δαδί: μικρό κομμάτι από πεύκο που έχει ρητίνη.
δαίμουνας: πονηρός, έξυπνος.
δασιά: πυκνά
δασκαλούδια: δασκαλοπαίδια
δαμάλα: νεαρή αγελάδα.
δαμάλι: νεαρός ταύρος
δαυλί: μακρύ κομμάτι ξύλου που καίγεται από το ένα άκρο.
δαυλιάζου: κατακαίω κάτι
δαχλίθρα: δαχτυλίθρα
δάχλου: δάχτυλο
δειουποίηση: ειδοποίηση.
δέουντα: χαιρετίσματα
δερμάτ(ι): ασκός από κατσικίσιος δέρμα και είχαν μέσα το ξυνόγαλο
δεντρίσιο: Δρύινο.
δερμόνι: Είδος κόσκινου με μεγαλύτερες τρύπες από το κανονιικό.
διαδρόμια: Υφαντά που κάλυπταν τους διαδρόμους του σπιτιού.
δημουσιά: δημόσιος δρόμος.
διάβα: πορεία και ενδιάμεσοι σταθμοί πηγαίνοντας τα κοπάδια στο ξεκαλοκαιριό ή στα χειμαδιά
διακόπ(η): Η είσοδος.
διακουνάρ’ς: ζητιάνος
διαλιχτός: εκλεκτός
διαουλίζου: στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον
διάουλους: διάβολος, σατανάς
διακουνάρ’ς: ζητιάνος
διαλιχτός: εκλεκτός
διαουλίζου: στέλνω στο διάβολο κάποιον βρίζοντάς τον
διάουλους: διάβολος, σατανάς
διασίδ(ι): αλυσίδι νήματος.
διατάζου: συμβουλεύω
διαφιντής: διευθυντής
δικάζου: υποχρεώνω κάποιον να εκτελέσει εντολή
δικουχτώ: δεκαοχτώ:
διατάζου: συμβουλεύω
διαφιντής: διευθυντής
δικάζου: υποχρεώνω κάποιον να εκτελέσει εντολή
δικουχτώ: δεκαοχτώ:
δικούλα: Ξύλινη τσουγκράνα με δυο δόντια.
δικούλι: Ξύλινη τσουγκράνα μικρότερη από τη δικούλα
δίμιτο: Είδος υφαντού που υφαίνεται με τέσσερα μιτάρια.
διρφίτσα: Η διπλή κλωστή σε μεσοδόντιο διάστημα στο χτένι του αργαλειού.
διρφίτσα: Η διπλή κλωστή σε μεσοδόντιο διάστημα στο χτένι του αργαλειού.
δισιές: Τα ξύλα που τοποθετούνται κατά διαστήματα, περιμετρικά στην τοιχοποιία για μεγαλύτερη ευστάθεια του οικοδομήματος.
δίχους: χωρίς.
δίχους: χωρίς.
δοκάνη: Μέσο αλωνισμού.
δόλιους: κακόμοιρος, ταλαίπωρος
δουδουκάρα: δόντι τραπεζίτης
δουκιώμι: θυμάμαι
δουλιφτάδις: εργάτες
δουξουλουιά: δοξολογία
δράμι: υποδιαίρεση της οκάς
δρασκ’λιά,: διασκελισμός.
δόλιους: κακόμοιρος, ταλαίπωρος
δουδουκάρα: δόντι τραπεζίτης
δουκιώμι: θυμάμαι
δουλιφτάδις: εργάτες
δουξουλουιά: δοξολογία
δράμι: υποδιαίρεση της οκάς
δρασκ’λιά,: διασκελισμός.
δρέινα: Δρύινο.
δρομικός: Τρόπος χτισίματος των τούβλων.
δρουσάτα: δροσερά:
δρουσάτα: δροσερά:
δυγόνα: προβατίνα ή γίδα που γεννάει προς το τέλος της περιόδου
δυγόνι: αρνί ή κατσίκι που γεννιέται προς το τέλος της περιόδου
δώθι: προς τα εδώ, προς τη μεριά μου
δώκ’ τ: ’ δώσ’ του
δωμ' : δώσ’ μου
δωμ' : δώσ’ μου
ειδήσματα: πράγματα
εμουρφάδα: ομορφιά.
έμπλαξα: έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου
επί τούτου: επίτηδες.
έτσια: έτσι ακριβώς.
ζαμπούντζι: αρρώστησε το ζώο.
ζ’γούρ(ι): χρονιάτικο αρνί
ζιούνταβους: ισχνό ζώο.
ζ'ματώ, ζ'μάτζ'μα: ζεματίζω, ζεμάτισμα.
ζ 'νάρια: Ζωνάρια, δεσιές, χατίλια
ζάντζους: Το ξύλο που τοποθετείται στις τρύπες του μπροστινού αντιού και το σταθεροποιεί κατά την ύφανση.
ζερβαδίμ 'του: Είδος δίμιτου, περασμένου με κενό διάστημα μιας θηλιάς στα μιτάρια
ζιάρ(η: Στάχτη με αναμμένα κάρβουνα.
ζ’γός: κορυφογραμμή.
ζ’γούρα: θηλυκό ζυγούρι,
ζ’γούρι: χρονιάρικο αρνί
ζ’λάπι: άγριο σαρκοφάγο ζώο και κυρίως λύκος
ζ’λαπουφαουμένα: ζώα που έφαγε το ζουλάπι.
ζ’τάει η φουράδα: θέλει να ζευγαρώσει.
ζαβά τόπια: κακοτοπιές.
ζαβός: ιδιότροπος, ανάποδος,
ζαγαλίκι: ζημιά που γίνεται με πολλή πονηριά
ζαγάρι: κυνηγόσκυλο
ζαγκανιέρα: δίφυλλη πόρτα που πηγαίνει πέρα δώθε
ζακόνι: συνήθεια
ζαλίκι: φορτίο από ξύλα κυρίως
ζαμάνια: μεγάλο χρονικό διάστημα
ζαμπούν’κα: αδύνατα ζώα
ζαμπούν’ς: άρρωστος, αδιάθετος
ζάντζα: ιδιοτροπία, ελάττωμα, αναποδιά
ζαραλής: αρρωστιάρης
ζαρκαδούλα: θηλυκό μικρό ζαρκάδι
ζαρκώνουμι: ντύνομαι.
ζάρκου: γίδι που έχει αραιό και πολύ κοντό τρίχωμα
ζαρώνου: αποχτάω ρυτίδες
ζάφτου: νικάω, δαμάζω
ζαχαράτα: κουφέτα, καραμέλλες
ζαχείλας: άνθρωπος με σαρκώδη χείλια
ζερβά: αριστερά
ζιουπάου: πιέζω, σπρώχνω.
ζιουπλιάζου: συνθλίβω.
ζουνάρι: ζώνη
ζουντανά: ζώα.
ζουντόβουλου: ανθρωπάκι.
ζούρα: κατακάθι στα υγρά
ζουρλαίνου: τρελαίνω
ζουρλαμάς: αρρώστια που πιάνει τα ζώα
ζουρνάς: μύτη από το γουρούνι.
ζούφιους: άδειος, κούφιος, κενός
ζύγρα: πυκνή συστάδα από θάμνους
ζυγός: Το ύφασμα που ρίχνει ο κουμπάρος στους νεόνυμφους κατά την τελετή του γάμου.
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου