγάλη κοιλιά που προεξέχει.
μπάκακας: βάτραχος.
μπάμπαλα: μικρά σκουπίδια
μπάκαβη: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα αλλά με μαύρη τη μούρη της.
μούτα: υφαντά χωρίς σχέδια
μουτεύου: χάνω την ομιλία μου.
μούτους: άλαλος.
μπαγράτσι: μικρό χάλκινο σκεύος.
μπαϊρια: Χωράφια ακαλλιέργητα.
μπακαταραί'(οι): Οι βοσκοί με λίγα πρόβατα.
μπακλαντί: Το ταβάνι το κατασκευασμένο από ξύλινο πλέγμα και αλειμμένο με λάσπη.
μπάλα: Η μακρυά πλευρά της στέγης.
μπαμπούκες: Πρόσφορα.
μπαντανία: Πατανία, είδος υφαντού κάλυμμα του κρεβατιού.
μπάντες: Διακοσμητικά των τοίχων.
μπαντιάρ 'κο: Νήμα αποτυχημένο στη βαφή. Αυτό που δεν έχει σταθερή χρωματική απόχρωση.
μπάρες: Λεκάνες νερού στο χώμα.
μπατζιό: Το τυροκομείο.
μπατικός: Τρόπος χτισίματος των τούβλων. Το αντίθετο είναι δρομικός.
μπάιλας: λιποθυμία.
μπαϊλίζου λιποθυμώ.
μπάκα: μεγάλη κοιλιά που προεξέχει.
μπάκακας: βάτραχος.
μπάμπαλα: μικρά σκουπίδια
μπάκαβη: προβατίνα με άσπρο τρίχωμα αλλά με μαύρη τη μούρη της.
μπακαταραί'(οι): οι βοσκοί με λίγα πρόβατα.
μπάλιους: ζώο με άσπρη ζώνη στο μέτωπό του.
μπάντζιους: είδος τυριού, το οποίο είναι σκληρό και αποβουτυρωμένο.
μπαταλιασμένου: ασθενικό ζώο.
μπατζιαριό: χώρος που γίνεται η τυροκόμηση
μπατζιός: τυροκομείο.
μπατζιουκάζανου: είδος καζανιού που το χρησιμοποιεί ο τυροκόμος για να βράζει το γάλα.
μπαχτά: Τα υφαντά που γίνονται πολύ γερά στην ύφανση, κρουστά.
μπαχτές: Κουβέρτες, καλύμματα των κρεβατιών. Από τα πιο ωραία υφαντά.
μπιμπίλα: Είδος δαντέλας.
μπατζίνα: καλαμποκίσια πίτα.
μπεηουπούλα: κόρη του μπέη.
μπέισσα: γυναίκα του μπέη
μπέρτα: επινώτιο, ένδυμα που το ρίχνουν οι γυναίκες στις πλάτες τους.
μπέλα: η άσπρη προβατίνα
μπατάλ’κα: μεγάλα κουδούνια που χτυπάνε αργά και δυνατά
μπατανία: μάλλινη κουβέρτα.μπατζιαριό: χώρος που γίνεται η τυροκόμηση
μπατζιός: τυροκομείο.
μπατζιουκάζανου: είδος καζανιού που το χρησιμοποιεί ο τυροκόμος για να βράζει το γάλα.
μπαχτά: Τα υφαντά που γίνονται πολύ γερά στην ύφανση, κρουστά.
μπαχτές: Κουβέρτες, καλύμματα των κρεβατιών. Από τα πιο ωραία υφαντά.
μπιμπίλα: Είδος δαντέλας.
μπατζίνα: καλαμποκίσια πίτα.
μπεηουπούλα: κόρη του μπέη.
μπέισσα: γυναίκα του μπέη
μπέρτα: επινώτιο, ένδυμα που το ρίχνουν οι γυναίκες στις πλάτες τους.
μπέλα: η άσπρη προβατίνα
μπιλιάς: μπελάς.
μπιλόνγκου: σκυλί με ολόασπρο τρίχωμα.
μπίμπα: ογκώδες κουδούνι με χοντρό ήχο, το οποίο κρεμούν στα μεγάλα τραγιά.
μπιστιριά: κοίλωμα σε βραχώδη περιοχή, σαν υπόστεγο, όπου σταλίζουν τα γιδοπρόβατα.
μπισαλής: αυτός που κρατάει το λόγο του
μπισαλής: αυτός που κρατάει το λόγο του
μπιστικός: βοσκός
μπιστικούδια: τσοπανόπουλα.
μπλάνα: μεγάλο κομμάτι τυριού σε σχήμα τετραγώνου
μπλάρι: μουλάρι
μπλατσιάζου: συναντώ κάποιον ξαφνικά και απροσδόκητα
μπλέτσι: γυμνός
μπλιόρα: προβατίνα ή γίδα που γεννάει για πρώτη φορά
μπλιόρι: δίχρονο πρόβατο ή γίδι
μπλιτσώνου: γεμίζω την κοιλιά μου με τροφή
μπλιόρα: προβατίνα ή γίδα που γεννάει για πρώτη φορά
μπλιόρι: δίχρονο πρόβατο ή γίδι
μπλιτσώνου: γεμίζω την κοιλιά μου με τροφή
μπουγάς: νεαρός ταύρος.
μπουγάζι: πέρασμα ανάμεσα στα βουνά ή σε διάφορα υψώματα, στο οποίο γίνεται ρεύμα αέρος.
μπούκλα: δοχείο για λάδι και διάφορα υγρά
μπουντρούμι: υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
μπουνώρα: πολύ πρωΐ
μπουτίλια: φιάλη
μπράσκας: μεγάλος βάτραχος
μπρουσ’νός: μπροστινός
μπουτινέλου: στενόμακρος κάδος μέσα στον οποίο χτυπούν με τον φουρλέτσκα το γάλα για να βγάλουν βούτυρο.
μπούκλα: δοχείο για λάδι και διάφορα υγρά
μπουμπνίζει: βροντά ο ουρανός.
μπουμπότα: καλαμποκίσιο ψωμί.μπουντρούμι: υπόγειο σκοτεινό δωμάτιο φυλακής.
μπουνώρα: πολύ πρωΐ
μπουτίλια: φιάλη
μπράσκας: μεγάλος βάτραχος
μπρουσ’νός: μπροστινός
μπουτινέλου: στενόμακρος κάδος μέσα στον οποίο χτυπούν με τον φουρλέτσκα το γάλα για να βγάλουν βούτυρο.
μπουχαρί: Το τζάκι.
μπουχαροσκούτι: Τζιακόπανο, κάλυμμα του τζακιού
μπρούχαβου: Ασταθές.
μ’σκάρι, μουσκάρι: μοσχάρι
μ’ σουκούδουνα: κουδούνια μεσαίου μεγέθους.
μετρησιά: Μονάδα μέτρησης των κλωστών του στημονιού. Μία μετρησιά ισοδυναμεί με τρεις κλωστές.
μισάντρα: Είδος εντοιχισμένης ντουλάπας.
μιτάρια: Βασικό εξάρτημα του αργαλειού. Από τον τρόπο περάσματος της κλωστής στα μιτάρια εξαρτάται και το είδος του υφαντού (μονό ή διπλό).
μιτρητά: Τα υφαντά που για να γίνει αποτύπωση του σχεδίου η υφάντρα
μετράει κλωστές.
μονό σκουτί: Το ύφασμα που υφαίνεται με δυο πατήθρες και μία κλωστή σε κάθε μεσοδόντιο διάστημα στο χτένι. Αντίθετο είναι το δίμιτο.
μούζγκα: Η λέρα.
μούρνα: Σκούρα.
μούρνους: Σκούρος.
μύθια: μύθοι, παλιές ιστορίες
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου